Πώς είναι δυνατόν να είσαι δεξιός στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 και του ’70 και ταυτόχρονα αντιχουντικός, πολέμιος της μοναρχίας και αντικληρικαλιστής (για να μην πω άθεος); Πολύ περισσότερο όταν, μετά τον εξευτελισμό όχι μόνο του αντικομμουνισμού, αλλά και του άλλου ιδρυτικού πυλώνα της ιδεολογίας σου, του εθνικισμού, από τους συνταγματάρχες, διαπιστώνεις, το 1974, πόσο μόνος είσαι;
Σε αυτήν ακριβώς την παραζάλη βρέθηκε ο Πέτρος Μακρής – Στάικος, το καλοκαίρι της μεταπολίτευσης. Φρέσκος πτυχιούχος Νομικής, εργαζόταν τότε στο γραφείο που μόλις είχε ανασυστήσει στην οδό Δημοκρίτου, στην Αθήνα, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Μαζί του μάλιστα συνέταξε την πολύκροτη μήνυση κατά των πραξικοπηματιών. Φίλοι από τα εφηβικά μας χρόνια, μαθητής στη Σχολή Παναγιωτοπούλου εκείνος, στο Πειραματικό εγώ, συνδεθήκαμε στο Γαλλικό Ινστιτούτο, όταν μια εμπνευσμένη Γαλλίδα καθηγήτρια, φανατική γκωλική, η Ελένη Καλαντζή, χήρα ενός αγωνιστή της Αριστεράς από τον Βόλο, μας έμαθε να σκεπτόμαστε πολιτικά: ο στρατηγός, επειδή το έλεγε η ψυχή του, έσωσε την τιμή της Γαλλίας το 1940 και τη δημοκρατία της το 1958. Στοιχηματίζω ότι το πρότυπο του μοναχικού ηγέτη, που θυσιάζει όλα τα εγκόσμια για έναν ευγενή σκοπό, θα πρέπει να τον ενέπνευσε από τότε.
Στη Νομική, όπου πετύχαμε και οι δύο το 1967, τον θυμάμαι να κατσαδιάζει κάποιους συμφοιτητές μας, που επιπόλαια είχαν δεχτεί να διοριστούν στη διοίκηση της «Θέμιδoς». Η απάντηση ενός από αυτούς (μετέπειτα αρχισυνδικαλιστή της Δεξιάς στον ΔΣΑ) τον είχε εκνευρίσει όσο δεν λέγεται: «Μα εσύ μεγάλωσες με χρυσά κουτάλια στο Κολωνάκι. Εγώ, πώς θα γίνω κάτι;».
Γόνος παλιάς οικογένειας αγωνιστών της Αιτωλοακαρνανίας, μεγαλωμένος ανάμεσα σε σπαθιά, πιστόλες, πίνακες και άπειρα άλλα κειμήλια ενός «ηρωικού» παρελθόντος σε ένα διαμέρισμα της Πατριάρχου Ιωακείμ, θαύμαζε τον πατέρα του, πολιτευτή της ΕΡΕ, τον οποίο, όπως έλεγε, η χούντα ήταν εκείνη που κατέστρεψε στις 21 Απριλίου. Γιατί τον Μάιο του 1967 ήταν βέβαιος ότι θα εκλεγεί. Τίμιος άνθρωπος, ταλαιπωρημένος από την Αριστερά κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μερικοί συνοδοιπόροι του από τα χρόνια της Κατοχής, άλλοι στελέχη της ΠΕΑΝ και άλλοι του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, είχαν δεχτεί τώρα, υπουργοποιούμενοι, να υπηρετήσουν τους «άξεστους» χουντικούς.
Στο έτος μας, ο Πέτρος διακρίθηκε πολύ γρήγορα με το νομικό μυαλό και την παρρησία του. Ο Ιωάννης Σόντης –το «επιτελικό» μυαλό της Σχολής μας εκείνα τα χρόνια, στον οποίο τόσο πολλά οφείλουμε δυο τουλάχιστον γενιές καθηγητών– τον ξεχώρισε με τον Τάκη Παπανικολάου, τον μετέπειτα καθηγητή του Αστικού, προσφέροντάς του υποτροφία για τη διάσημη Νομική του Μονάχου. Από εκεί και πέρα ο δρόμος της ανόδου θα ήταν γι’ αυτόν ολάνοιχτος. Τότε άρχισε να μαθαίνει και γερμανικά. Η κακή υγεία της μητέρας του και ο θάνατος του πατέρα του, το 1973, δεν τον άφησαν να κάνει το μεγάλο ταξίδι τότε. Μεγάλα οικογενειακά χρέη και μια ατέλειωτη κτηματική αντιδικία στο Αγρίνιο –που δεν πήγε τελικά καλά– δεν του άφηναν άλλα περιθώρια από τη μαχόμενη δικηγορία.
Ετσι, προτού καλά καλά συμπληρώσει τα τριάντα, ανέλαβε τις αστικές υποθέσεις του γραφείου Λυκουρέζου. Αυτές τον απορρόφησαν τελείως. Κάποια στιγμή θέλησε να συνεχίσει μόνος. Τότε ήταν που αποκάλυψε, με το χαρακτηριστικό πείσμα του, την υπόθεση του «γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού», η οποία, όχι μόνο δεν τον δικαίωσε στους κύκλους της Νέας Δημοκρατίας, αλλά παρ’ ολίγον να του κοστίσει ακριβά: είχε ανακαλύψει ότι αυτοί που κυρίως επωφελήθηκαν από το μεγάλο εκείνο σκάνδαλο, δεν ήταν οι Πασόκοι, όπως όλοι νόμιζαν, αλλά κάποιοι προσκείμενοι στη Ν.Δ.
Να ήταν η απογοήτευση αυτή που τον έσπρωξε προς τα παλιά ή μήπως η όψιμη συνειδητοποίηση μιας κρυφής φλέβας; Στράφηκε έτσι προς την Ιστορία και μάλιστα όχι όποια κι όποια, αλλά προς τις περιπέτειες της δεκαετίας του 1940. Μια «μυθική» προσωπικότητα για τη γενιά του πατέρα του, ο Κίτσος Μαλτέζος, που τον είχε δολοφονήσει η ΟΠΛΑ επί Κατοχής στο κέντρο της Αθήνας, τράβηξε τότε την προσοχή του.
Ηρωας της «Ρίζας του μύθου» του Ρόδη Ρούφου και της «Τειχομαχίας» του Θεόφιλου Φραγκόπουλου, ο Μαλτέζος, είχε κι αυτός αποφοιτήσει το 1940 από το «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον» – όπως ονομαζόταν τότε η Σχολή Παναγιωτοπούλου. Προτού αναδειχθεί σε ηγέτη των δεξιών φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, δεν είχε απλώς «περάσει», αλλά διαπρέψει στον χώρο της Αριστεράς, στην οποία εντάχθηκε πρώτα. Δεινός ρήτορας, μαγνήτιζε το ακροατήριό του και είχε τεράστιες επιτυχίες στο άλλο φύλο.
Τον ερωτεύτηκαν τότε μερικές από τις γοητευτικότερες Αθηναίες της εποχής. Το ενδιαφέρον είναι ότι, για τη συγγραφή του βιβλίου του –που ήδη κυκλοφορεί σε β΄ έκδοση από τις εκδόσεις της «Εστίας»– ο Μακρής πέρασε άπειρες ώρες στα ΑΣΚΙ, τα αρχεία του ΚΚΕ (εσωτερικού), όπου τον βοήθησαν συναγωνιστές του Μαλτέζου από τον χώρο κυρίως της Αριστεράς (Αλέξανδρος Αργυρίου, Κώστας Φιλίνης, Γρηγόρης Φαράκος και άλλοι). Πρόκειται για ένα βιβλίο υποδειγματικό, καλογραμμένο, χωρίς εμπάθεια και με πολύτιμες πληροφορίες, το οποίο θα μπορούσε να είχε υποστηριχθεί ως διδακτορική διατριβή στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Καρπός πολύχρονης και ακόμη συστηματικότερης προσπάθειας ήταν το δεύτερο βιβλίο του Μακρή, ο «Αγγλος πρόξενος». Σε αυτό καταπιάνεται από άλλη σκοπιά με την ιστορία της Κατοχής, έχοντας αυτή τη φορά ως επίκεντρο τη δράση των μυστικών υπηρεσιών των συμμάχων, κυρίως των Βρετανών, στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Οπως ακριβώς είχε συμβεί και με τη βιογραφία του Μαλτέζου, η δουλειά του Μακρή παρασέρνει τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα μιας εποχής μοναδικής, όχι μόνο για τους ηρωισμούς, αλλά και για τις αθλιότητές της. Και αυτό, χωρίς να ενδίδει σε «προερμηνευτικές» επιλογές, ιδεολογικές ή άλλες. Μόνο στον πρόλογο και τον επίλογο ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει για τις «προκαταλήψεις» του, κάτι που θα ήταν γελοίο να μην του αναγνωρίσει κανείς ως αυτονόητο δικαίωμά του. Ακόμη μέμφομαι τον εαυτό μου που, σε μια βιβλιοκρισία που δημοσίευσα όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, πείραξα δημόσια τον Πέτρο γι’ αυτή την «ομολογία» του. Του θύμισα τότε ένα περιστατικό των φοιτητικών μας χρόνων, χωρίς να φανταστώ πόσο πολύ θα τον πλήγωνα.
Ευφυής, πεισματάρης, αλύγιστος σε ζητήματα ηθικής, ο Πέτρος Μακρής – Στάικος τράβηξε από μικρός τον δικό του δρόμο. Το έκανε, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που αυτό θα είχε, προπάντων για τον ίδιο του τον εαυτό, είτε επρόκειτο για το επαγγελματικό πεδίο είτε για το καθαρά προσωπικό. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι πέθανε πάμπτωχος, χωρίς οικογένεια, μόνος με τα γραπτά του. Ενα ιδιαίτερο είδος ανθρώπου μιας άλλης εποχής.
*Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.