Οι εμφύλιοι πόλεμοι (Γ’)

10' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα πράγματα της επαναστάσεως του Εικοσιένα ήταν εύλογο να περιπλακούν σοβαρά έως αδιέξοδα, αφ’ ης στιγμής οι περί τον Αλ. Μαυροκορδάτο επέλεξαν να προχωρήσουν σε μετάβαση από την προνεωτερική συνθήκη στη νεωτερική, με απαράλλαχτες τις νοοτροπίες και τις ηθοεθμικά κληροδοτημένες αξίες. Ο ψιλός νομικός μετασχηματισμός χωρίς μεταβολή του τρόπου υπάρξεως των ανθρώπων, δημιουργούσε βαριά σύγχυση την οποία μπορούσε να «θεραπεύσει» η χρήση βίας μόνο συναισθηματικά. Με την ίδρυση του συνταγματικού κράτους των δύο πρώτων Εθνοσυνελεύσεων, άρχισαν να δοκιμάζονται πατροπαράδοτες μορφές και ιεραρχίες κοινοτικής οργανώσεως, αφήνοντας τα άτομα στο έλεος μιας χωρίς όρια αναρχούμενης αυτοκαταφάσεως, εις βάρος της ανθρωπινότητός τους. Το δοξομανικό ήθος της αυτοβεβαιώσεως συντηρεί ως αναγνωριστικό πεδίο τα πλαίσια της ομάδος, η οποία έτσι χάνει τα δυναμικά της υποκείμενα, αφού πλέον κοπιάζουν για λογαριασμό τους, αλλά συνάμα την χρειάζονται για την αναγνώρισή τους.

Από την πλευρά τους οι Πελοποννήσιοι προύχοντες, που κατά βάσιν ξεκίνησαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας και μετείχαν πρωταγωνιστικά στη διαδρομή του, ταυτίζονταν με την υπόθεση της ιδιαίτερης πατρίδος, στάση η οποία εξηγεί την εναντίωσή τους στην πολιτική της Διοικήσεως. Θα πολεμήσουν, μαζί με τους στρατιωτικούς συμμάχους τους, για αρχές υπό το πρίσμα των οποίων οι κυβερνητικοί από «αδελφοί» μεταβάλλονται σε «ξένους», ακόμη και σε «εχθρούς». Υπερασπίζονται μ’ ένα λόγο, το «δίκαιο» απέναντι στο «άδικο», με σημείο αναφοράς το δικό τους σύμπαν του τσιφλικιού και της αγροτικής κοινότητος. Ο χώρος τους εννοεί να κυριαρχεί επί του χρόνου. Επηρεασμένοι πάλι από τις φιλοδοξίες τους και από τους επήλυδες πολιτικούς, αλλά με αληθινή επιδίωξη τη χείρωση της εξουσίας, νησιώτες και Στερεοελλαδίτες τάσσονται υπέρ του ενιαίου κράτους και καταγγέλλουν τους Πελοποννησίους ως «εχθρούς του έθνους». Αντί να αναγνωρίσουν ως κοινό σκοπό τη σύνθεση παλαιού και νέου, συγκεντρωτικού κράτους και περιφερειακής συντοπιότητος, από εθνικό ζητούμενο της παλιγγενεσίας το κράτος κατήντησε μηχανισμός φατριαστικής επικρατήσεως και η κατοχή της εξουσίας του υπέρτατος σκοπός, με απλή γέφυρα την κυβέρνηση. Το ακούγαμε έως πολύ πρόσφατα!

Τα γεγονότα και οι συμπεριφορές δεν ενισχύουν την αντίληψη πως η νέα θεσμική τάξη επηρέασε τις συνειδήσεις θετικά υπέρ της. Μάλλον βοήθησε το παλαιό να μεταμφιέζεται σε νέο και να συνεχίζει αρειμανίως. Ο τοπικισμός των Πελοποννησίων, προκρίτων και στρατιωτικών συμμάχων τους, επεβίωνε χάρη στους δεσμούς συγγενείας και στις φατριαστικές τους διασυνδέσεις, μολονότι ο πολιτικός ορίζοντας άνοιγε από το στενά τοπικό προς ένα ευρύτερο επίπεδο. Ανάλογα ίσχυαν και για τους υπερμάχους του συγκεντρωτικού κράτους. Και σ’ αυτή την πλευρά οι παραδοσιακές νοοτροπίες και συμπεριφορές παρέμεναν αμετάβλητες, ασχέτως εάν μαζί με την προοπτική του ενιαίου κράτους αύξαναν την ανάγκη των «ετεροχθόνων», χωρίς τις γνώσεις και την επιδεξιότητα των οποίων η διεθνής νομιμοποίηση μιας ανεξάρτητης Ελλάδος θα γινόταν ανέφικτη.

Μπορεί με την επιβολή των κυβερνητικών δυνάμεων η εξουσία να μεταφέρθηκε τύποις από το τοπικό στο κεντρικό επίπεδο, αλλά η παραδοσιακή κοινότης παρέμενε κυρίαρχη μορφή κοινωνικής οργανώσεως και το πνεύμα της δεν υποχώρησε σε κάτι διαφορετικό. Το αποδεικνύει η ίδια η δυστροπία των παρατάξεων να συμβιβασθούν επειδή ακριβώς εθίγη η «φιλοτιμία» τους. Καλλιεργήθηκε έτσι μια ατμόσφαιρα η οποία εισήγαγε πανηγυρικά τον συναισθηματισμό του παραδοσιακού ανθρώπου στη νέα νομιμότητα και τάξη του δημοσίου συμφέροντος.

Με δεδομένη την απροθυμία συνθέσεως των διαφορών, μοναδική λύση απέμενε η συντριβή του αντιπάλου. Η απροθυμία τούτη ήταν χαρακτηριστικό αποτέλεσμα αμοιβαίας αναγωγής του σχετικού σε απόλυτο, του παρόντος σε παντοτινό, του ιστορικού σε φυσικά αναπόδραστο, με θρησκευτική αδιαλλαξία. Διεπόμενες από την ίδια νοοτροπία και οι δύο πλευρές αντιδρούσαν σύμφωνα με διαφορετικές πολιτικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις, υποδαυλίζοντας τις ψυχικές προϋποθέσεις πολέμου μέχρι τελικής πτώσεως ενός εκ των δύο.

Ενδεικτικό του πεισματικού υποβάθρου της διαφοράς είναι ότι οι τωρινοί υπέρμαχοι του ολομελούς κράτους κατά την επανάσταση, έγιναν επί Καποδίστρια φανατικοί αντίπαλοι του κρατικού του συγκεντρωτισμού!

Ο πρόκριτος (το δείχνει εμπεριστατωμένα ο Ν. Ροτζώκος στο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο της προαναφερθείσης εργασίας του «Επανάσταση και εμφύλιος πόλεμος στο Εικοσιένα», 1997 και 2016 βελτιωμένη έκδοση) ανάγει το συμφέρον του σε γενικό συμφέρον, καθώς δεν αντιλαμβάνεται το νομικό πλάσμα του κράτους, οπότε προσβαλλομένου του προκριτικού δικαιώματος από τη Διοίκηση, προσβάλλεται το φιλότιμό του, αυτό προκαλεί την τάση ανταποδοτικού κτυπήματος, το πρόβλημα χάνεται στη λογική του ισχυροτέρου και η πολιτική αντιμετώπιση εξαφανίζεται. Ανθρωποι σαν τον Κολοκοτρώνη και τον Δεληγιάννη τάσσονταν ανοιχτά υπέρ του γενικού καλού, το οποίο συνέδεαν με το κράτος, ωστόσο έβλεπαν το τελευταίο σαν μηχανισμό και όχι σαν πολιτικό υποκείμενο. Η κυριότης μεταβάλλει μία περιοχή σε εθνικό αγαθό επειδή ανήκει σε κάποιον ο οποίος προστατεύει τα δίκαια των κατοίκων της. Κατ’ αυτή την έννοια ο προύχων δεν υπηρετεί τα δικά του συμφέροντα αλλά τα συμφέροντα του τόπου τον οποίο ως κτήτωρ ανέκαθεν εκπροσωπούσε. Εξ ου και δεν κατανοούσαν την αφηρημένη εξουσία του κράτους. Αδυνατούσαν να το συλλάβουν στην προοπτική του ιστορικού χρόνου, ο οποίος διατηρεί και τη συνοχή του. «Εθνος», «λαός», «πατρίδα», για τον άνθρωπο της εντοπιότητος συνιστούσαν υπεριστορικές πραγματικότητες που νοηματοδοτούσαν αχρόνως το κοινωνικοπολιτικό πεδίο και υπέτασσαν την έλλογη κρίση στο πάθος, ένα χρόνο πέρα του «πριν» και του «μετά», ασάλευτο όπως ο χώρος.

Η Διοίκηση πάλι παρουσιάζεται ως φορέας της νομιμότητος και θεματοφύλακας των συμφερόντων «του έθνους και της πατρίδος», ώστε η ανυπακοή απέναντί της να γίνεται αυτομάτως πράξη «αντιπατριωτική», ως εκ τούτου αξιόποινη. Υπ’ αυτό το πρίσμα ο σκοπός της επαναστάσεως ξεπερνά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και εκτείνεται σε όποιον επιβουλεύεται τα δίκαια του έθνους και αντιδρά στην εξουσία της Διοικήσεως, οπότε έπρεπε να αντιμετωπισθεί ανελέητα σαν «αντιπατριώτης» και «εχθρός του έθνους», κάτι που επευλογούσε έναν εμφύλιο πόλεμο. Πώς να υπάρξει άλλη εξέλιξη, όταν την ίδια στιγμή οι «αντιδιοικηταί» καλούσαν τους «Ελληνας» να αντισταθούν στην παράνομη κυβέρνηση των «ετεροχθόνων» και των «φατριαστών» και να απαιτήσουν εθνική συνέλευση, η οποία να διευθετήσει τη διαμάχη; Γι’ αυτούς η κυβέρνηση δεν εκπροσωπούσε κανέναν, αφού «ούτε αυτόχθονες είναι, ούτε κτήματα έχουν εις τας επαρχίας», άρα ούτε δίκαια για να τα υπερασπισθούν. Μόνο να «ραδιουργούν» και να «παρανομούν» ξέρουν. Εννοείται στην κοινή ασυνειδησία των ιστορικών λόγων της διαφοράς, περιεχόμενο της αντιπαλότητος έμεναν οι εχθρικοί χαρακτηρισμοί και περαιτέρω η αγριότης.

Να το πω καθαρά: Οι εμφύλιοι του Εικοσιένα όχι μόνο δεν οδήγησαν «νομοτελειακά» σε εθνική ολοκλήρωση, αλλά η συγκρότηση του εθνικού κράτους έγινε έτσι ώστε οι ξένες δυνάμεις να επηρεάζουν αποφασιστικά την πορεία του. Η ίδια η διεργασία της ενοποιήσεώς του δεν μπορεί ακόμη να χαρακτηρισθεί τετελεσμένο γεγονός. Περάσαμε τον διχασμό του 1915, τη Μικρασιατική καταστροφή, έναν τριετή εμφύλιο πόλεμο, μία επταετή δικτατορία με αποτέλεσμα την τραγική εξέλιξη του Κυπριακού και τέλος έναν τρομακτικό κίνδυνο με το δημοψήφισμα του 2015. Αναρωτιέται κανείς, μήπως αυτή η μετέωρη εθνική ολοκλήρωση υποδηλώνει κάτι οργανικά προβληματικό στη συλλογική μας υπόσταση. Συνταγματικό κράτος με αντιπροσωπευτικό σύστημα και ατομικά δικαιώματα υφίσταται από το 1830, αλλά παραδόξως ο ίδιος ο διχασμός φαίνεται να αποτελεί τρόπο «αυτοσυνειδησίας». Εν προκειμένω δεν ενδιαφέρει ποια είναι η πραγματικότητα αλλά πώς την προσλαμβάνουμε. Στην τελευταία περίπτωση ο σκοπός έχει τέτοια βαρύτητα ώστε ο σκοπευτής να μη μετρά τα βήματα, ούτε να υπολογίζει τις συνέπειες της επιτεύξεώς του. Στην εποχή μας αναζητούμε πίσω από τις επιδιώξεις του άλλου τις προθέσεις του, προσπαθούμε να μπούμε στη θέση του για να συνεννοηθούμε· στην κοινωνία του 1821, όπου οι άνθρωποι συνεννοούνταν μοιραζόμενοι τα ήθη και τα έθιμα, το σχήμα της κατανοήσεως ήταν: «εχθρός ή δικός μας;». Ετσι κινούνταν οι σταθερές των νοοτροπιών που νομιμοποιούσαν τις πράξεις. Οι αντίπαλοι δεν είχαν συναίσθηση της καταστάσεως· τους αρκούσε το «θέλω» ως «δίκιο» τους και γι’ αυτό σκότωναν και σκοτώνονταν.

Η απροθυμία συνθέσεως των διαφορών ήταν χαρακτηριστικό αποτέλεσμα αμοιβαίας αναγωγής του σχετικού σε απόλυτο, του παρόντος σε παντοτινό, του ιστορικού σε φυσικά αναπόδραστο.

Ενας αγώνας για την ανεξαρτησία δεν προκαλεί καθ’ εαυτόν εμφύλιο πόλεμο. Ο εμφύλιος προκύπτει όταν οι συγκρουόμενες ματαιοδοξίες διαθέτουν κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο. Τότε οι διαιρέσεις γίνονται τρόπος αυτογνωρισμού και εθνοσυνειδησίας, ενώ η συνολική εικόνα αναδύεται από τη συνθήκη της εξουσίας του μερικού, με όρους ιδιοκτησίας του εθνικού κράτους. Μ’ αυτό το «σκεπτικό» ο Μιαούλης θα πυρπολήσει το 1831, ως εχθρός του κυβερνήτη Καποδίστρια, τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Υδρα», μολονότι κατά την επανάσταση ως νησιώτης οπαδός της κυβερνήσεως ήταν φανατικά εναντίον των Πελοποννησίων προυχόντων και των συμμάχων τους.

Οι Λόντος και Ζαΐμης, τους οποίους ήδη μνημόνευσα, είναι επίσης γνωστό παράδειγμα συνυπάρξεως προνεωτερικού και νεωτερικού σε μία συνείδηση. Το πολιτισμικό υπόβαθρο τούς επέτρεπε να προσχωρούν στην έννοια της επικρατείας χωρίς να διαγράφουν τις αξίες της παραδόσεως. Αντιλαμβάνονταν τη νέα πραγματικότητα, αλλά η καρδιακή τους σκέψη ακολουθούσε την ηθοεθιμική νοοτροπία της κοινότητος, με αντανακλαστικά συλλογισμών και αντιδράσεων προσδιορισμένα από μακραίωνες τύπους και τρόπους ζωής με στερεότυπο νόημα. Η νεόκοπη κρατική ταυτότητα δεν ανέτρεπε τους πατροπαράδοτους δεσμούς συγγενείας και εντοπιότητος. Θεωρούσαν τους Πελοποννησίους συμπατριώτες τους «αδελφούς», αρνήθηκαν να τους πολεμήσουν και διαπραγματεύθηκαν. Διέφεραν από τους Φαναριώτες και τους δυτικότροπους πολιτικούς οι οποίοι ζητούσαν να βάλουν σε νέους ασκούς τα παλιά κρασιά, να δώσουν νέα όψη στις παλαιότερες επιθυμίες, όχι όμως και να τις αλλάξουν: τους ενδιέφερε ιδιαίτερα η κατοχή της εξουσίας, οπότε η λογική του συναισθήματος άρδευε τις νοοτροπίες. Πρόκειται κι εδώ για εκδήλωση παιδισμού με πλήθος αναθυμήματα, αλλά χωρίς βαθύτερή τους κατανόηση, άρα με αδύναμη μνήμη. Ο παιδισμός αυτός σφραγίζει διαχρονικά τη συλλογική μας συνθήκη συντηρώντας ψυχικές παραστάσεις σαν σκέψεις. Αφού δεν αλλάζει ο τρόπος που σκεπτόμαστε, τίποτε δεν αλλάζει.

Ο εμφύλιος πόλεμος ξεσπά σε μια επανάσταση όταν ψυχισμοί κοινής καταβολής καλούνται να υπηρετήσουν αντίπαλες οπτικές και φιλοδοξίες, οι οποίες για να τροφοδοτήσουν τα πάθη προσδίδουν στις όποιες διαφορές αρχετυπική διάσταση του τύπου «άσπρο-μαύρο», ώστε το μίσος να μη σβήνει. Το ζήσαμε ως κωνσταντινισμό και βενιζελισμό, το ζούμε ακόμη ως Δεξιά επάρατη και αγγελική Αριστερά. Εν αντιθέσει προς τους εξεγερμένους της αμερικανικής και της γαλλικής επαναστάσεως, οι αγωνιστές του Εικοσιένα δεν είχαν, εκτός της απελευθερώσεως, σχέδιο κοινωνικής μεταβολής. Αλλωστε οι προεστοί ξεσήκωσαν την Πελοπόννησο. Και όποιοι ενδεχομένως είχαν, δεν συνέδεαν οργανικά το κράτος με την κοινωνία. Μόνο του, ως διοικητικός μηχανισμός υπεράνω της κοινωνίας, το κράτος μπορεί να καλλιεργεί τοξικά αισθήματα ανταγωνισμού απέναντι στην κοινωνία.

Γι’ αυτούς τους λόγους η κεντρική διοίκηση δεν έφερνε μαζί της εντέλει κάτι καινούργιο. Ακολουθώντας την προνεωτερική πεπατημένη διαχώρισε τους Ελληνες σε «πατριώτας» και «αντιπατριώτας» και εισήγαγε ένα κριτήριο νομιμόφρονος υπακοής που προσέθετε στον οθωμανό κατακτητή και δεύτερο θανάσιμο εχθρό, τώρα από τα σπλάγχνα του αγωνιζομένου έθνους. Μιλούμε για «ενότητα» δι’ ακρωτηριασμού!

Ασφαλώς δεν πρόκειται για «απειρία», όπως έγραφε απολογητικά ο Γκούρας στον Κανέλλο Δεληγιάννη, ένα χρόνο μετά τα σπαρακτικά γεγονότα του δευτέρου εμφυλίου, ούτε για συγκρούσεις προς αποκατάστασιν «των δικαίων του έθνους»· πρόκειται για κοινό στους αντιπάλους αρχαϊκό ψυχισμό, ενεργοποιούμενο με κριτήριο το «φιλότιμο», δηλαδή τον εγωισμό τους. Τοπικισμός και εμπάθεια συνυφαίνονται, ενώ η μερικότης του ενός παράγει τη μοναδικότητα του άλλου.

Στην περίπτωσή µας τα παθήματα δεν πέρασαν, δεν έγιναν ζωντανό παρελθόν για να συνειδητοποιηθούν ιαματικά σαν μαθήματα, όπως θα απαιτούσε η εθνική ολοκλήρωση. Ενα γεγονός δεν «περνά» επειδή έτρεξε ο καιρός και το λησμονήσαμε ή το απωθήσαμε: πρέπει να το κρατούμε ως μνήμη· παρόν στη σημασία του, να το κάνουμε κάτι θετικό στη ζωή μας αντί να το θυμόμαστε σαν ευχάριστο ή δυσάρεστο περιστατικό. Οσο και να το πνίγουμε μέσα μας ή να το εξωραΐζουμε, εκείνο επιστρέφει νοσηρά και τιμωρεί για την απόρριψή του.

Η επανάσταση του 1821 άρχισε επικά ως απελευθερωτική εξέγερση, για να εξελιχθεί σε ολέθριο εμφύλιο πόλεμο. Ομως στο πέταγμά του ο Ρωμιός κράτησε την ασφαλή στενότητα της παραδόσιμης μερικότητος και ανέμειξε στο μυαλό του την ελευθερία με την εξουσία. Ο προσανατολισμός της πολιτικής στην αυτοκατάφαση διά της εξουσίας λειτούργησε –και λειτουργεί εν πολλοίς ακόμη– παραμορφωτικά, εφόσον οι μεγάλοι παίκτες υπηρετούσαν κυρίως τη «φιλοτιμία» τους. Υπεράνω του συλλογικού συμφέροντος έθεταν την επιβεβαίωσή τους ως ατόμων και κατανοούσαν τον εαυτό τους με ηθοεθιμικούς όρους αντί αναστοχαστικών. Οι στρατηγικοί στόχοι μετατρέπονταν σε ωφελιμοθηρικούς τακτικισμούς και το νέο προσαρμοζόταν στο φθαρμένο υπονομεύοντας την παραγωγική συνύπαρξη της κοινωνίας με το κράτος και την υπέρβαση εγγενών και ιστορικών μας αγκυλώσεων.

Ισως να μην ήμασταν έτοιμοι για κάτι εσωτερικά λυτρωτικό στην εθνική μας παλιγγενεσία, να μας διέφυγε ότι η εξουσία μάς κρατεί παθητικούς στο νόημα της ζωής, αλλά ενεργούς στις απολαύσεις της. Ενώ η πολιτική είναι εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση, συχνά οι πολιτικοί προκαλούν την εντύπωση νοσούντων με κύριο σύμπτωμα την ευχαρίστηση. Τώρα, διακόσια χρόνια μετά, φαίνεται να αναπτύσσεται κάποια ετοιμότης. Μετά τόσες περιπέτειες βλέπουμε πως οι εμφύλιοι του Εικοσιένα ήταν προειδοποίηση για το μέλλον. Εθεταν με οξύτητα την επιτακτική ανάγκη μιας μεταβάσεως από την αυτοβεβαίωση των πολιτών του εθνικού κράτους στην ατομική ευθύνη.

Αντί να τους προσπερνούµε στο σχολείο και στα διαβάσματά μας βιαστικά σαν λυπηρά συμβάντα, καλό θα ήταν να τους μελετούμε προσεκτικά σαν δικά μας προβλήματα. Αλλιώς θα παραμένουμε δέσμιοι μιας αποφυγής, η οποία θα δίνει χώρο σε συνεχείς πιέσεις βιαίων συναισθημάτων, που θα καταλαμβάνουν με τη σειρά τους τη θέση δημιουργικών επιδιώξεων. Θα μας κρατούν για πολύ ακόμη σε αλυσιδωτά αδιέξοδα, αφού θα πρέπει να «λύνουμε» διχαστικά, προβλήματα αναγεννώμενα αενάως από τις στάχτες τους, σαν εσωτερικός κακός μας Φοίνικας.

* O κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή