Φωτιά στην Εύβοια: Η τιτάνια μάχη των κατοίκων στα Βασιλικά

Φωτιά στην Εύβοια: Η τιτάνια μάχη των κατοίκων στα Βασιλικά

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Βλέπεις απέναντι τις πλαγιές; Τότε, το ’77 κάηκαν. Η φωτιά κατέβαινε προς το χωριό. Χτύπησαν οι καμπάνες. Ο μπαμπάς σου και οι άντρες του χωριού φύγανε με τα αγροτικά και τα τρακτέρ, είχανε αξίνες, φτυάρια. Οι γυναίκες και τα παιδιά μείναμε εδώ. Εγώ ήμουν εδώ, στο σπίτι. Κάποια στιγμή είδα ένα μπέτσι (κουκουνάρι) που καιγόταν να πετάει και να πέφτει απέναντι στα ξερά χόρτα. Πήραν αμέσως φωτιά. Είχα κουβάδες με νερό και τους έριξα και έσβησε. Στη θάλασσα έφτασε τότε η φωτιά και έσβησε». Αυτή την ιστορία μού έλεγε η μαμά μου καθώς μεγάλωνα, κάθε φορά που ακούγαμε για φωτιά σε κάποιο χωριό του νησιού μας. Τα καλοκαίρια θυμάμαι ακόμη να χτυπάει η καμπάνα του χωριού, να τρέχουν οι κάτοικοι να γεμίσουν τα βυτία με νερό, να ανεβαίνουν στα τρακτέρ, να γεμίζουν τις καρότσες των αγροτικών με φτυάρια και αξίνες και να φεύγουν για τη φωτιά. Εμείς μέναμε πίσω, γεμίζαμε κουβάδες και λεκάνες με νερό, μαζεύαμε λίγα πράγματα και περιμέναμε.

Σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα, Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021. Καθώς σουρουπώνει βλέπουμε μια κόκκινη αχλύ να στεφανώνει τους λόφους γύρω από το χωριό από την κατεύθυνση της Αγίας Αννας. Ξέρουμε ότι η φωτιά πλησιάζει. Γύρω στα μεσάνυχτα αποφασίζουμε να ετοιμάσουμε τα πράγματά μας. Εχουμε τρία παιδιά και δύο αυτοκίνητα. Στριμώχνουμε τα ρούχα μας, κάποια τρόφιμα, λίγα αντικείμενα συναισθηματικής αξίας από το πατρικό (τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες να πάρουμε!) και περιμένουμε. Στα κινητά δεν έχει σήμα, αναρωτιόμαστε αν αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να έρθει ειδοποίηση 112. Ξαπλώνουμε, γιατί θα χρειαστούμε δυνάμεις. Στις 3 τα ξημερώματα ακούω τη γειτόνισσα να φωνάζει: «Μαρία, φεύγουμε!». Χτυπάνε οι καμπάνες του χωριού. Από στόμα σε στόμα διαδίδεται ότι πρέπει να κατευθυνθούμε στην παραλία, στο Ψαροπούλι, έχει έρθει φεριμπότ για εκκένωση. Μα, πού είναι το 112; Κλείνω την πόρτα του σπιτιού, καταπίνω τον κόμπο στο λαιμό και τα δάκρυα που ανεβαίνουν, δεν πρέπει να τρομάξουν τα παιδιά.

Στον δρόμο για το Ψαροπούλι βλέπω άντρες του χωριού, παιδιά που είχαν μεγαλώσει ακούγοντας τις ίδιες ιστορίες με μένα, να γεμίζουν βυτία, να ανεβαίνουν σε τρακτέρ και αγροτικά, ετοιμοπόλεμοι. Αλλοι με μηχανάκια φεύγουν για να δουν πού είναι η φωτιά, πώς πρέπει να οργανωθεί καλύτερα η άμυνα του χωριού. Στην παραλία οι ντόπιοι είναι ανήσυχοι, αλλά ψύχραιμοι. Τεράστιες φλόγες έχουν πια στεφανώσει τους γύρω λόφους. Τουρίστες, ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα επιβιβάζονται στο φεριμπότ. Αποφασίζουμε να φύγουμε οδικώς για Πευκί, ο δρόμος είναι ανοιχτός.

Στο Πευκί γίνεται κινητοποίηση από τους ντόπιους καταστηματάρχες. Νερά και τοστ για τους ανθρώπους που έχουν φτάσει εκεί, σε λίγες ώρες οργανώνουν φιλοξενία αφιλοκερδώς σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, μαγειρεύουν και μοιράζουν μεσημεριανό. Οι πληροφορίες από το χωριό λένε ότι κρατάνε τη φωτιά μακριά, βοηθάει και ο αέρας. Το πρωί του Σαββάτου παίρνουμε την απόφαση να επιστρέψουμε. Το χωριό χρειάζεται τους ανθρώπους του. Τα παιδιά φοβούνται. Καταλαβαίνουν όμως ότι πρέπει να βοηθήσουν όπως μπορούν.

Από τις πλαγιές φαίνεται ότι οι εστίες απλώνονται περιμετρικά του χωριού. Το ένα μέτωπο, πάνω από τον Ξηροπόταμο, είναι το πιο επικίνδυνο. Στο χωριό ο κόσμος είναι στα σπίτια του, περιμένει. Δεν θα φύγει κανείς, όπως τότε, όπως πάντα. Στο Ψαροπούλι επικρατεί ησυχία. Από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τηλεφωνικά έρχονται οι πληροφορίες από το μέτωπο. «Παρακαλούμε όποιος έχει χορτοκοπτικά, τρακτέρ, αλυσοπρίονο να πάει στο νεκροταφείο του χωριού για να βοηθήσει». Κάποιοι φορτώνουν αυτοκίνητα με νερά για τα παλικάρια που είναι στη φωτιά. Οποιοι από αυτούς επιστρέφουν για λίγο, για να πάρουν μια ανάσα, περικυκλώνονται από τους συγχωριανούς που αγωνιούν. «Τι γίνεται; Πού είναι τώρα η φωτιά; Αντέχετε;». Ολοι λένε το ίδιο. Πού είναι τα αεροπλάνα; Χρειαζόμαστε αεροπλάνα! Αν ρίξουν για ώρα και πέσει λίγο η φωτιά, εμείς μετά μπορούμε, θα τη σβήσουμε.

Τρία εναέρια μέσα εμφανίζονται γύρω στη 1 το μεσημέρι. Η φωτιά έχει φουντώσει και πλησιάζει πιο πολύ το χωριό. Επιχειρούν για περίπου μια ώρα. Η ένταση της φωτιάς μειώνεται. Χαμογελάμε. Δέκα λεπτά αργότερα εμφανίζονται πάλι οι φλόγες, τις βλέπουμε να γιγαντώνονται και να προχωρούν προς το χωριό. Οι πληροφορίες λένε ότι πλησιάζει απειλητικά τα πρώτα σπίτια. Ολοι κοιτούν στον ουρανό. Πού είναι τα εναέρια μέσα; Νωρίς το απόγευμα εμφανίζονται σταδιακά τέσσερα, ανάμεσά τους ένα Ερικσον και ένα Καναντέρ. Ενας αναστεναγμός ανακούφισης ακούγεται. Τώρα θα τη σβήσουν! Μιάμιση ώρα αργότερα σταδιακά αποχωρούν. Η φωτιά ξαναφουντώνει. Γιατί έφυγαν; Μπαίνει σιγά σιγά στο χωριό! Το Καναντέρ επιστρέφει. Κάνει ρίψεις ακριβώς πάνω από τη φωτιά. Τα παιδιά ζητωκραυγάζουν με κάθε ελιγμό, κάθε ρίψη. «Μαμά, είναι μάγκας, είναι ήρωας! Αυτός θα τη σβήσει». Hταν ένας, ήταν μόνος, δεν την έσβησε.

Η ώρα είναι πια 7. Eχει ώρα που δεν γίνονται εναέριες ρίψεις. Βλέπω έναν παλιό συμμαθητή στο λιμάνι. Είναι κι αυτός δυο μερόνυχτα στη φωτιά. Τα μάτια του είναι κόκκινα, έχει βουρκώσει, από τον καπνό, αλλά και από την πίκρα. «Η φωτιά είναι στο γήπεδο, έρχεται». Πενήντα μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Οι άντρες του χωριού είναι εκεί, παλεύουν ακόμη. Τα βίντεο που έρχονται στα κινητά μας τους δείχνουν να κόβουν κορμούς με τα αλυσοπρίονα, να ρίχνουν νερό από τα βυτία, δεν φεύγουν, δεν θα φύγει κανείς. Μαθαίνουμε ότι ο επικεφαλής του πεζοπόρου τμήματος κάνει έκκληση για αεροπλάνα, κινδυνεύουν οι πυροσβέστες και οι πολίτες που αγωνίζονται στο μέτωπο της φωτιάς. Τρία ελικόπτερα εμφανίζονται. Επιχειρούν, αλλά σιγά σιγά το φως λιγοστεύει. Μόνο οι τεράστιες πύρινες γλώσσες διακρίνονται μέσα από τους μαύρους καπνούς που έχουν τυλίξει το χωριό. Από στόμα σε στόμα διαδίδεται νέα εντολή εκκένωσης. Ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά φτάνουν στο λιμάνι, όπου περιμένουν πλωτά μέσα για να τους μεταφέρουν, τα φέρι της μεγάλης πικρής φυγής.

Oλη νύχτα τα παλικάρια του χωριού παλεύουν με τη φωτιά. Την κράτησαν μακριά από τα σπίτια. Τα Βασιλικά όμως δεν σώθηκαν, γιατί ένα χωριό δεν είναι μόνο τα σπίτια του, είναι οι ελιές του, το δάσος του, τα ζώα του. Ευτυχώς σώθηκε η ψυχή του χωριού, οι άνθρωποί του, που έμειναν και πάλεψαν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή