Δύο μοντέλα αμερικανικής παρέμβασης

Δύο μοντέλα αμερικανικής παρέμβασης

Οι διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα, το 1947, και στο Αφγανιστάν, το 2001

7' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η χαοτική αποχώρηση των Δυτικών από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, τον Αύγουστο του 2021, έδειξε σε όλον τον κόσμο την ήττα της μόνης υπερδύναμης της υφηλίου από τους ισλαμιστές μαχητές. Επειτα από είκοσι χρόνια φιλόδοξης και κοστοβόρας επέμβασης, η Ουάσιγκτον εγκατέλειψε τη χώρα στα χέρια των Ταλιμπάν, τους οποίους είχε εκβάλει από την εξουσία σε δύο μόλις εβδομάδες το 2001. Ο πειρασμός της στρατιωτικής επέμβασης σε μακρινές και άγνωστες χώρες είναι ένα σχετικά νέο χαρακτηριστικό της αμερικανικής πολιτικής. Μέχρι το 1945 η ξενοφοβία και ο απομονωτισμός κυριαρχούσαν στις ΗΠΑ. Οι ρίζες του σύγχρονου επεμβατισμού βρίσκονται στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, όταν η επεκτατική συμπεριφορά των Σοβιετικών ανάγκασε την Ουάσιγκτον να αναπτύξει τη στρατηγική της ανάσχεσης του κομμουνισμού. Στο μεταξύ, η αμερικανική ιστορία έχει γεμίσει από προειδοποιήσεις εναντίον τέτοιων εγχειρημάτων.

Ηπια επέμβαση με το μεταπολεμικό Δόγμα Τρούμαν

Τον Μάρτιο 1947, μετά τη βρετανική απόφαση για τερματισμό της βοήθειας στην Ελλάδα και την Τουρκία, ο πρόεδρος Τρούμαν διακήρυξε την απόφαση των ΗΠΑ να υποστηρίξουν «τους ελεύθερους λαούς που αντιστέκονται στην υποταγή τους σε ένοπλες μειοψηφίες ή σε εξωτερικές πιέσεις», ώστε να «διαμορφώσουν τη μοίρα τους όπως αυτοί θέλουν». Αυτή η παγκόσμια στρατηγική θα αναπτυσσόταν «πρωτίστως μέσω οικονομικής βοήθειας, απαραίτητης για την οικονομική σταθερότητα και τις συγκροτημένες πολιτικές διαδικασίες». Η στρατιωτική υποστήριξη δεν αναφέρθηκε, αν και επίσης δεν αποκλείστηκε. Η πρώτη εφαρμογή της στρατηγικής αυτής έγινε στην Ελλάδα, όπου εξελισσόταν μια κομμουνιστική εξέγερση, και στην Τουρκία, που δεχόταν σοβιετικές πιέσεις για εδαφικές παραχωρήσεις. Λίγο αργότερα διευκρινίστηκε ότι αυτή η ανάσχεση δεν ήταν εφαρμόσιμη στην Κίνα, όπου οι κομμουνιστές του Μάο επικρατούσαν επί του εθνικιστικού καθεστώτος.

Υπό το Δόγμα Τρούμαν οι Αμερικανοί συμβούλευαν, αλλά δεν διοικούσαν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, και Αμερικανοί στρατιώτες δεν ενεπλάκησαν στις μάχες. Η μόνη αμερικανική απώλεια στον ελληνικό εμφύλιο ήταν ένας αξιωματικός που συνόδευε ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο, το οποίο καταρρίφθηκε από τους αντάρτες. Μάλιστα, η αποστολή χερσαίων δυνάμεων συζητήθηκε, αλλά απορρίφθηκε έπειτα από παρέμβαση του Τζορτζ Κέναν, αρχιτέκτονα της ανάσχεσης, ως μη αναγκαία. Παράλληλα, οι ελληνικοί θεσμοί λειτουργούσαν υπό μια νόμιμη και δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Το ΚΚΕ, πριν από τη θέση του εκτός νόμου τον Δεκέμβριο 1947, είχε μόνο του αποφασίσει να απόσχει από τις εκλογές του Μαρτίου 1946. Παρά την υπόσχεση για πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, η αμερικανική παρέμβαση επικεντρώθηκε κυρίως στην εθνική ασφάλεια και σε προγράμματα ανάπτυξης σχετικά με την αντιμετώπιση της εξέγερσης. Η αμερικανική παρέμβαση και επιβολή, πραγματική ή νομιζόμενη, σύντομα προκάλεσε ελληνική αντίδραση. Στη δεκαετία του 1950, απογοητεύσεις για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η Κύπρος και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξελίχθηκαν σε ένα ρεύμα αντιαμερικανισμού. Αλλά η εθνική συνοχή ήταν έντονη και πιθανώς ενισχύθηκε από ένα αίσθημα θυματοποίησης σε μια σχέση πάτρωνα – πελάτη.

Δύο μοντέλα αμερικανικής παρέμβασης-1
Ο βασιλιάς Παύλος και οι στρατηγοί Θρασύβουλος Τσακαλώτος και Τζέιμς βαν Φλιτ επισκέπτονται τη ζώνη των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου στην Ελλάδα. Φωτ. ΜΙΧΑΛΗΣ Ν. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ «ΕΛΛΑΔΑ 20ός ΑΙΩΝΑΣ, ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ»

Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η άμεση αμερικανική βοήθεια και παρέμβαση έπαυσε. Παράλληλα, η ελληνική συμμετοχή στο Σχέδιο Μάρσαλ οδήγησε σε σταθερή ανάπτυξη και σε επαφές με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα – τελικά και σε προσχώρηση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το 1952, με αμερικανική υποστήριξη, η Ελλάδα εισήλθε στο ΝΑΤΟ, παγιώνοντας τη θέση της στην ατλαντική κοινότητα. Εστω και παραπονούμενοι, οι Ελληνες –με την εξαίρεση της άκρας Αριστεράς– ήταν ικανοποιημένοι με τα αποτελέσματα της αμερικανικής παρέμβασης στη χώρα τους.

Εξίσου ικανοποιημένοι ήταν πολλοί ειδικοί της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, που είδαν στο δόγμα Τρούμαν ένα μοντέλο για την προβολή μιας θετικής αμερικανικής ισχύος: άξιζε τον κόπο και μπορούσε να επιχειρηθεί και αλλού. Αλλά δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι το μοντέλο αυτό σταδιακά θα μεταλλασσόταν και θα αλλοιωνόταν σε σημείο που να γίνει μοντέλο αποτυχίας, επικίνδυνο για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα.

Δύο μοντέλα αμερικανικής παρέμβασης-2
1945, λιμάνι του Πειραιά. Εργάτες ξεφορτώνουν φορτίο της αμερικανικής επισιτιστικής βοήθειας, ιδιαιτέρως πολύτιμης για την κατεστραμμένη Ελλάδα. Φωτ. ΣΥΛΛΟΓΗ Μ. Γ. ΤΣΑΓΚΑΡΗ

Κοστοβόρος εμπλοκή σε Αφγανιστάν και Ιράκ

Οι περισσότεροι θυμούνται το Βιετνάμ ως τη βασική και αποτυχημένη παρέμβαση των Αμερικανών στην περιφέρεια κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Εως το 1979, πολύ λίγοι Αμερικανοί ήξεραν το Αφγανιστάν, ασιατική μουσουλμανική χώρα, παραδοσιακά πιεσμένη μεταξύ δύο αυτοκρατοριών, της ρωσικής και της βρετανικής. Αλλά όταν οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν για να ενισχύσουν το αντιδημοφιλές κομμουνιστικό καθεστώς, οι ΗΠΑ αντέδρασαν με το Δόγμα Κάρτερ, που προέβλεπε την υπεράσπιση του Περσικού Κόλπου εναντίον έξωθεν επίθεσης. Επίσης, μποϊκόταραν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, αποχώρησαν από τη συμφωνία SALT II και προσέφεραν βοήθεια στο Πακιστάν. Επεκτείνοντας το Δόγμα Κάρτερ, η κυβέρνηση Ρέιγκαν παρείχε όπλα στους μουτζαχεντίν, ισλαμιστές αντάρτες που το 1988 ανάγκασαν τους Σοβιετικούς να αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν.

Εντονα διχασμένοι για εθνοτικούς/θρησκευτικούς λόγους και υπό διαφορετικούς ανεξάρτητους πολεμάρχους, οι μουτζαχεντίν βύθισαν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο, από τον οποίο μια μερίδα, οι Ταλιμπάν, αναδύθηκε νικήτρια. Σύμμαχός τους ήταν ο Οσάμα μπιν Λάντεν, πάμπλουτο τέκνο μιας ισχυρής σαουδαραβικής οικογένειας και ηγέτης της Αλ Κάιντα. Ο Μπιν Λάντεν κατηύθυνε το μίσος του στην «ηθικά παρηκμασμένη» Δύση και στους ηγέτες της, τους Αμερικανούς. Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, οι ακόλουθοί του πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη τρομοκρατική επίθεση στην αμερικανική ιστορία.

Δύο μοντέλα αμερικανικής παρέμβασης-3
2001, πάνοπλοι Αμερικανοί πεζοναύτες στην Κανταχάρ του Αφγανιστάν. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ένα εξαγριωμένο αμερικανικό έθνος απαίτησε ταχεία δράση εναντίον των υπευθύνων. Οταν η κυβέρνηση των Ταλιμπάν απέρριψε την απαίτηση των ΗΠΑ για έκδοση του Μπιν Λάντεν και εκβολή της Αλ Κάιντα, οι αμερικανικές δυνάμεις εισέβαλαν στο Αφγανιστάν (Οκτώβριος 2001). Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος κήρυξε τον «πόλεμο στην τρομοκρατία». Ο Μπιν Λάντεν τελικά εντοπίστηκε και σκοτώθηκε στις 2 Μαΐου 2011, σε μια τολμηρή καταδρομική επιχείρηση.

Ο στόχος ήταν να μετατραπεί το Αφγανιστάν σε μια ενιαία, ειρηνική και αυτοδιοικούμενη δημοκρατία, η οποία χάρη σε γενναιόδωρη δυτική βοήθεια θα παρέμενε ελεύθερη από τους ισλαμιστές εξτρεμιστές και δεν θα γινόταν ξανά βάση για επιθέσεις τους εναντίον των ΗΠΑ. Παρά τα εμπόδια, κάποια πρόοδος σημειώθηκε, ειδικά στην εκπαίδευση, στη θέση της γυναίκας, στα ατομικά δικαιώματα και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά οι ρυθμοί ήταν πολύ αργοί, και κρίσιμοι τομείς της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του στρατού, αποδείχθηκαν ανίκανοι και διεφθαρμένοι.

Αυτό που καταδίκασε την αμερικανική παρέμβαση στο Αφγανιστάν ήταν η εισβολή στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003. Ο Σαντάμ Χουσεΐν ανατράπηκε και ο αμερικανικός στρατός ήλεγξε τη χώρα. Παράλληλα, όμως, χιλιάδες στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν χάσει τις δουλειές τους ηγήθηκαν μιας αποφασισμένης και δημοφιλούς δύναμης που θα αντιστεκόταν στους Αμερικανούς για χρόνια. Βασική συνέπεια του πολέμου στο Ιράκ ήταν ότι στέρησε από την αποστολή στο Αφγανιστάν τους αναγκαίους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό που χρειαζόταν για να επιτύχει.

Η καταστροφική αποτυχία έπληξε το κύρος των ΗΠΑ 

Στην Ουάσιγκτον, διαδοχικές κυβερνήσεις πλέον συζητούσαν πώς και πότε να αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν. Τελικά, στις 29 Φεβρουαρίου 2020, δηλαδή στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στις ΗΠΑ, έγινε η συμφωνία της Ντόχα με τους ηγέτες των Ταλιμπάν, από την οποία ο πρόεδρος Τραμπ απέκλεισε τη νόμιμη κυβέρνηση της Καμπούλ. Η συμφωνία προέβλεπε τον τερματισμό της αμερικανικής επέμβασης. Μετά τις εκλογές, ο νέος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος επί χρόνια υποστήριζε την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, επέλεξε να εφαρμόσει τη συμφωνία. Χωρίς επαρκή προετοιμασία για την οργανωμένη απομάκρυνση πολιτών, ειδικά αυτών που είχαν συνεργαστεί επί χρόνια με τους Αμερικανούς, το εγχείρημα εξελίχθηκε στο χάος του αεροδρομίου της Καμπούλ, το οποίο η υφήλιος παρακολουθούσε επί ημέρες.

Ο έλεγχος της χώρας από τους Ταλιμπάν είναι πλέον πλήρης, ενώ έχουν επίσης πέσει στα χέρια τους μεγάλες ποσότητες αμερικανικών όπλων και υλικού. Ωστόσο, παραμένει το ερώτημα εάν μπορούν να εγκαταστήσουν και να διατηρήσουν μια αποτελεσματική πολιτική διοίκηση σε μια μεγάλη χώρα που έχει έναν ανήσυχο πληθυσμό με μικρό επίπεδο εθνικής συνοχής. Χωρίς εθνικούς πόρους ή βιομηχανική βάση, έντονα εξαρτημένο από διεθνή οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια, το Αφγανιστάν υπό τους Ταλιμπάν αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης και του λιμού. Με δεδομένη την πρόθεση των Ταλιμπάν να επιβάλουν τον ισλαμικό νόμο και παραδόσεις, οι πρόσφατες πρόοδοι στις κοινωνικές και ατομικές ελευθερίες μπορεί να αναστραφούν. Και η δυνατότητα των Ταλιμπάν να ελέγξουν ή να εκδιώξουν τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, είναι πολύ αμφίβολη.

Δύο μοντέλα αμερικανικής παρέμβασης-4
Ο Οσάμα μπιν Λάντεν. Οι Ταλιμπάν απέρριψαν το αίτημα για έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Η αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν και το Ιράκ ήταν μια κοστοβόρα αποτυχία, που έκανε ζημιά στο κύρος των ΗΠΑ στον κόσμο, ζημιά που θα είναι εμφανής για πολλά χρόνια. Εξάλλου, οι επιθέσεις της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο, σύμβολο της αμερικανικής δημοκρατίας, από έναν απίθανο συνδυασμό εξαγριωμένων εξτρεμιστών, επιβεβαιώνει ότι οι βασικές απειλές για την ασφάλεια και τη δημοκρατία της χώρας δεν προέρχονται πλέον από μακρινά μέρη αλλά από ντόπιους εχθρούς. Ο κύριος στόχος του νέου πολέμου κατά της τρομοκρατίας είναι πλέον εγχώριος.

Πολλές δεκαετίες μετά το δόγμα Τρούμαν, οι διαφορές είναι πρόδηλες. Στην Ελλάδα οι ΗΠΑ παρενέβησαν σχετικά ήπια, σε μια κοινωνία πρόθυμη να αποδεχθεί την παρέμβαση και χωρίς να χρησιμοποιήσουν τον στρατό τους. Στην Ελλάδα η παρέμβαση αυτή πέτυχε. Αλλά στο Αφγανιστάν οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν «σκληρή» ισχύ χωρίς επαρκές σχέδιο, σε συνθήκες τις οποίες δεν αντιλαμβάνονταν και το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό και για τους ίδιους. Ο προτεινόμενος πόλεμος «πέρα από τον ορίζοντα» με drones και πυραύλους σκοτώνει τρομοκράτες, αλλά δεν νικά την τρομοκρατία.
 
* Ο κ. Ιωάννης Ο. Ιατρίδης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Southern Connecticut State University.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή