Τρίτη βράδυ στην οδό Τατοΐου στο Μενίδι. Η φωτιά που καλπάζει, από τη Βαρυμπόμπη έχει «κατέβει» στις «πλάτες» των εργοστασίων της εθνικής οδού κατά μήκος του ρέματος Χελιδονούς νότια. Από τον περίβολο των εργοστασίων, που βρίσκονται στον δρόμο που συνδέει το Ολυμπιακό Χωριό με τη Μεταμόρφωση, φαίνονται οι φλόγες και ακούγονται κάποιες εκρήξεις. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου υπάρχουν αποθήκες και βιοτεχνίες με χρώματα, χαρτιά, βερνίκια και φιάλες οξυγόνου. Μια ομάδα αστυνομικών της ΟΠΚΕ φθάνει στη μεγάλη εταιρεία παραγωγής αρτοσκευασμάτων, που έχει καεί μια φορά στο παρελθόν και ζητάει από το προσωπικό να εγκαταλείψει το κτίριο. Ο υπεύθυνος αρνείται. Είκοσι άτομα έχουν απλώσει σωλήνες και περιμένουν, εάν χρειασθεί, να αναλάβουν καθήκοντα πυρόσβεσης. Οι αστυνομικοί επιχειρούν να πείσουν τους εργαζομένους ότι προέχει η ασφάλειά τους, αλλά εκείνοι έχουν οδηγίες αλλά και την πεποίθηση πως δεν πρέπει να εγκαταλείψουν την εγκατάσταση. Μισή ώρα αργότερα η Πυροσβεστική λύνει το θέμα, οι αστυνομικοί της ΟΠΚΕ αποχωρούν, οι εργαζόμενοι μπορούν να μείνουν. Αυτό όμως ήταν μια κραυγαλέα εξαίρεση. Ο κανόνας, που θα μπορούσε να ονομασθεί «το σύνδρομο Μάτι» (οι κυβερνητικοί παράγοντες το λένε «προστασία της ανθρώπινης ζωής»), κυριάρχησε στους χειρισμούς στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών: Πρώτιστο μέλημα ήταν η προσπάθεια, με όπλο την προληπτική εκκένωση, να μην υπάρξει απώλεια ανθρώπινης ζωής από τις καταστροφικές πυρκαγιές… Οπως και το 2019 στην Εύβοια, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, είχε δώσει σαφείς εντολές στην αστυνομία: «Η υλοποίηση της εντολής εκκένωσης πρέπει να ελεγχθεί πόρτα – πόρτα, ακόμα και σε αστικές περιοχές όπως η Βαρυμπόμπη». Το 2019 στο Μακρυμάλλη της Εύβοιας οι χωρικοί γύριζαν το πρωί στα σπίτια τους και οι αστυνομικοί τους μετέφεραν σε πιο ασφαλείς περιοχές το βράδυ. Αυτό έγινε δύο ή τρεις φορές, καθώς η φωτιά εκεί μαινόταν πολλά 24ωρα. Με τη δημιουργία και λειτουργία του 112 τα πράγματα εξελίχθηκαν. Καθώς ο Νίκος Χαρδαλιάς δεν ήθελε να ξανακούσει την κριτική του περυσινού καλοκαιριού (όπου στις πλημμύρες στην Εύβοια δεν είχε ενεργοποιηθεί το 112) χρησιμοποίησε στις πυρκαγιές του τελευταίου 10ημέρου κατά κόρον το «εργαλείο» αυτό και μάλιστα σε δύο φάσεις: αρχικά για να προειδοποιεί τους κατοίκους να «κλείνουν» σωστά τα σπίτια τους (καμινάδες, παράθυρα κ.λπ.) και στη συνέχεια –αν χρειαζόταν– για να τα εγκαταλείψουν. Στην περίπτωση κάποιων η εκκένωση έγινε «με το ζόρι», όπως το διατύπωσε μια γυναίκα στη Βαρυμπόμπη που ήθελε «να καεί με το σπίτι της».
Η Τροχαία και η Πυροσβεστική είχαν μεριμνήσει σε πολλές, αν όχι σε όλες, περιπτώσεις να είναι οι βασικές αρτηρίες ανοιχτές, ώστε η εκκένωση να γίνεται με σχετική άνεση και ταχύτητα, όπως συνέβη σε μια κατασκήνωση στη Βαρυμπόμπη, στις Αδάμες της Κηφισιάς, όπου είχαν σταλεί πούλμαν από την περιφέρεια, και στο Διαβολίτσι της Μεσσηνίας. Πουθενά αλλού ωστόσο δεν εφαρμόσθηκε τόσο εκτεταμένα η επιχείρηση εκκένωσης όσο στην Εύβοια, όπου οι τοπικές αρχές δεν είχαν και εναλλακτικές, καθώς –αρχικώς– όλα τα φώτα της δημοσιότητας και τα μέσα είχαν εστιάσει στην Αττική – και στην Ολυμπία κατόπιν. Σύμφωνα με τον νόμο, την εισήγηση εκκένωσης έκανε η Πυροσβεστική, την εφάρμοζε ο τοπικός δήμος και στη συνέχεια η περιφέρεια υλοποιούσε είτε βρίσκοντας μεταφορικά μέσα είτε φροντίζοντας «για τη φιλοξενία άνω των 1.000 ατόμων από τις πυρόπληκτες περιοχές της κεντρικής Εύβοιας σε ξενοδοχεία», όπως είπε στην «Κ» ο αντιπεριφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας Γιώργος Κελαϊδίτης. Σε μια περίπτωση στις πολύπαθες Ροβιές χρησιμοποιήθηκαν και μέσα του Λιμενικού για την εκκένωση, όπως και βάρκες ιδιωτών σε συνεννόηση με το Λιμενικό. Ο κ. Κελαϊδίτης λέει ότι, όπως και στη μεγάλη πυρκαγιά του 2019, υπάρχουν πολίτες που σπεύδουν τη δεύτερη ή τρίτη μέρα της φωτιάς να επιστρέψουν στα σπίτια τους και πρέπει οι αστυνομικές δυνάμεις να επανελέγχουν συχνά τα κυκλωμένα από τις φλόγες χωριά. Και οι περιουσίες; Για την τοπική αυτοδιοίκηση οι εκκενώσεις αποτελούν αλλαγή παραδείγματος, καθώς επί πολλά χρόνια δήμαρχοι και περιφερειάρχες αρνούνταν να τις υλοποιήσουν, υπό τον φόβο ότι κάτι θα μπορούσε να πάει στραβά, όπως συνέβη στο χωριό Αρτέμιδα έξω από τη Ζαχάρω το 2007, όπου οι κάτοικοι οδηγήθηκαν στη «λάθος» έξοδο του χωριού και εγκλωβίστηκαν στη φωτιά… Στη διαχείριση πάντως της τελευταίας εβδομάδας υπάρχουν και φωνές κριτικής. Ο γράφων τις άκουσε κυρίως από μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, που έχασαν το βιος τους σε λίγα λεπτά της ώρας. Ο Ηλίας Μάρκου είχε επιχείρηση υδραυλικών στον δρόμο που χωρίζει τη Βαρυμπόμπη από το αεροδρόμιο του Τατοΐου. «Ηρθε ο επικεφαλής του πυροσβεστικού κλιμακίου. Του ζήτησα να με βοηθήσει, καθώς η φωτιά ερχόταν από την πίσω πλευρά του εργοστασίου από το ρέμα της Χελιδονούς. Μου είπε ότι δεν είχε νερό και με ρώτησε μόνο αν κάποιος είναι μέσα στο εργοστάσιο. Δεν ήταν κανείς, μόνο εγώ. Τον παρακάλεσα, αλλά έφυγε», λέει ο κ. Μάρκου που θρηνεί την απώλεια μιας επιχείρησης που ήταν εκεί από το 1978. Οταν μιλάμε, το πρωί της Τετάρτης μπροστά στα αποκαΐδια, δύσκολα συγκρατεί τα δάκρυά του. Δεν είναι θυμωμένος, αλλά αναρωτιέται «τι κάνει η Πυροσβεστική αν δεν κάνει αυτό». Αλλά το απόγευμα της περασμένης Τρίτης ο κ. Μάρκου ήταν ένας από τους εκατοντάδες, χιλιάδες που ζητούσαν βοήθεια και οι πυροσβέστες προφανώς δεν επαρκούσαν ώστε να ανταποκριθούν. Αυτό το ξέρουν σε ένα ιδιωτικό κλαμπ εκατοντάδες μέτρα βορειότερα. Είναι το μόνο στην περιοχή που οι φλόγες δεν το απείλησαν. Ο ιδιοκτήτης του αμείβει 25 άτομα για να προστατεύουν την εγκατάστασή του μέσα στο δάσος…