Οι πολιτικοί πρόσφυγες επιστρέφουν στην πατρίδα

Οι πολιτικοί πρόσφυγες επιστρέφουν στην πατρίδα

Μετά τρεις δεκαετίες στην υπερορία

6' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949) υπήρξε μία από τις πιο δραματικές σελίδες της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Στη διάρκειά του οι παραδοσιακές ελληνικές αστικές πολιτικές δυνάμεις συγκρούσθηκαν σφοδρά με το Κομμουνιστικό Κόμμα για τον πολιτικό έλεγχο της Ελλάδας. 

Η ήττα του ΔΣΕ στα πεδία των μαχών οδήγησε 100.000 ανθρώπους να αποχωρήσουν από την Ελλάδα και να μεταβούν στις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, όπου παρέμειναν για περίπου τρεις δεκαετίες. Αν και δεν ήταν όλοι τους μέλη του ΚΚΕ ή αντάρτες του ΔΣΕ, το ελληνικό κράτος τούς στέρησε την ιθαγένεια και ως εκ τούτου κατά την παραμονή τους στην υπερορία, όπως ονομάστηκε η τεράστια «προσφυγοχώρα» στην οποία αναγκαστικά διέμεναν, αποτελούσαν άτομα χωρίς υπηκοότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε το ΚΚΕ, το 1950, η κατανομή των προσφύγων είχε ως εξής: Σοβιετική Ενωση 11.980, Τσεχοσλοβακία 11.941, Πολωνία 11.458, Ρουμανία 9.100, Ουγγαρία 7.253, Βουλγαρία 3.021 και Ανατολική Γερμανία 1.128. Συνολικά 55.881 άτομα. Επισήμως από το ΚΚΕ δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία για τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Στην πρώτη εγκαταστάθηκαν περίπου 20.000 πρόσφυγες, κυρίως σλαβόφωνοι. Στη δεύτερη, λόγω της επιμονής του Ενβέρ Χότζα να μη μείνουν αντάρτες του ΚΚΕ στο έδαφος της χώρας του, παρέμειναν λίγες εκατοντάδες άνθρωποι.

Οι πολιτικοί πρόσφυγες επιστρέφουν στην πατρίδα-1
Νεαροί πρόσφυγες μπροστά από το άγαλμα του Μπελογιάννη στη Φλωρίκα της Ρουμανίας. Φωτ. ΑΡΧΕΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΤΕΛΑΚΗ

Από τη μια μέρα στην άλλη, οι Ελληνες φυγάδες, κατά την περίοδο 1948-1950, βρέθηκαν σε έναν νέο και άγνωστο κόσμο, με διαφορετικό πολιτικό σύστημα, γλώσσα, συνήθειες, κλιματολογικές συνθήκες, κοινωνικούς κανόνες.

Οι πρόσφυγες πίστευαν, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ηγετών τους, ότι η κατάστασή τους αποτελούσε μια προσωρινή παραμονή και ότι έπειτα από ένα σύντομο χρονικό διάστημα θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.

Επαναπατρισμοί μετά τον Εμφύλιο

Ο επαναπατρισμός ήταν ένα από τα θέματα που απασχόλησαν τους πρόσφυγες αμέσως με την άφιξή τους στις χώρες υποδοχής. Κατ’ αρχάς γιατί μεταξύ των προσφύγων υπήρχαν και αρκετά άτομα των οποίων τα παιδιά ή οι γονείς είχαν παραμείνει στην Ελλάδα και τα οποία επιθυμούσαν διακαώς να επαναπατριστούν, παρά την αντίθετη άποψη των ηγετών του ΚΚΕ, οι οποίοι επιδίωκαν έναν συνολικό επαναπατρισμό.

Τα χρόνια περνούσαν και ο επαναπατρισμός γινόταν πιεστικό πρόβλημα όλο και πιο δύσκολο να επιλυθεί, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στις οικογένειες των προσφύγων. Τελικά, έπειτα από έντονες προσπάθειες, το 1954, πραγματοποιήθηκε το πρώτο κύμα επαναπατρισμού υπό την προστασία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, σε συνεργασία με τις αρμόδιες κρατικές αρχές διαφόρων χωρών που ενέκριναν αυτόν τον επαναπατρισμό. Με μεγάλη χαρά περίπου 1.300 άτομα από την Ουγγαρία, 922 από τη Ρουμανία και 747 από την Τσεχοσλοβακία επέστρεψαν στα πάτρια εδάφη έπειτα από 5-6 χρόνια αναγκαστικής προσφυγιάς.

Οι πολιτικοί πρόσφυγες επιστρέφουν στην πατρίδα-2
Ευτυχής πατέρας υποδέχεται τον γιο του που πιθανότατα έχει επιστρέψει από τη Γιουγκοσλαβία. Φωτ. ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Το πρόβλημα του επαναπατρισμού, εξαιτίας της πίεσης που ασκούσαν συνεχώς οι πρόσφυγες, άρχισε να απασχολεί όλο και πιο σοβαρά τους Ελληνες κομμουνιστές ηγέτες, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους ατομικούς επαναπατρισμούς. Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 και την αποπομπή του Ζαχαριάδη το 1956, τα πράγματα έδειξαν πως άνοιξε ο δρόμος για να επιταχυνθεί η λύση του ζητήματος, το οποίο ετέθη επίσημα στην 7η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο του 1957. Ο νέος ηγέτης του κόμματος Κώστας Κολιγιάννης στην εισήγηση ζήτησε την «ελεύθερη και χωρίς όρους επιστροφή στην πατρίδα όλων των πολιτικών εξόριστων που από το 1949 βρίσκονται στο εξωτερικό, στις Λαϊκές Δημοκρατίες και στη Σοβιετική Ενωση».

Σε όλες τις χώρες υποδοχής ιδρύθηκαν επιτροπές επαναπατρισμού. Υπήρξαν διαφορετικές προσεγγίσεις για το ζήτημα. Η ηγεσία του κόμματος ήθελε τον ελεγχόμενο επαναπατρισμό, δηλαδή να επιστρέψουν όλοι με την κομματική καθοδήγηση επικεφαλής. Φυσικά, έναν τέτοιο ομαδικό επαναπατρισμό ήταν αδιανόητο να τον δεχτούν οι κυβερνήσεις του μετεμφυλιακού κράτους. Οι επιτροπές, από την πλευρά τους, αποδέχονταν και τον ομαδικό και τον ατομικό επαναπατρισμό.

Οι πολιτικοί πρόσφυγες επιστρέφουν στην πατρίδα-3
Η είσοδος στο συγκρότημα «Ελεύθερη Ελλάδα» στην κωμόπολη Ράντεμποϊλ, κοντά στη Δρέσδη, στην Ανατολική Γερμανία. Φωτ. ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΜΠΟΝΤΙΛΑ

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1959, αντιπροσωπεία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Ρουμανία παρουσιάστηκε στον πρέσβη της Ελλάδας στο Βουκουρέστι, Αντώνη Πούμπουρα, και του ενεχείρισε ένα υπόμνημα με το οποίο ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να επιτρέψει τον επαναπατρισμό των προσφύγων. Ο πρέσβης δήλωσε ξεκάθαρα: «Θα επιστρέψουν μόνο εκείνοι τους οποίους εμείς θεωρούμε ότι δεν είναι επικίνδυνοι για την ασφάλεια του κράτους. Το κάθε άτομο που επιθυμεί να επιστρέψει θα ελεγχθεί από τα όργανά μας και αν εμείς διαπιστώσουμε ότι σκοπεύει να ζήσει ήσυχα και θα τηρεί τους νόμους της χώρας, θα το δεχτούμε». Παρ’ όλες τις δυσκολίες, οι επαναπατρισμοί συνεχίστηκαν ως εξής: 795 άτομα το 1957, 1.377 το 1958, 2.017 το 1959, 747 το 1960, 353 το 1961, 506 το 1962 και 627 άτομα το 1963.

Η νίκη της Ενωσης Κέντρου στις βουλευτικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 και της 16ης Φεβρουαρίου 1964 έβαλε τέρμα στην κυριαρχία των δεξιών κυβερνήσεων και γέννησε προσδοκίες ανάμεσα στους πολιτικούς πρόσφυγες πως πλησίαζε η ώρα της επιστροφής. Πραγματικά, η νέα κυβέρνηση ενέκρινε αμέσως τον επαναπατρισμό 1.311 ατόμων. Αλλά, όπως αποδείχθηκε σύντομα, στο ζήτημα αυτό πολλά πράγματα δεν άλλαξαν ούτε και επί της διακυβέρνησης 
Γεωργίου Παπανδρέου. Αντίθετα, συνεχίστηκε η ίδια πολιτική, δηλαδή η κατά περίπτωση αντιμετώπιση του κάθε ατόμου.

Η δικτατορία του 1967 διέκοψε τη ροή προς την Ελλάδα, αλλά, ακόμα και κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες, περίπου 1.000 άτομα κατόρθωσαν να επαναπατριστούν χάρη στους συγγενείς τους και στις επαφές τους στην Ελλάδα.

Μεταπολίτευση, ο δρόμος ανοίγει

Η πτώση της δικτατορίας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 ξαναζωντάνεψαν τις ελπίδες των περίπου 52.000 πολιτικών προσφύγων για γρήγορο επαναπατρισμό. Από το 1974 και μετά, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν προς τις πρεσβείες της Ελλάδας στις πρωτεύουσες των σοσιαλιστικών χωρών. Οι πρόσφυγες, ανεξάρτητα από αποστάσεις, ηλικίες, έξοδα και ταλαιπωρίες, έκαναν ατομικές αιτήσεις για τον επαναπατρισμό τους, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν από τους συγγενείς, όσοι είχαν, να ενεργήσουν στην Ελλάδα για να πάρουν όσο πιο γρήγορα την πολυπόθητη έγκριση. Η διαδικασία του επαναπατρισμού αποδείχθηκε δύσκολη και κυρίως ψυχοφθόρος. Πολλοί πρόσφυγες είχαν κατ’ επανάληψη κάνει αιτήσεις καθώς έπαιρναν αρνητικές απαντήσεις (οι απορριπτικές αιτήσεις έφερναν σαν αιτιολογικό το «εθνικό συμφέρον»), αλλά λόγω του πόθου του νόστου και της αγάπης προς την πατρίδα, προς το χωριό ή την πόλη όπου γεννήθηκαν, συνέχιζαν να επιμένουν.

Η ηγεσία του ΚΚΕ, είτε στην Ανατολική Ευρώπη είτε στην Ελλάδα, υπήρξε αρκετά επιφυλακτική έναντι της διαδικασίας αυτής και δεν υποστήριξε με θέρμη την προσπάθεια των πολιτικών προσφύγων για ατομικό επαναπατρισμό. Από την άλλη, ούτε και το ελληνικό κράτος ήταν προετοιμασμένο να υποδεχτεί τους πρόσφυγες. Συνεπώς, ο επαναπατρισμός αποτέλεσε μια οικογενειακή υπόθεση για τους πολιτικούς πρόσφυγες. Ωστόσο, στη στάση του ελληνικού κράτους υπήρχε μια μεγάλη διαφοροποίηση σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι αιτήσεις γίνονταν πάλι σε ατομική βάση, αλλά οι αριθμοί αυτών που εγκρίθηκαν μέσα σε έξι χρόνια ήταν ίδιοι με όσες είχαν εγκριθεί τα προηγούμενα είκοσι πέντε.

Οι πολιτικοί πρόσφυγες επιστρέφουν στην πατρίδα-4
Μάρτιος 1976. Ο συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης επιστρέφει στην Ελλάδα έπειτα από 18 χρόνια αναγκαστικής απουσίας. Φωτ. ΜΙΧΑΛΗΣ Ν. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, «ΕΛΛΑΔΑ, 20ός ΑΙΩΝΑΣ, ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ»

Ξεπερνώντας σταδιακά τις δυσκολίες, μέχρι το 1979 είχαν επαναπατριστεί 17.600 άτομα κι έτσι σιγά σιγά προχωρούσε η διαδικασία της επανένωσης των οικογενειών στην Ελλάδα, έπειτα από 30 χρόνια. Στην Ελλάδα οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα, όπως το θέμα της ιθαγένειας, της αναγνώρισης πτυχίων, του συνταξιοδοτικού και του περιουσιακού τους. Παρά τις δυσκολίες, η προσπάθεια ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία, που εν τω μεταξύ είχε εντελώς αλλάξει σε σχέση με αυτό που είχαν αφήσει, υπήρξε αξιοσημείωτη.

Τον Οκτώβριο του 1981, την πολιτική εξουσία ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, δίνοντας μεγάλες ελπίδες στους πρόσφυγες όσον αφορά τη γρήγορη και σωστή λύση του επαναπατρισμού τους. Πράγματι, στις 25 Δεκεμβρίου 1982, ο Ανδρέας Παπανδρέου εξήγγειλε ότι η κυβέρνησή του είχε αποφασίσει τον ελεύθερο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων και την απόδοση της ιθαγένειας σε όλους όσοι ήταν Ελληνες το γένος. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο αριθμός των πολιτικών προσφύγων ανερχόταν σε περίπου 35.000, κατανεμημένοι ως εξής: Τσεχοσλοβακία 8.000, Πολωνία 8.000, Σοβιετική Ενωση 7.000, Ουγγαρία 4.000, Βουλγαρία 4.000, Ρουμανία 3.500, Ανατολική Γερμανία 1.500. Αυτή η απόφαση της κυβέρνησης ικανοποίησε την πλειονότητα των πολιτικών προσφύγων. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα θα μπορούσαν να επαναπατριστούν οποτεδήποτε ήθελαν, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο νόμο.
 
* Ο κ. Απόστολος Πατελάκης είναι ιστορικός, συγγραφέας της μελέτης «Ο Εμφύλιος Πόλεμος και οι πολιτικοί πρόσφυγες στη Ρουμανία», εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή