Η 7η Οκτωβρίου 2020 δεν είναι μια τυχαία Τετάρτη στο ημερολόγιο, αλλά μια ημερομηνία σταθμός για τη δικαιοσύνη σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο. Η καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση, εκτός του πραγματικού της ποινής, ενέχει τεράστια συμβολική αξία για όλη την ανθρωπότητα. Το νεοναζιστικό αυτό μόρφωμα ισχυροποιήθηκε πολιτικά την περίοδο που η Ελλάδα μαστιζόταν από την αγριότητα της κρίσης. Ο λαϊκισμός της Χρυσής Αυγής εκμεταλλεύτηκε το γεγονός πως ο θυμωμένος λαός που βίωνε οικονομική απόγνωση ήθελε να τιμωρήσει το σύστημα. Όμως, το νεοναζιστικό κόμμα δεν ήταν το μόνο που είχε λαϊκίστικό λόγο, εκείνη την περίοδο. Εξάλλου, συμβαίνει ο λαϊκισμός εκτός της χυδαιότητας να εμφανίζεται και με σοφιστικέ μανδύα. Αυτό όμως που διαφοροποίησε τη Χρυσή Αυγή από τα υπόλοιπα κόμματα ακραίας τοποθέτησης ήταν το γεγονός της ρατσιστικής βίας. Ακριβώς αυτό το στοιχείο ήταν που ώθησε σαν μαγνήτης τους ψηφοφόρους κοντά της, όπως μας εξηγεί ο Ρεζινάλντ Μπλανσέ.
Για την ψυχανάλυση ο άνθρωπος δεν έχει εσωτερικευμένο το αίσθημα της ειρήνης, αντιθέτως, οι ορμές του ζητούν διακαώς απόλαυση. Για τον Φρόιντ, οι θεμελιώδεις ενορμήσεις είναι δύο· πρώτον, αυτή του Έρωτα και δεύτερον του Θανάτου, με απότοκα αυτής την τάση για την βιαιότητα. Αυτό που χαρακτηρίζει τις ορμές είναι ότι η ικανοποίησή τους δεν χωράει αναβολή. Π.χ. θέλω να κάνω σεξ, θέλω να σε χτυπήσω και δεν λογαριάζω το τίμημα αρκεί να ικανοποιηθώ. Παρατηρούμε λοιπόν ότι η βία στον άνθρωπο δεν είναι ξένη ως προς αυτόν, μια ανωμαλία της ομοιοστασίας του, αλλά έμφυτη. Προκειμένου να γίνουμε αποδεκτά μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας καλούμαστε να θυσιάσουμε τις ενορμήσεις σεξουαλικότητας και επιθετικότητας που εγγενώς φέρουμε. Ακριβώς όμως λόγω της φύσης του, ο άνθρωπος δεν δυσκολεύεται να ενδώσει σε «ευκαιρίες» που του επιτρέπουν να κατέβει σκαλιά στην πολιτισμική βαθμίδα. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, μια από αυτές τις ευκαιρίες είναι η συμμετοχή του σε μάζες, εν είδει αγέλης ζώων, όπου παλινδρομεί σε προγενέστερα στάδια εξέλιξης όπως αυτά του πρωτόγονου ή του παιδιού, όπου οι ορμές του είναι ακατέργαστες. Η μάζα προσφέρεται ως πεδίο εκτόνωσης της ανθρώπινης αχρειότητας και πίσω από την ανωνυμία που αυτή εξασφαλίζει κρύβει την ατομική ευθύνη για τη συμμετοχή σε εγκληματικές πράξεις. Ακριβώς η ψήφος υπέρ της Χρυσής Αυγής ικανοποίησε τις ενορμήσεις για ωμή βία, την οποία το φασιστικό κόμμα αφειδώς προσέφερε. Ιδού, το κίνητρο! Ο φυσικός αυτουργός στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν αυτός που έμπηξε το μαχαίρι, οι ηθικοί αυτουργοί ήταν πολλοί. Ένας σκότωνε, πολλοί απολάμβαναν!
Στην εποχή μας παρατηρείται η έξαρση μια ξέφρενης απόλαυσης, σχεδόν αυτιστικής, που εξάρει τον ατομικισμό· αυτό ακριβώς είναι το άλλο όνομα του ρατσισμού. Ο Λακάν προέβλεψε την επάνοδο του ρατσισμού ήδη από το 1967. Για τον Λακάν, η ενόρμηση είναι μία· αυτή του θανάτου, με παράγωγο αυτής το μίσος. Ο Ερίκ Λοράν εξηγεί ότι τα αντικείμενα του ρατσισμού αλλάζουν καθώς τροποποιείται ο κοινωνικός δεσμός. Από τον αντισημιτικό παροξυσμό έχουμε μεταφερθεί στον αντιμεταναστευτικό. Οι υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής σχολίαζαν, «να ξεκουμπιστούν για να ξεβρωμίσει ο τόπος» ή «τα φαγητά τους μυρίζουν». Το ρατσιστικό μίσος ενσαρκώνει την απόρριψη του διαφορετικού που απειλεί να με καταργήσει. Για παράδειγμα, το διαφορετικό φύλο, χρώμα, κάλλος, η διαφορετική ντοπιολαλιά, τα οποία αποτελούν το είναι του κάθε ανθρώπου, εκλαμβάνονται ως απειλή. Η ρατσιστική βία χτυπάει την διαφορετικότητα του άλλου χαρίζοντας ικανοποίηση σε όλους όσους δεν την ανέχονται· αυτή ακριβώς είναι και η βάση των ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Κατ’ αντιστοιχία, είναι αδύνατον η ψυχανάλυση να ανθίσει σε δικτατορικά καθεστώτα, ακριβώς επειδή αποκλείει την ομογενοποίηση. Στην ψυχανάλυση στοχεύουμε να αναδείξουμε την υποκειμενικότητα κάθε ανθρώπου έναντι κάθε απόπειρας «κανονικοποίησης»· διαφορετικά «κινδυνεύουμε να είμαστε όλοι ανυπόφορα ίδιοι», όπως είπε και ο Λακάν. Για τη λακανική ψυχανάλυση, το ασυνείδητο παραμένει εκείνο με βάση το οποίο οι άνθρωποι θεμελιώνουν τις πράξεις τους προκαλώντας επιπτώσεις. Όσο αποσιωπούμε το ασυνείδητο τόσο τρέφουμε τις ενορμήσεις. Το ασυνείδητο εξαρτάται από έναν ακροατή που καλωσορίζει τη λεκτική ελευθερία. Όταν το ασυνείδητο εισακούγεται από τον αναλυτή, οι ενορμήσεις εκδραματίζονται και ο δρόμος για την φανέρωση της ενικής επιθυμίας διευκολύνεται. Με την τελευταία να λειτουργεί ως εχέγγυο της ξεχωριστής ανθρώπινης ύπαρξης, ορθώνεται ανάχωμα στην βαρβαρότητα ακριβώς επειδή η ζωή γίνεται πιο υποφερτή αλλά παράλληλα και ο συνάνθρωπός μας πιο ανεκτός. Υπό αυτό το πρίσμα, η ψυχανάλυση «εμβολιάζει» την Δημοκρατία και ο ψυχαναλυτής καθίσταται ο φύλακάς της.
*Η Ηρώ Ζουμποπούλου είναι ψυχαναλύτρια