Η επικείμενη μετάβαση από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο και σε συνθήκες που ευνοούν την πιο εύκολη διασπορά του ιού στην κοινότητα αλλά και η ανάδυση και επικράτηση του στελέχους «Δέλτα» του SARS-CoV-2 ακόμα και σε χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη έχουν φέρει σε πρώτο επίπεδο τη συζήτηση για τη χορήγηση μιας τρίτης ενισχυτικής δόσης των εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2. Χώρες όπως το Ισραήλ, η Γερμανία, η Γαλλία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Κίνα και η Ρωσία έχουν ήδη ξεκινήσει ή θα ξεκινήσουν τη χορήγηση τρίτης αναμνηστικής δόσης σε εμβολιασμένους.
Στην Ελλάδα, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών προς το παρόν δεν φαίνεται να εξετάζει το ενδεχόμενο χορήγησης τρίτης ενισχυτικής δόσης στους εμβολιασμένους του γενικού πληθυσμού, αφού τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν στηρίζουν την ανάγκη μιας τέτοιας παρέμβασης. Οπως άλλωστε ανέφερε και η πρόεδρος της Επιτροπής Μαρία Θεοδωρίδου, «ο εμβολιασμός όλων με δύο δόσεις εμβολίου παραμένει και με την παραλλαγή “Δέλτα” ισχυρή ασπίδα προστασίας και αποτελεί την προτεραιότητα του εμβολιαστικού προγράμματος “Ελευθερία”». Μάλιστα, η ίδια υπενθύμισε και το ηθικό θέμα που έθεσε στις αρχές του μήνα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο οποίος ζήτησε ένα «μορατόριουμ» δύο μηνών σχετικά με τη χορήγηση της τρίτης δόσης, ώστε να εμβολιαστεί το 10% των πολιτών των χωρών με χαμηλό εισόδημα, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν και αυτές την πανδημία.
Αντίθετα, όλα προεξοφλούν ότι θα γνωμοδοτήσει υπέρ της χορήγησης μιας ενισχυτικής δόσης σε ειδικές ομάδες ασθενών, στις οποίες μελέτες έχουν δείξει ότι το επίπεδο των αντισωμάτων μειώνεται σημαντικά έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό τους και οι οποίες κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από νόσηση από την COVID-19 παρότι έχουν κάνει το εμβόλιο. Αυτές είναι κυρίως οι μεταμοσχευμένοι και οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς είτε λόγω της ίδιας της νόσου τους είτε λόγω της αγωγής που λαμβάνουν.
Οι ιατροί της θεραπευτικής κλινικής της ιατρικής σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος, συνοψίζουν σχετική πρόσφατη δημοσίευση στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Nature, η οποία θέτει και απαντάει σε πέντε σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη χορήγηση ενισχυτικής δόσης του εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2.
1. Ποιο είναι το όφελος από τη χορήγηση επιπλέον δόσης εμβολίου έναντι του SARS-CoV-2;
Η χορήγηση μιας τρίτης δόσης σε ήδη εμβολιασμένους μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη και ισχυρότερη ανοσιακή απάντηση έναντι του SARS-CoV-2. Εχουν αρχίσει και δημοσιεύονται τα αποτελέσματα μελετών που επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτό. Τρίτες δόσεις εμβολίων που αναπτύχθηκαν από τις εταιρείες Moderna, Pfizer-BioNTech, Oxford-AstraZeneca και Sinovac οδήγησαν σε αύξηση στα επίπεδα των «εξουδετερωτικών» αντισωμάτων που καταπολεμούν τον SARS-CoV-2, όταν χορηγήθηκαν αρκετούς μήνες μετά τη δεύτερη δόση.
2. Φθίνει η ανοσία από τα εμβόλια;
Για να καθοριστεί το επίπεδο ανοσίας συνήθως εξετάζονται οι τίτλοι ή αλλιώς τα επίπεδα αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό. Αυτά συνήθως αυξάνονται μαζί με την αύξηση των Β λεμφοκυττάρων και στη συνέχεια μειώνονται, καθώς τα κύτταρα αυτά έχουν μικρό χρόνο ημίσειας ζωής και μειώνονται. Τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης και τα πλασματοκύτταρα του μυελού των οστών συνεχίζουν να δημιουργούν αντισώματα για δεκαετίες, αλλά σε μειωμένα επίπεδα. Αυτή είναι η φυσική πορεία της ανοσίας. Από τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με την ανοσία μετά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 γνωρίζουμε ότι τα επίπεδα αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό μειώνονται με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, αυτό που δεν έχει καθοριστεί σαφώς και αποτελεί αντικείμενο εντατικής επιστημονικής έρευνας είναι η συσχέτιση της μείωσης των αντισωμάτων με την προστασία απέναντι στη μόλυνση από SARS-CoV-2 και στη σοβαρή νόσο COVID-19.
3. Προλαμβάνει ο εμβολιασμός τη λοίμωξη COVID-19 ακόμα και μετά την πάροδο αρκετών μηνών;
Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας του Ισραήλ, μιας χώρας με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης παγκοσμίως, τα αδρά δεδομένα δείχνουν μια πτώση ως προς την προστασία που παρέχει το εμβόλιο από άνω του 90% στις αρχές του εμβολιαστικού προγράμματος σε κάτω του 50% στα τέλη Ιουνίου. Αυτό μπορεί να οφείλεται τόσο στην επικράτηση του στελέχους «Δέλτα» όσο και στην άρση των περιοριστικών μέτρων αποτροπής της μετάδοσης του SARS-CoV-2. Μια άλλη ανάλυση στο Ισραήλ έδειξε ότι όσοι είχαν εμβολιαστεί τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο 2021 είχαν κατά 51% μεγαλύτερη πιθανότητα να μολυνθούν από τον SARS-CoV-2 συγκριτικά με όσους είχαν εμβολιαστεί τον Μάρτιο και τον Απρίλιο 2021. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι αυτά τα στοιχεία έχουν περιορισμούς ως προς την επίδραση διαφόρων συγχυτικών παραγόντων, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι οι υγειονομικοί που εμβολιάστηκαν κατά προτεραιότητα τον Ιανουάριο 2021 έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εκτεθούν στον SARS-CoV-2 και μπορούν ευκολότερα και συχνότερα να πραγματοποιήσουν διαγνωστικό έλεγχο. Τα δεδομένα από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου των Pfizer-BioNTech έχει μειωθεί από το 96% στο 84% έπειτα από έξι μήνες. Αντίστοιχα δεδομένα για το εμβόλιο της Moderna δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου έχει μειωθεί σε «άνω του 90%» από το αρχικό «άνω του 94%».
4. Προστατεύουν τα εμβόλια από σοβαρή λοίμωξη COVID-19;
Τα δεδομένα των κλινικών δοκιμών δείχνουν ότι η προστασία από σοβαρή νόσο COVID-19 παραμένει υψηλή. Τα εμβόλια mRNA δείχνουν εμμένουσα αποτελεσματικότητα ως προς τη σοβαρή λοίμωξη COVID-19 σε επίπεδα άνω του 90% στους έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού. Επιπλέον, δεδομένα από το Ισραήλ και το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνουν επίσης ότι τα εμβόλια είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά και οι εμβολιασμένοι που νοσούν με COVID-19 παραμένουν εκτός νοσοκομείου, ακόμα και έχουν μολυνθεί από το στέλεχος «Δέλτα».
5. Ποιοι άλλοι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την απόφαση για χορήγηση ενισχυτικών δόσεων εμβολίων COVID-19;
H έλευση του νέου κύματος της πανδημίας με την επικράτηση του στελέχους «Δέλτα» σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο ασκεί μια επιπλέον πίεση στις ρυθμιστικές αρχές. Παρά τα περιορισμένα δεδομένα που είναι διαθέσιμα, είναι πολύ πιθανόν οι ρυθμιστικές αρχές να δράσουν βασιζόμενες στον ρόλο της πρόληψης και να εγκρίνουν αναμνηστικές δόσεις εμβολίων τουλάχιστον για τις πληθυσμιακές ομάδες υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσο COVID-19, με δεδομένο ότι ο κίνδυνος των ανεπιθύμητων ενεργειών από τον εμβολιασμό συνεχίζει να είναι μικρός και διαχειρίσιμος.