«Οι ελληνικές θάλασσες δεν είναι ευτροφικές»

«Οι ελληνικές θάλασσες δεν είναι ευτροφικές»

Δύο καθηγητές εξηγούν στην «Κ» γιατί παρατηρείται έξαρση του φαινομένου της βλέννας, το οποίο όμως είναι παροδικό

6' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι κάτι που δεν είχε συμβεί για πολλά χρόνια. Επισκέπτες στο κεντρικό και βόρειο Αιγαίο ήρθαν φέτος αντιμέτωποι με το φαινόμενο του ευτροφισμού, τη γνωστή –ακίνδυνη αλλά ενοχλητική– βλέννα. Το φαινόμενο του ευτροφισμού καταγράφηκε σε πολλές περιοχές, ξεκινώντας από τις αρχές του καλοκαιριού στη Λήμνο και μετά σε ευρεία ζώνη που έφθανε από τη Λέσβο έως τη Χαλκιδική και την Αλόννησο, χωρίς ωστόσο να δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα. Οι επιστήμονες εκτιμούν πως πρόκειται για κάτι παροδικό, που κατά βάσιν οφείλεται στην ακραία ανάπτυξή του φέτος στη Θάλασσα του Μαρμαρά.

«Γενικά οι ελληνικές θάλασσες δεν είναι ευτροφικές, είναι καθαρές», λέει στην «Κ» ο Γιώργος Τσιρτσής, καθηγητής στο Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, που ασχολήθηκε με την καταγραφή του φαινομένου φέτος στη Λήμνο. «Η ανατολική Μεσόγειος είναι γενικά ολιγοτροφική και φαινόμενα ευτροφισμού παρατηρούμε στη χώρα μας μόνο σε κάποιους κλειστούς κόλπους όπως ο Θερμαϊκός και σε λιμάνια, αλλά όχι σε μεγάλη ένταση. Κατά κανόνα, το φαινόμενο παρατηρείται στο βόρειο Αιγαίο την άνοιξη, συνήθως τον Απρίλιο, γιατί είναι πιο ευτροφική από το νότιο εξαιτίας των πολλών μεγάλων ποταμών που χύνονται στη θάλασσα. Το αντιλαμβάνονται πρώτοι οι αλιείς, γιατί η βλέννα αυτή κολλάει στα δίχτυα τους και τα βαραίνει, οπότε μειώνει την ψαριά τους».

«Οι ελληνικές θάλασσες δεν είναι ευτροφικές»-1
Φαινόμενα υπερπληθυσμού των μεδουσών παρατηρούνται κάθε 8 με 12 χρόνια, κάνοντας έναν φυσικό κύκλο. Φωτ. SHUTTERSTOCK

Πού οφείλεται, λοιπόν, η φετινή έξαρση; «Φέτος το φαινόμενο ήταν πιο έντονο, σίγουρα όμως επηρεάστηκε από τη Θάλασσα του Μαρμαρά που μέσω των Δαρδανελλίων καταλήγει στο βόρειο Αιγαίο», εκτιμά ο κ. Τσιρτσής. «Στον Μαρμαρά ήταν φέτος ένα ακραίο φαινόμενο, που είχε να συμβεί από το 2007. Κυρίως οφείλεται στις ουσίες που καταλήγουν από τη στεριά στη θάλασσα. Το φυτοπλαγκτόν είναι και αυτό ένα είδος φυτού και λειτουργεί όπως, λ.χ., τα φυτά που έχουμε στο μπαλκόνι μας. Αν του δώσεις λίπασμα, τότε αυτό θα “φουντώσει”. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το “λίπασμα” είναι το άζωτο και ο φώσφορος που διοχετεύονται στη θάλασσα είτε μέσω ανεπεξέργαστων αστικών λυμάτων ή μέσω των λιπασμάτων από αγροτικές περιοχές που “ξεπλένουν” τα ποτάμια στη θάλασσα. Δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο αυτό που συνέβη, οφείλεται στο “τάισμα” της θάλασσας με αυτές τις ουσίες σε μεγάλες ποσότητες».

Την ίδια άποψη έχει και ο Διονύσης Ραΐτσος, επίκουρος καθηγητής Θαλάσσιας Βιολογίας στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Το φυτοπλαγκτόν είναι μικροσκοπικά φύκια, που όπως τα φυτά της στεριάς χρειάζονται ήλιο και θρεπτικά συστατικά. Οταν έχουμε μια πολύ ζεστή χρονιά, λόγω της θερμικής στρωμάτωσης της θάλασσας δεν ανεβαίνουν από τον πυθμένα τα θρεπτικά συστατικά, επομένως δεν μπορεί να αναζητηθεί εκεί η αύξηση του φυτοπλαγκτόν στην επιφάνεια», εκτιμά. «Αυτό που άλλαξε φέτος ήταν οι ποσότητες των θρεπτικών συστατικών που έπεσαν στη Θάλασσα του Μαρμαρά, ιδίως τα αστικά λύματα. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν κατασκευαστεί η Ψυττάλεια και ο Σαρωνικός είχε πρόβλημα ευτροφισμού ανά κάποιες περιόδους».

Οπως καταλήγουν οι επιστήμονες, αυτό που συνάντησαν φέτος οι επισκέπτες σε πολλά νησιά είναι… «Made in Turkey». «Θα το εξηγήσω ως εξής: Αν βυθίζαμε ένα σκάφος γεμάτο με πλαστικές μπάλες στο βόρειο Αιγαίο, θα βλέπαμε πώς τις επόμενες ημέρες αυτές θα έφθαναν στις Σποράδες, στη Χαλκιδική, στη Λέσβο κ.ο.κ.», λέει ο κ. Ραΐτσος. 

«Οφείλεται στην υδροδυναμική κυκλοφορία, στα θαλάσσια ρεύματα του βόρειου Αιγαίου. Πιστεύω ότι οι τοπικές συνθήκες στις ελληνικές θάλασσες δεν είναι τέτοιες που να ευνοήσουν το φαινόμενο σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Το αν συντηρείται για κάποιες ημέρες και δεν διαλύεται αμέσως οφείλεται στο ότι η βλέννα μεταφέρει και κάποια θρεπτικά συστατικά που συντηρούν το φυτοπλαγκτόν, αυτό είναι φυσικό. Συνήθως, όμως, το φαινόμενο δεν διαρκεί περισσότερο από μερικές ημέρες».

«Για να μην τρομοκρατήσουμε τον κόσμο, να πούμε ότι καταστάσεις όπως αυτές στον Μαρμαρά δεν θα δούμε στις ελληνικές θάλασσες», τονίζει ο κ. Τσιρτσής. «Αυτές οι καταστάσεις δημιουργούνται μόνο σε κλειστές θάλασσες υπό πολύ ειδικές συνθήκες. Στην Ελλάδα και βιολογικοί καθαρισμοί υπάρχουν και η ποιότητα των ποταμών παρακολουθείται λόγω της κοινοτικής νομοθεσίας. Επίσης η βλέννα δεν είναι επικίνδυνη. Δεν είναι τίποτε άλλο από κάποιους μικροοργανισμούς, δεν θα πάθει κανείς κάτι αν το ακουμπήσει ή κατά λάθος το καταπιεί. Ετσι κι αλλιώς, όταν ανοίγουμε το στόμα μας στη θάλασσα… καταπίνουμε φυτοπλαγκτόν, απλώς δεν το βλέπουμε. Σίγουρα δεν είναι ωραίο αισθητικά, ούτε ευχάριστο να το πετύχει κανείς στις διακοπές του, συνήθως όμως μετά 2-3 ημέρες εξαφανίζεται. Είναι ένα φυσικό υλικό που το διαλύουν άλλοι μικροοργανισμοί της θάλασσας».

Η αύξηση του πληθυσμού των «εισβολέων» και οι επιπτώσεις  

Αυξητικές τάσεις στους πληθυσμούς του λαγοκέφαλου και του λεοντόψαρου καταγράφουν τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες. Πρόκειται για τα δύο κυριότερα είδη-εισβολείς στις ελληνικές θάλασσες, ο πολλαπλασιασμός των οποίων απειλεί να διαταράξει την ισορροπία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Ειδικά για τον λαγοκέφαλο, η δυσκολία περιορισμού του είναι μεγαλύτερη, καθώς «αποφεύγει» την αλίευση ενώ δεν είναι βρώσιμο.
Η εισβολή των ξενικών ειδών στις ελληνικές θάλασσες άρχισε να καταγράφεται περίπου πριν από μία δεκαετία. Εκτοτε πολλά επιστημονικά ινστιτούτα, όπως το Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), έχουν ασχοληθεί επισταμένως τόσο με την παρακολούθηση της εξάπλωσής τους όσο και με την ανάπτυξη μεθόδων για τον περιορισμό τους. 

Μέσω των προγραμμάτων αυτών σήμερα εκτιμάται πως ο λαγοκέφαλος βρίσκεται σε όλες τις ελληνικές θάλασσες, με μεγάλους πληθυσμούς στην Κρήτη, στα νότια Δωδεκάνησα και στη νότια Πελοπόννησο, ενώ έχει αναφερθεί η παρουσία του και στο βόρειο Αιγαίο και στο Ιόνιο.

Ενα από τα βασικά προβλήματα με τον λαγοκέφαλο είναι η δυσκολία αλίευσής του. Οπως ανέφερε στην «Κ» η Νότα Περιστεράκη, βιολόγος – ιχθυολόγος στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων στο Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) στην Κρήτη (βλ. «Κ» 4.8.2021), οι λαγοκέφαλοι «έχουν πολύ ισχυρά σαγόνια και κόβουν τα δίχτυα και τα παραγάδια. Σε αναλύσεις που πραγματοποιήσαμε στο στομάχι λαγοκέφαλων βρήκαμε ολόκληρα κομμάτια από δίχτυα, αγκίστρια κ.λπ. Αρα η εικόνα που εμείς αποκτούμε μέσω της οργανωμένης αλιείας είναι περιορισμένη. 

Από την άλλη πλευρά, καταγράφουμε την επίπτωση του λαγοκέφαλου στην αλιεία, ιδίως την ερασιτεχνική: δεν είναι μόνο οι ζημιές σε αλιευτικά εργαλεία, αλλά και στα ίδια τα αλιεύματα, αφού οι λαγοκέφαλοι τρώνε τα ψάρια που εγκλωβίζονται μαζί τους στα δίχτυα (το καταλαβαίνουμε γιατί έχουν ένα πολύ χαρακτηριστικό τριγωνικό φάγωμα, που θυμίζει ράμφος) πριν διαφύγουν από αυτά».

Οσον αφορά το λεοντόψαρο, οι επιστήμονες καταγράφουν σοβαρή αύξηση πληθυσμού. Ωστόσο, παρότι το λεοντόψαρο συνήθως ζει σε βραχώδη υποστρώματα, αλιεύεται πολύ με δίχτυα και είναι βρώσιμο (το δηλητήριό του βρίσκεται στα αγκάθια του, άρα το βασικό πρόβλημα είναι… στο καθάρισμα). Ως αποτέλεσμα, τα τελευταία χρόνια τόσο ερευνητικοί φορείς όσο και μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν ασχοληθεί με την προώθηση της κατανάλωσής του.

Ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus) και το λεοντόψαρο (Pterois spp) εισέβαλαν στα νερά της Μεσογείου από το Κανάλι του Σουέζ και η εξάπλωσή τους έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις σε πολλές περιοχές της ανατολικής Μεσογείου (ακτές της Λεβαντίνης, Κύπρος, νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ν. Ιόνιο) με σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη βιοποικιλότητα και στο θαλάσσιο περιβάλλον όσο και στις τοπικές αλιείες.

Γενικά, σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση iSea, που έχει ασχοληθεί εκτενώς με το πρόβλημα των ξενικών ειδών, η Μεσόγειος αντιμετωπίζει σοβαρό ζήτημα την τελευταία δεκαετία καθώς έχουν καταγραφεί στα νερά της περισσότερα από 1.000 θαλάσσια ξενικά είδη. Η Ελλάδα θεωρείται από τις χώρες που έχουν επηρεαστεί περισσότερο, καθώς περί τα 300 είδη-εισβολείς έχουν καταγραφεί σε ελληνικές θάλασσες. 

«Οι ελληνικές θάλασσες δεν είναι ευτροφικές»-2
Φωτ. SHUTTERSTOCK

 

«Οι ελληνικές θάλασσες δεν είναι ευτροφικές»-3
Το λεοντόψαρο (επάνω) συνήθως ζει σε βραχώδη υποστρώματα, αλιεύεται πολύ με δίχτυα και είναι βρώσιμο, σε αντίθεση με τον λαγοκέφαλο (κάτω). Φωτ. SHUTTERSTOCK

 

Στην ευρωπαϊκή ατζέντα

Το ζήτημα έχει ανέβει τα τελευταία χρόνια και στην ευρωπαϊκή ατζέντα, με την Ε.Ε. να δαπανά περισσότερα από 12,5 δισ. ευρώ ετησίως προκειμένου να αντιμετωπίσει τα χωροκατακτητικά είδη φυτών και ζώων. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη θεσπίσει μέτρα για την παρακολούθηση και τον περιορισμό τους όπως οφείλει βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας και βρίσκεται πλέον ένα βήμα πριν από την παραπομπή στο Ευρωδικαστήριο. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή