Ο βυθός ήταν το δεύτερο σπίτι του

Ο βυθός ήταν το δεύτερο σπίτι του

4' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Το παιδί µου και ό,τι κάνει, το κάνει καλά». H μητέρα του Καρόλου Βράτιτς καθησυχάζει τους λουόμενους, που βλέπουν ένα νήπιο να βυθίζει το σώμα του στη θάλασσα. Βρισκόμαστε στο Φάληρο, στις αρχές δεκαετίας του ’30. Τα λόγια της Βράτιτς, της Σμυρνιάς που έμελλε να μεγαλώσει τα τρία της παιδιά στο Κολωνάκι, αποδείχθηκαν προφητικά. Ο νεαρός Κάρολος, λάτρης του υγρού στοιχείου και του κινηματογράφου, θα εξελιχθεί στον πρώτο Ελληνα κινηματογραφιστή υποβρύχιων λήψεων. «Είδα θολά έναν αργοκίνητο αστερία να προχωράει πάνω στην άμμο, λίγο πιο κει ένα σαλιγκαράκι της θάλασσας να σκαρφαλώνει σε ένα βραχάκι». Ετσι περιγράφει ο ίδιος, που «έφυγε» γαλήνια σε ηλικία 95 ετών λίγο μετά την αλλαγή της χρονιάς, το «βάπτισμα του πυρός» στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, «Από τη χαραμάδα».

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο ορθοδοντικός του Κολωνακίου, με το ιατρείο πάνω από το Dolce (νυν «Φίλιον»), καλείται να διηγηθεί την ιστορία του επιθέτου του. Αρχές του 20ού αιώνα, ο Αυστριακός πατέρας του μεταβαίνει στη Σμύρνη για να συνεισφέρει στο μεγαλόπνοο σχέδιο της σιδηροδρομικής σύνδεσης της Κωνσταντινούπολης με τη Βαγδάτη – που δεν θα υλοποιηθεί ποτέ. Στη Μικρά Ασία δραστηριοποιείται ως έμπορος ξυλείας και υφασμάτων, ερωτεύεται και κάνει οικογένεια. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένεια φεύγει με προορισμό τη Βιέννη. Ομως ο επίμονος βήχας της κόρης –αδελφής του Καρόλου– τους αναγκάζει να αλλάξουν ρότα, καθώς οι γιατροί προκρίνουν το ξηρό κλίμα της νότιας Ελλάδας. Κάνουν μια νέα αρχή στην Αθήνα, όπου το 1927 γεννιέται ο Κάρολος. «Ο παππούς δραστηριοποιείται πάλι ως έμπορος υφασμάτων από τα Βαλκάνια, τα οποία μεταπωλεί στην κεντρική Ευρώπη», εξηγεί στην «Κ» ο γιος του, Παύλος Βράτιτς.

Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνεπάγεται μια νέα οικονομική καταστροφή για τον Αυστριακό έμπορο: οι ναζί ακινητοποιούν τον σιδηρόδρομο και κατάσχουν όλο του το εμπόρευμα. Κατόπιν αρρωσταίνει και πεθαίνει· η Κατοχή βρίσκει τη μάνα Βράτιτς χήρα με τα παιδιά στην Αθήνα. Ο μεγάλος γιος, Εδουάρδος Βράτιτς, μετέπειτα εφευρέτης του πρώτου απορρυπαντικού πλυντηρίου, έχει μεταβεί πριν από τον πόλεμο ως πτυχιούχος χημικός στη Γερμανία, για να συλλέξει εργασιακή εμπειρία στην ακμάζουσα βιομηχανία. «Ξεσπάει ο πόλεμος και οι ναζί τον μεταφέρουν αιχμάλωτο σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας· ο Εδουάρδος θα σμίξει μετά την απελευθέρωση με την οικογένειά του, για την οποία έως τότε είναι αγνοούμενος».

Η συνάντησή του στο Μονακό με τον Κουστό, με τον οποίο συνεργάζεται αργότερα στην Ελλάδα, τον σημαδεύει. Από το 1970 γίνεται σύμβουλος στο Μουσείο Γουλανδρή, με το οποίο συνεργάζεται έως τα βαθιά του γεράματα. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, εκδίδεται το βιβλίο του «Κοχύλια από τις ελλη- νικές θάλασσες».

Η θάλασσα γίνεται μια ανάμνηση μακρινή για τον έφηβο Βράτιτς, που βιώνει έντονα την Κατοχή, με δύο ηχηρές απουσίες στην οικογένεια και έντονο βιοποριστικό πρόβλημα. Στο Λεόντειο Λύκειο, που βρίσκεται τότε στην οδό Σίνα, οι frères τοποθετούν τον μαθητή τους βοηθό στο καθημερινό συσσίτιο, ώστε να εξασφαλίζει δύο μερίδες φαγητού. Ο Κάρολος διασχίζει καθημερινά τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, παραμερίζοντας πτώματα και γίνεται μάρτυρας φρικαλεοτήτων. Μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα, παίρνει την απόφαση να δώσει εξετάσεις στην Οδοντιατρική. Μετά το πτυχίο επιλέγει την ορθοδοντική, μια νέα ειδικότητα στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ως βοηθός καθηγητή, θα βάλει για πρώτη φορά σε λειτουργία το άρτι αφιχθέν μηχάνημα κεφαλομετρικής ακτινογραφίας, μια μέθοδο την οποία θα εφαρμόζει συστηματικά στο ιατρείο του. «Περισσότερο τον συγκινούσε το αισθητικό αποτέλεσμα της ορθοδοντικής».

Η μεγάλη του αγάπη, όμως, είναι ο βυθός της θάλασσας και ο ανεξερεύνητος πλούτος του. To 1965 παίρνει πτυχίο αυτοδύτη από τη σχολή της Νάπολης και πραγματοποιεί τις πρώτες καταδύσεις, στη διάρκεια των οποίων κινηματογραφεί με μια ρωσική μηχανή 8 χιλιοστών σε ένα σκάφανδρο δικής του επινόησης, ενώ σταδιακά περνάει στην ιταλική Σιλμ και στην αυστριακή Εϊμιχ. Επεξεργάζεται με επαγγελματισμό και περισσή επιμέλεια το πρωτόλειο υλικό, από το οποίο προέρχονται τέσσερις ολοκληρωμένες ταινίες. Μία εξ αυτών, η «Σιωπηλή μπαλάντα», βραβεύεται στο Διεθνές Φεστιβάλ της Αντίμπ το 1985. Η συνάντησή του στο Μονακό με τον Κουστό, με τον οποίο συνεργάζεται αργότερα στην Ελλάδα, τον σημαδεύει. «Αποτέλεσε για εκείνον ένα ζωντανό παράδειγμα ρηξικέλευθου ανθρώπου, χάρη στον οποίο αναδείχθηκε ένας νέος επιστημονικός τομέας».

Από το 1970 γίνεται σύμβουλος στο Μουσείο Γουλανδρή, με το οποίο συνεργάζεται έως τα βαθιά του γεράματα. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, εκδίδεται το βιβλίο του «Κοχύλια από τις ελληνικές θάλασσες». Η πλούσια συλλογή του με πάνω από 6.000 κοχύλια εμπνέουν τον Δημήτρη Μυταρά να αποτυπώσει εικαστικά τον υποθαλάσσιο κόσμο. Οι δύο άνδρες πραγματοποιούν κοινές εκθέσεις, ενώ ο Μυταράς αναλαμβάνει και την εικονογράφηση ενός νέου βιβλίου για τα κοχύλια. Τη μελέτη του στα κοχύλια αναγνωρίζει το παγκόσμιο μουσείο κοχυλιών Cupra Marittima της Ιταλίας (1990), ενώ το 1991 η Ακαδημία Αθηνών τον βραβεύει για το σύνολο του έργου του.

Για τους λάτρεις της θάλασσας, ωστόσο, μια εξίσου σημαντική συμβολή του Βράτιτς είναι η ίδρυση –από κοινού με άλλους– της Εταιρείας Υποβρυχίων Ερευνών το ’80. Μέσα από την Εταιρεία έχει την ευκαιρία να μεταδώσει σε νεότερους την τεχνογνωσία του. «Στην Εταιρεία, άνθρωποι με διαφορετικό γνωστικό υπόβαθρο έκαναν μια πρώτη διεπιστημονική προσέγγιση σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και αειφορίας». Σε μία από τις δράσεις της Εταιρείας ο Κάρολος Βράτιτς είχε μιλήσει στον φακό του «Παρασκηνίου» της ΕΡΤ. «Ενιωθα πάντα την ανάγκη αυτόν τον κόσμο που βλέπω να τον αποτυπώσω και να τον παρουσιάσω σε ένα ευρύτερο κοινό». Μέχρι τα 70 του χρόνια κάνει καταδύσεις με εξοπλισμό γύρω από το Σούνιο, στα Λεγρενά, αλλά και στην Εύβοια, στην Αμάρυνθο. «Συνέχισε να κολυμπάει και να βουτάει, πιο κοντά όμως στην ακτή, έως τα 85 του», λέει ο Παύλος, ο οποίος κληρονόμησε την αγάπη του πατέρα του για τη θάλασσα. «Θυμάμαι ακόμη τον εαυτό μου μικρό να τον περιμένω στη βάρκα να αναδυθεί από το νερό, να ψάχνουμε μαζί στις ακρογιαλιές κοχύλια ή να ανηφορίζουμε τα απογεύματα της Τετάρτης στην Κηφισιά, στο Μουσείο Γουλανδρή».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή