Γυναικοκτονίες: «Αν δεν ήταν γυναίκες, θα ζούσαν»

Γυναικοκτονίες: «Αν δεν ήταν γυναίκες, θα ζούσαν»

Δεκαεπτά έπεσαν νεκρές από το χέρι του συντρόφου τους – Συγγενείς μιλούν στην «Κ» για τις μάνες, κόρες, αδελφές που έχασαν

7' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για 17 οικογένειες οι φετινές γιορτές θα είναι αβάσταχτες. Μια γυναίκα θα λείπει σε κάθε μία. Κάθε μία μετράει κι από μια γυναικοκτονία. «Το 17 είναι πολύ μικρό, πολύ πλασματικό νούμερο», λέει στην «Κ» η Αλέκα Ψαρράκου, μητέρα της 26χρονης Γαρυφαλλιάς την οποία δολοφόνησε ο σύντροφός της στις 16 Ιουλίου κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στη Φολέγανδρο. «O αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος όταν πολλαπλασιαστεί», δηλώνει, όσον αφορά τα θύματα των γυναικοκτονιών, «γιατί πίσω από τις 17 αυτές γυναίκες βρίσκονται οικογένειες, φίλοι, συγγενείς, κοινωνίες». Η Γαρυφαλλιά, λέει η μητέρα της, δολοφονήθηκε επειδή ήταν γυναίκα. «Για αυτό δεν ζει η Γαρυφαλλιά, λόγω του φύλου της», τονίζει, «της αφαίρεσε τη ζωή επειδή η Γαρυφαλλιά του είπε “όχι” και του “χάλασε τη φάση”», όπως ο ίδιος ο δολοφόνος είπε στην ομολογία του στους αστυνομικούς. «Κι αυτός, επειδή ήταν γυναίκα τη σκότωσε, αν ήταν με έναν φίλο του εκεί φυσικά δεν θα έκανε κάτι τέτοιο».

Η Γαρυφαλλιά ήταν η έκτη γυναίκα που δολοφονήθηκε το 2021 από νυν ή πρώην σύντροφο, η έκτη από τις 17 που δολοφονήθηκαν το 2021 στην Ελλάδα λόγω του φύλου τους. Πρώτη ήταν η 54χρονη Βασιλική Ζ., την οποία μαχαίρωσε μέχρι θανάτου ο Νορβηγός σύντροφός της στο σπίτι της στα Μεσκλά, ένα χωριό στα Χανιά, στις 17 Ιανουαρίου.

Τον Φεβρουάριο δολοφονήθηκε η 42χρονη Μόνικα Γκιους, το πτώμα της οποίας ανακαλύφθηκε τσιμεντωμένο στην αυλή του σπιτιού της στην Κυπαρισσία, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Μεσσηνίας, τον Σεπτέμβριο. Βασικός ύποπτος θεωρήθηκε ο 39χρονος σύντροφός της, ο οποίος λίγες μέρες αργότερα παραδόθηκε στην αστυνομία και τον Δεκέμβριο αυτοκτόνησε στο κελί του. Παρ’ όλο που η Μόνικα εξαφανίστηκε τον Φεβρουάριο, η ξαδέρφη της, Τάνια, δήλωσε την εξαφάνισή της τον Μάιο – τότε το έμαθε. Τη Μόνικα είχε χρόνια να τη δει. «Τα τελευταία χρόνια η Μόνικα δεν είχε καν κινητό, δεν την άφηνε ο σύντροφός της, ήθελε να έχει απόλυτο έλεγχο πάνω της», λέει στην «Κ» η Τάνια. «Πήγαινε σε έναν γνωστό και έπαιρνε τηλέφωνο για να μιλήσει με τα παιδιά της». «Ούτε περίμενε ότι θα την ψάξει κανείς», τονίζει για τον 39χρονο. Η Μόνικα, λέει η Τάνια, είχε χαθεί από όλους, από την αδερφή της, από τη μητέρα της, ενώ ακόμα και ο μικρότερος από τους τρεις γιους της, ο οποίος είναι 10 χρονών, δεν την έβλεπε τελευταία, αφού ύστερα από έναν ξυλοδαρμό του από τον 39χρονο, τα παιδιά –που μέχρι πρότινος τα είχε η Μόνικα– τα μεγάλωνε ο πατέρας τους στην Αθήνα.

Γειτόνισσες της ξαδέρφης της τής είπαν πως τη συναντούσαν χτυπημένη, ότι ο σύντροφός της τη ζήλευε πάρα πολύ, πως απειλούσε να τη σκοτώσει, ότι είχε απειλήσει πως αν τον άφηνε θα σκότωνε τα παιδιά της. «Για αυτό δεν έφευγε η Μόνικα», αναφέρει η Τάνια. «Ηταν ένα απλό κορίτσι, πολύ καλό και ήσυχο, από ένα χωριό της Ρουμανίας», δηλώνει. Στην Ελλάδα ζούσε τα τελευταία 20 χρόνια. «Δούλευε στα χωράφια, κοιτούσε ηλικιωμένους, δουλειές που κάνουν οι περισσότεροι ξένοι στην Κυπαρισσία», συμπληρώνει. Στενοχωριέται που δεν ήξερε τι περνούσε, που δεν πρόλαβε να τη βοηθήσει. «Αμα γνώριζα την κατάσταση που ζούσε εκεί, θα πήγαινα εγώ η ίδια στην Κυπαρισσία, δεν θα την άφηνα εκεί», λέει στην «Κ». «Χάθηκε άδικα η ζωή της».

Πήγε στις Αρχές, αλλά…

Η τρίτη γυναικοκτονία ήταν της 28χρονης Κωνσταντίνας Τσάπα, την οποία δολοφόνησε ο 32χρονος εν διαστάσει σύζυγός της στη Μακρυνίτσα τον Απρίλιο. Η ίδια είχε προηγουμένως απευθυνθεί στις τοπικές αστυνομικές αρχές, λέγοντας πως την απειλούσε· δεν την προστάτευσαν. Στις 5 Απριλίου ο 32χρονος δολοφόνησε μέσα στο πατρικό της την Κωνσταντίνα –αφήνοντας τον γιο τους ορφανό από μητέρα– και τον 30χρονο αδερφό της, Γιώργο, ενώ αποπειράθηκε να δολοφονήσει και τη μητέρα τους. «Τι να σας πω;», λέει στην «Κ» ο Απόστολος Τσάπας, πατέρας των δολοφονημένων, «ότι μας λείπουν και τα δύο τα παιδιά;».

Η Κωνσταντίνα φοβόταν πάρα πολύ τον 32χρονο, με τον οποίο ήταν μαζί για περίπου επτά χρόνια, λέει ο κ. Τσάπας. «Και ένα σφάλμα τής ρίχνω μόνο», δηλώνει, «που δεν μας έλεγε τίποτα, δεν ήθελε να μας στενοχωρήσει, δεν ξέρω». Κάποια στιγμή είχαν χωρίσει. «Μακάρι να είχε μείνει εκεί», συμπληρώνει, «αλλά τα ξαναβρήκαν, ήρθε στον ορίζοντα το παιδάκι και παντρευτήκανε μετά, κι έγινε αυτό που έγινε».

«Δεν ζει η Γαρυφαλλιά λόγω του φύλου της. Της αφαίρεσε τη ζωή επειδή του είπε “όχι” και του “χάλασε τη φάση”».

«Πάμε;», μια παιδική φωνή ακούγεται να ρωτάει, όσο ο κ. Τσάπας μιλάει τηλεφωνικά στην «Κ». «Οι γονείς του είμαστε εμείς πλέον», λέει για το 4χρονο παιδί, δηλώνοντας πως έχει πάρει τώρα το δικό τους επώνυμο. Κι όσο κι αν θέλει, ούτε ο κ. Τσάπας ούτε η γυναίκα του μπορούν να ξεχάσουν την ημέρα των φόνων. «Πάμε να σκεφτούμε τις ευχάριστες στιγμές που ζήσαμε με τα παιδιά μας», δηλώνει, «και έρχονται πάλι στη μνήμη μας τα γεγονότα». Ηταν κι ο ίδιος μέσα στο σπίτι στις 5 Απριλίου. «Μπορούσε να με είχε καθαρίσει κι εμένα αν ανέβαινε τη σκάλα», αναφέρει, αλλά ο 32χρονος δεν κατάφερε να παραβιάσει την πόρτα πίσω από την οποία βρισκόταν ο γιος του με τον κ. Τσάπα. «Προφύλαξα τον εγγονό μου», λέει στην «Κ», «αυτό ήταν το ζήτημα – δεν προφύλαξα τα παιδιά μου και προφύλαξα τον εγγονό μου».

Ακολούθησε η γυναικοκτονία της 20χρονης Καρολάιν Κράουτς στις 11 Μαΐου από τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, σύζυγό της και πατέρα της κόρης τους Λυδίας, ενώ ούτε έναν μήνα μετά ο εν διαστάσει σύζυγος της 64χρονης Ελένης Καρασαχινίδου τη δολοφόνησε έξω από το σπίτι της στην Αγία Βαρβάρα. Το δικαστήριο για το διαζύγιό τους θα γινόταν λίγες μέρες μετά, λέει στην «Κ» η Σοφία Καρασαχινίδου, μία από τις δύο κόρες της Ελένης και του δολοφόνου της. «Ηταν πολύ κοινωνική η μητέρα μου, χαρούμενος άνθρωπος, με αισιοδοξία, κοίταγε την οικογένειά της, τα παιδιά της, τα εγγόνια της, το καθαριστήριο το δούλευε μόνη της και μετά μας βοηθούσε γιατί εμείς τώρα μαθαίναμε τη δουλειά», λέει στην «Κ» η Σοφία. «Της άρεσε η χειμερινή κολύμβηση, ήταν όλο ενέργεια», δηλώνει.

Φοβόταν

Ο εν διαστάσει σύζυγός της την απειλούσε εδώ και καιρό. «Εγώ της έλεγα να υπογράψουμε να τον κλείσουν μέσα», λέει η Σοφία, αλλά εκείνη φοβόταν πως μετά θα έβγαινε και θα έπρεπε να «ψάξουν μέρος να κρυφτούν». «Ημασταν μαζί εκείνη την ημέρα», αναφέρει για τις 3 Ιουνίου, την τελευταία μέρα που είδε τη μητέρα της ζωντανή. «Σιδερώναμε στο μαγαζί και συζητούσαμε, είχε ένα οικόπεδο στη Σαλαμίνα η μαμά μου και συζητούσαμε πώς να το κάνουμε, πώς να το φτιάξουμε, κάναμε πρόγραμμα». Ο δολοφόνος –έτσι αναφέρεται και η ίδια στον πατέρα της, στον οποίο δεν μιλάει εδώ και 17 χρόνια, από τότε που έμεινε έγκυος όσο ήταν φοιτήτρια και την έδιωξε από το σπίτι– εκείνη τη μέρα καραδοκούσε. «Θα σε αφήσω στο άλλο στενό, μη με δει και με βρίζει», είχε πει η Ελένη στην άλλη της κόρη, πηγαίνοντάς την στο σπίτι της, το οποίο βρίσκεται στο ίδιο κτίσμα με του πατέρα της, σε μια προσπάθεια να τον αποφύγει. Εκείνος όμως την περίμενε έξω από το σπίτι της. Οταν έφτασε στο νοσοκομείο ήταν ήδη νεκρή. «Αυτός ο άνθρωπος μες στην κοινωνία ήταν ο καλύτερος, να βοηθήσει, να δώσει δανεικά και στο σπίτι του μέσα ήταν ο χειρότερος», δηλώνει η Σοφία. «Αυτό το έχω ακούσει και από αλλού, δεν είμαστε οι μόνοι».

Μετά, ήταν η Γαρυφαλλιά. «Ηταν και είναι ευλογία για μένα που την είχα στη ζωή μου έστω και για αυτά τα 26 χρόνια», λέει στην «Κ» η μητέρα της, περιγράφοντάς την ως «ένα πολύ φωτεινό παιδί, με στόχους, με όνειρα, πολλά όνειρα». Τελευταίως μάθαινε ισπανικά, σκεφτόταν μήπως πήγαινε στην Ισπανία, της άρεσαν πολύ τα ταξίδια, αγαπημένο μέρος της ήταν το χωριό του πατέρα της, το Περιθώρι Αχαΐας. Στις 16 Ιουλίου μίλησε με τη μητέρα της γιατί είχε ξεχάσει να πληρώσει τον λογαριασμό του κινητού της. Λίγο αργότερα της είπε, «θα είμαι κάπου που δεν θα έχει σήμα, μην ανησυχήσεις». Δεν ξαναμίλησαν ποτέ.

«Πόσο τραγικό είναι να φύγει ένα παιδί για διακοπές και να μη γυρίσει πίσω», λέει η κ. Ψαρράκου. «Δεν είχες μια δεύτερη ευκαιρία με το παιδί σου, έχει φύγει έτσι, χωρίς προειδοποίηση». Αυτό που λείπει από την κοινωνία, τονίζει, είναι ενσυναίσθηση – «να καταλάβει ο κόσμος μέσα από τον πόνο τον δικό μου, ότι μπορεί να ήταν στη θέση μου».

«Σίγουρα η ανθρώπινη ζωή δεν μετριέται», συμπληρώνει, «απλά όταν ένα τέτοιο πλάσμα με τόσο φως φεύγει από τη ζωή, και μένει ένα κατακάθι, ένα απόβρασμα, πρέπει τα ισόβια να είναι ισόβια. Αν είναι να γίνει κάτι πρέπει να γίνει τώρα, ο νόμος πρέπει να γίνει αποτρεπτικός και κατασταλτικός».

Από τότε και μέχρι την ώρα γραφής του κειμένου, άλλοι 11 άντρες δολοφόνησαν τις νυν ή τέως συντρόφους τους. Κάποιοι τις πυροβόλησαν, άλλοι τις μαχαίρωσαν, τις στραγγάλισαν, τις έδειραν μέχρι θανάτου. Κάποιοι άφησαν τα ίδια τα παιδιά τους ορφανά από μητέρα, άλλοι άφησαν γονείς χωρίς παιδιά. Κάποιοι ομολόγησαν, κάποιοι αυτοκτόνησαν. Οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γνωστοί των 17 δολοφονημένων γυναικών, όμως, ορισμένων εκ των οποίων τα ονόματα δεν γνωστοποιήθηκαν δημόσια, ζουν ακόμα. Και για όσο ζουν, θα θυμούνται. Οπως κι εμείς.

Γυναικοκτονίες: «Αν δεν ήταν γυναίκες, θα ζούσαν»-1

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή