Όταν η πόλη «σκοτώνει» τα γλυπτά της

Όταν η πόλη «σκοτώνει» τα γλυπτά της

Το άγαλμα της Μαρίας Κάλλας άνοιξε ξανά τη συζήτηση για τη δημόσια γλυπτική – Τρεις καταξιωμένοι γλύπτες μιλούν στην «Κ»

8' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η σύγχρονη δημόσια γλυπτική να ξεσηκώνει αντιδράσεις. Ο «Δρομέας», το γλυπτό του Κώστα Βαρώτσου, έργο του 1988, σημάδεψε το αστικό τοπίο· ήταν μια εικαστική παρέμβαση που στην εποχή της δίχασε την κοινή γνώμη.

Και άλλες φορές συζητήθηκαν έργα γλυπτικής που εκτίθενται δημόσια για λόγους που είτε είχαν να κάνουν με την έλλειψη φροντίδας, όπως λ.χ. το τοποθετημένο στην Ομόνοια «Πεντάκυκλο» του Γιώργου Ζογγολόπουλου, είτε επειδή δεν είχαν βρει για χρόνια τη θέση τους όπως συνέβη με τον έφιππο ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έργο του γλύπτη Γιώργου Παππά, που μόλις πρόσφατα εκτέθηκε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Σπανίως, όμως, ένα γλυπτό βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης για λόγους αισθητικής.

Η τέχνη από τη στιγμή που τοποθετείται σε δημόσιο χώρο μετασχηματίζεται αυτόματα σε ζωντανό οργανισμό με δικό του λόγο ύπαρξης και αλληλεπιδρά με την κοινωνία. Ετσι εξηγείται ώς ένα βαθμό η συζήτηση που δημιουργήθηκε γύρω από το άγαλμα της Μαρίας Κάλλας, έργο της γλύπτριας Αφροδίτης Λίτη, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Η «K» σήμερα δίνει τον λόγο σε τρεις καταξιωμένους Ελληνες γλύπτες με πλούσια παρουσία στη γλυπτική έργων για τον δημόσιο χώρο. Με βάση τη δική τους εμπειρία σχολιάζουν την αλληλεπίδραση έργου τέχνης και χώρου, περιγράφουν την αγωνία και ενίοτε τη μοναξιά του καλλιτέχνη απέναντι στην κοινή γνώμη, αλλά και σημειώνουν τις ευθύνες της πολιτείας.

Πού κρυβόταν όλη αυτή η αισθητική ευαισθησία;

Του Βασίλη Παπασάικα

Την υπόθεση της γλυπτικής σε δημόσιο χώρο, όπως και αυτήν κάθε άλλης μορφής τέχνης εξάλλου, διέπουν δύο καταστάσεις. Από τη μία πάσχει από την αναπόφευκτη συμμετοχή της στην καχεξία που εν γένει κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή του τόπου μας. Από την άλλη, δεν παύει, σαν σε πείσμα των καιρών, να δίδει διαρκώς έργα εξαίρετων πλαστικών και στερεογραφικών γνώσεων. Εργα, δηλαδή, αληθινής ελληνικής αισθητικής επιστήμης.

Αλλά ας τα δούμε τα δύο αυτά ένα ένα, αρχίζοντας από την ακοσμία που συναντά ένας γλύπτης που ασκεί σήμερα την τέχνη της εικόνος. Το πρώτο και σπουδαιότερο συστατικό αυτής της ακοσμίας γεννάται από την ημιμάθεια και τον εθνικό επαρχιωτισμό των εγκατεστημένων «ειδικών», οι οποίοι όπως και οι πολιτικοί εξαντλούν το μέγιστο μέρος της δράσεώς τους στην αναπαραγωγή και διατήρηση του εαυτού τους στις θέσεις που έχουν με πολύ «κόπο» καταλάβει. Επίσης δεν έχει μικρή μοίρα σε αυτήν η αμορφωσιά του εκάστοτε αναθέτου, που σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύεται από τη μικρολογία και τη μικρόνοια – δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να πέσει κάποιος πάνω σε θρασύ δήμαρχο. 

Όταν η πόλη «σκοτώνει» τα γλυπτά της-1
Ο ανδριάντας του Χαρίλαου Τρικούπη, έργο του γλύπτη Βασίλη Παπασάικα, τοποθετημένος από το 2005 στην είσοδο της πόλης του Μεσολογγίου.

Από την άλλη, δεν είναι μικρό ούτε σπάνιο το φαινόμενο στον χώρο της δημόσιας γλυπτικής να συναντά κανείς υποκείμενα αναίσθητης ηλιθιότητος και απίστευτου θράσους, χωρίς φυσικές ικανότητες και χωρίς κανέναν τίτλο σπουδών, που κατορθώνουν να δραστηριοποιούνται ως γλύπτες. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι το φαινόμενο στις μέρες μας έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας. Βρίθει ο δημόσιος χώρος από καρικατούρες προτομών των οποίων η όλη ανατομική και γλυπτική οργάνωση και αισθητική θυμίζει έργα φυλακισμένων, έργα δηλαδή που έχουν γίνει με ατέλειωτες ώρες δουλειάς χωρίς καμία γνώση και τέχνη. Εξ αυτού ας μου συγχωρηθεί παρακαλώ να ρωτήσω: πού κρυβόταν όλη αυτή η αισθητική ευαισθησία, που ανέκυψε ξαφνικά με το άγαλμα της Μαρίας Κάλλας; Μέχρι και στον «έγκυρο» Guardian έφτασε ο αχός μας.

Τέλος πάντων, όπως και να ’χει το πράγμα, θα πρέπει να τονίσω με έμφαση ότι πάντοτε στη δημόσια ζωή της Ελλάδος όσο μεγαλύτερες γίνονται οι πνευματικές και ηθικές υφέσεις, τόσο ανθούν και θάλλουν περίβλεπτες εξαιρέσεις ανθρώπων, από τις οποίες το γένος μας διδασκόμενο οδεύει στον αιώνα. Και φυσικά η χορεία των γλυπτών δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να εξαιρεθεί απ’ αυτές τις… εξαιρέσεις. 

Αντιθέτως, μάλιστα, πάμπολλα είναι τα παραδείγματα συγχρόνων αληθινών γλυπτικών αριστουργημάτων, που θα μπορούσα εδώ να σημειώσω. Θα αναφέρω μόνον κάποια ενδεικτικά, περιοριζόμενος σε έργα τεθνεώτων, αρχίζοντας από τη ζωφόρο του έπους της Πίνδου του Χρήστου Καπράλου και το άγαλμα της μάνας του ιδίου, το έφιππο του μεγάλου Αλεξάνδρου του Ιωάννη Παππά, τον ανδριάντα του καπετάν Κώττα του Δημήτρη Καλαμάρα, την προτομή του Δημήτρη Μητρόπουλου του Θανάση Απάρτη, την προτομή του Αγίου Κοσμά του Σπύρου Κατωπόδη και τόσα άλλα, στα οποία αν περιελάμβανα και τα έργα των εν δράσει γλυπτών, ο κατάλογος θα γινόταν ατέλειωτος. Αυτές είναι κατά τη δική μου αντίληψη και εκτίμηση οι παράμετροι που διέπουν ολογραμματικά την υπόθεση της δημόσιας γλυπτικής στην πατρίδα μας. Οπως σε κάθε τι, έτσι και στη γλυπτική είμαστε λαός των μεγάλων και απόλυτων αντιθέσεων, αλλά τούτο φρονώ μας καθιερώνει ως εξαίρετη εθνική περίπτωση ανάμεσα στους λαούς του κόσμου.

Η ήττα ενός καλλιτέχνη είναι και δική μας

Του Κώστα Βαρώτσου

Το έργο τέχνης που προορίζεται για τον δημόσιο χώρο θα πρέπει να γεννιέται μέσα από αυτόν και όχι να του επιβάλλεται. Βέβαια, με τον μοντερνισμό αυτή η συνθήκη αλλοιώθηκε και καταργήθηκε. Εχουμε το παράδειγμα του σπουδαίου Αμερικανού γλύπτη Ρίτσαρντ Σέρα, διάσημου για τα πολύ μεγάλα ατσάλινα γλυπτά του, ο οποίος ενήργησε χωρίς να λάβει υπόψη του την κυκλοφορία των ανθρώπων σε μια πλατεία της Νέας Υόρκης (σ.σ. αναφορά στο έργο «Tilted Arc», Μανχάταν, 1981). Το αποτέλεσμα δημιούργησε ένα αίσθημα προσβολής στους κατοίκους, οι οποίοι μάζεψαν υπογραφές και τελικά αποφασίστηκε να απομακρυνθεί το έργο, διότι δεν εξυπηρετούσε τη λειτουργία της πόλης. Το γεγονός ήταν μια ήττα για όλους μας, γιατί η ήττα ενός καλλιτέχνη είναι και δική μας.

Προσωπικά, όταν δουλεύω ένα έργο για να τοποθετηθεί δημόσια, προσπαθώ να λάβω υπόψη μου τόσο την πολιτιστική διάσταση του χώρου όπου θα παρουσιαστεί όσο και την ιστορική στιγμή που θα σηματοδοτήσει. Τα παραπάνω είναι σημαντικά ώστε να δημιουργηθεί η απαραίτητη ώσμωση μεταξύ του κοινού και του έργου. Αν κάποιες από αυτές τις παραμέτρους δεν λειτουργήσουν, ειδικά στα δημόσια έργα έχουμε μεγάλες αντιδράσεις.

Όταν η πόλη «σκοτώνει» τα γλυπτά της-2
Ο «Δρομέας» του γλύπτη Κώστα Βαρώτσου, έργο του 1988, είναι εγκατεστημένος απέναντι από το ξενοδοχείο Χίλτον, επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας.

Συνήθως λέμε ότι τα δημόσια γλυπτά κινδυνεύουν από τον κόσμο. Εγώ νομίζω ότι τα έργα τέχνης στον δημόσιο χώρο κινδυνεύουν από τα θεσμικά όργανα: τους ιθύνοντες. Αν εγκαταλειφθούν μετά την τοποθέτησή τους, απαξιώνονται. Οι πόλεις έχουν δύναμη, μπορούν να καταπιούν ένα έργο, να το εξαφανίσουν. Είναι σαν να τοποθετείς απρόσεκτα ένα γλυπτό μέσα στη φύση: θα το καλύψουν τα κλαδιά, θα το σκουριάσει η υγρασία. Εξαρτάται λοιπόν από την πολιτεία να αυτοπροσδιοριστεί μέσω των σημείων αναφοράς που ορίζουν τα δημόσια έργα τέχνης και να φροντίσει και να τα περιποιηθεί όπως τους αξίζει.

Πάντοτε στις δουλειές μου είχα στο μυαλό μου την πόλη. Και δεν σκεπτόμουν ποτέ να κάνω έτσι το έργο ώστε να ευχαριστήσω τους θεατές. Ηθελα όμως να το κάνω αληθινό: ένα έργο που, όταν περνάς από εκεί, να αισθάνεσαι ότι βρίσκεται στη φυσική του θέση, σαν ένα δέντρο που ήταν πάντοτε εκεί. Και δεν είχα ποτέ προβλήματα από τον κόσμο της πόλης. Αντίθετα, στην αρχή της καριέρας μου είχα προβλήματα με τον κόσμο της τέχνης. 

Το 1988, που τοποθετήθηκε για πρώτη φορά ο «Δρομέας» στην Ομόνοια, ήταν ένα αυτόνομο εικαστικό φαινόμενο χωρίς αναφορά σε κινήματα του εξωτερικού, και ίσως αυτό εξηγεί τις αντιδράσεις των ομοτέχνων. Εχω ζήσει όμως την εγκατάλειψη έργων μου. Συνέβη, για παράδειγμα, στο αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης και στην Εκθεση Θεσσαλονίκης με το πρώτο έργο της σειράς του «Ορίζοντα». Τοποθετήθηκε μπροστά στην Eκθεση μετά την πλατεία Αριστοτέλους που ήταν η αρχική του θέση, ήταν κακοβαλμένο και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο οποίο ανήκε, αδιαφόρησε για τη συντήρησή του. Εγινε σκουπιδότοπος, σάπισε και με δική μου πρωτοβουλία απομακρύνθηκε. Οταν βλέπεις έτσι τη δουλειά σου νιώθεις ηττημένος, δεν έχουν πάει καλά τα πράγματα. Είναι οι ήττες μας όμως εκείνες οι οποίες δικαιολογούν τις νίκες.

Αν η προσπάθεια αποτύχει, το έργο θα με καταδιώκει

Του Θεόδωρου Παπαγιάννη

Ενα έργο γλυπτικής που προορίζεται για τον δημόσιο χώρο πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του αυτήν ακριβώς την παράμετρο, και πολύ σοβαρά μάλιστα. Ο χώρος θα καθορίζει το μέγεθος του έργου, τον προσανατολισμό του, την πρόσβαση σε αυτό. Αυτό γίνεται επί αιώνες και θα εξακολουθεί να συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο. Το γλυπτό στον δημόσιο χώρο, όταν είναι σωστό, δικαιώνει τον ρόλο της τέχνης και του καλλιτέχνη. Σήμερα πολύ λίγοι από τους καλλιτέχνες έχουν την επάρκεια ή τη γνώση για να τοποθετήσουν σωστά ένα γλυπτό δημοσίως. Η συνεργασία με έναν αρχιτέκτονα είναι απαραίτητη, ειδικά για τη διαμόρφωση του χώρου. Κάποιες φορές για να δημιουργήσουμε το σωστό μέγεθος κάνουμε δοκιμές με ανδρείκελα διαφόρων διαστάσεων, ώστε να πετύχουμε αυτό που ταιριάζει στον συγκεκριμένο τόπο.

Όταν η πόλη «σκοτώνει» τα γλυπτά της-3
Εμβληματικό έργο του γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη, που εκτίθεται στην είσοδο της Πανεπιστημιούπολης Ιωαννίνων από το 2010.

Επειδή πολλοί καλλιτέχνες δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν αυτά τα στοιχεία, βλέπουμε πλέον γλυπτά που δεν αρμόζουν σε δημόσιους χώρους. Πολύ χειρότερο είναι να αφεθεί το έργο στα χέρια άσχετων και να το τοποθετήσουν εκείνοι όπου και όπως νομίζουν. Το έργο τέχνης στον δημόσιο χώρο διδάσκει, γίνεται παράδειγμα. Συνεπώς ο γλύπτης δεν μπορεί παρά να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην τοποθέτησή του, στις ακτίνες οράσεως, στον προσανατολισμό του. Τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά σε διάφορες πόλεις του κόσμου και στην πατρίδα μας, όπως και πολλά ατυχή παραδείγματα. Ολα αυτά κάποτε διδάσκονταν, αλλά πλέον δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ούτε η γνώση του γλύπτη και ο προβληματισμός του πάνω στα συγκεκριμένα  ζητήματα αποτελούν δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία και η σωστή τοποθέτηση ενός δημόσιου γλυπτού επαφίεται στην επάρκεια του καλλιτέχνη.

Στον τόπο μας τα έργα τέχνης βανδαλίζονται και αυτό δεν περιποιεί τιμή, είναι μάλλον βαρβαρότητα. Οι δήμοι δεν δείχνουν, κατά κανόνα, ιδιαίτερη φροντίδα για τα γλυπτά που τοποθετούνται σε δημόσιο χώρο. Τα αφήνουν ρυπαρά, αφώτιστα, με χώρους απεριποίητους και αντί να παίξουν τον παιδευτικό τους ρόλο, συμβαίνει το αντίθετο. Βέβαια, όλα αυτά εξαρτώνται και από το επίπεδο του κόσμου, πόσο σέβεται την τέχνη και πόσο την έχει ανάγκη. Οσο για το αν δηλαδή λαμβάνω υπ’ όψιν το κοινό όταν δημιουργώ ένα έργο, δεν θα έλεγα ότι αυτό είναι το κυρίαρχο. Προσπαθώ να φορτίσω το έργο με πλαστικές αρετές, να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου, γιατί θα φέρει την υπογραφή μου και θα με αντιπροσωπεύει, όπως και θα με καταδιώκει αν η προσπάθεια αποτύχει. Επαναλαμβάνω κλείνοντας πως η τοποθέτηση ενός γλυπτού στον δημόσιο χώρο δεν είναι απλή υπόθεση. Ως δάσκαλος (σ.σ. είναι ομότιμος καθηγητής Γλυπτικής στην ΑΣΚΤ)  το προσπάθησα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι κατάφερα το καλύτερο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή