Μέσα σε μια ακαδημαϊκή κοινότητα παγκόσμια και διασυνδεδεμένη, είναι πνευματικός και επιστημονικός επαρχιωτισμός να αναζητά μια χώρα να ανακαλύψει τον τροχό ως προς την οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσής της. Πρέπει να αξιοποιηθούν όλα τα δοκιμασμένα σχήματα που έχουν διευκολύνει και υποστηρίξει την εκπαιδευτική και ερευνητική άνθηση των πανεπιστημίων και μάλιστα σε χώρες ευρωπαϊκές, με ανάλογο πληθυσμιακό μέγεθος.
Τα ελληνικά ΑΕΙ, παρά τα προβλήματα, τη μιζέρια, τις εσωτερικές αντιθέσεις, τα απαράδεκτα φαινόμενα βίας και κομματικοποίησης, οφείλουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως θεσμούς υψηλού κύρους, θερμοκοιτίδες διανοητικού κεφαλαίου, μηχανισμούς που διασφαλίζουν εν μέσω δυσκολιών μεγάλο βαθμό κοινωνικής κινητικότητας. Ως δημόσιους χώρους εγγυητικούς της ελευθερίας της σκέψης, του λόγου, της διδασκαλίας και της έρευνας. Ως προνομιακούς τόπους του ορθού λόγου, του φιλελευθερισμού, της πολυφωνίας, της ανεκτικότητας, της διαρκούς αναζήτησης της αλήθειας μέσω διαψεύσεων και συνεχούς δοκιμασίας και ανατροπής των επιστημολογιών παραδειγμάτων. Ως θεσμικές υποστάσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Είναι προφανές ότι στο εσωτερικό των ελληνικών πανεπιστημίων υπάρχουν διαφορετικές, άνισες και ανομοιόμορφες καταστάσεις. Υπάρχουν εστίες παράδοσης και αριστείας που βρίσκονται πολύ κοντά στις παραπάνω προδιαγραφές και καταστάσεις τελείως απαράδεκτες.
Προσπαθώντας να περιορίσω τις κοινοτοπίες κάθε ανάλυσης για την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση, 48 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, που άνοιξε τη συζήτηση για την προοπτική του ελληνικού πανεπιστημίου, περιορίζομαι να αναδείξω δύο θεμελιώδεις στόχους – προϋποθέσεις για όλα τα υπόλοιπα: Πρώτον, τη ριζική και γενναία απογραφειοκρατικοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων και, δεύτερον, τη ριζική και γενναία αποκομματικοποίηση στο επίπεδο των φοιτητών, αλλά και του διδακτικού προσωπικού. Αυτό απαιτεί κατ’ αρχάς τη συμφωνία των βασικών «θεσμικών» πολιτικών κομμάτων να αποσυρθούν από τα πανεπιστήμια υπό την έννοια του παραδοσιακού συμβατικού κομματικού ακτιβισμού και της εκ του συστάδην μάχης επιρροής. Τα διαφορά «αντισυμβατικά» σχήματα θα επιμείνουν αρχικά, αλλά θα διαπιστώνουν σταδιακά ότι το περιβάλλον αλλάζει.
Η δημόσια συζήτηση για την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας πρέπει επειγόντως να μετατοπισθεί από τα ζητήματα ασφαλείας και αντιμετώπισης της βίας και από τα ζητήματα διοίκησης, δηλαδή τρόπου εκλογής και αρμοδιοτήτων των πανεπιστημιακών οργάνων, στα ζητήματα που αφορούν την ένταξη των πανεπιστημίων μας στο παγκόσμιο περιβάλλον της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, των νέων τεχνολογιών, του επαναπροσδιορισμού της παγκοσμιοποίησης, της κλιματικής κρίσης, των νέων βιοϊατρικών προκλήσεων, της νέας «ανθρώπινης κατάστασης» που αναδείχθηκε κατά την παρατεινόμενη δυστυχώς περίοδο της πανδημίας, του νέου θερμού «ψυχρού πολέμου». Για να επιτευχθεί όμως αυτή η μετατόπιση, πρέπει να λύσουμε τα στοιχειώδη.
Ζητήματα φύλαξης και ασφάλειας υπάρχουν διεθνώς. Πολλά πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν διάφορες εκδοχές βίας. Από μοναχικούς οπλοφόρους που πυροβολούν και δολοφονούν φοιτητές ή διδάσκοντες σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο με πολύ ακριβά δίδακτρα μέχρι οργανωμένες ομάδες «αναρχοαυτόνομων», που θέτουν υπό ομηρία και προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του πρύτανη ενός ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου.
Η φύλαξη του πανεπιστημιακού χώρου εντάσσεται προφανώς, στο πλαίσιο της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, στην ευθύνη και αρμοδιότητα των πανεπιστημιακών αρχών, που διαθέτουν σχετική υπηρεσία ή συνάπτουν σύμβαση παροχής σχετικών υπηρεσιών από διαπιστευμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στο πεδίο αυτό ανήκουν οι προβλέψεις των άρθρων 12-17 του ν. 4777/2021 (πλην εν μέρει των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 12). Οι όροι «ασφάλεια και προστασία των ΑΕΙ», που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης, αναφέρονται εδώ στη διοικητική αρμοδιότητα φύλαξης των ΑΕΙ που εμπίπτει στο πεδίο της «πλήρους αυτοδιοίκησής» των.
Η ασφάλεια με την έννοια της αποτροπής και της καταστολής του εγκλήματος ανήκει, για όλη την ελληνική επικράτεια, χωρίς εξαιρέσεις, στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η ασφάλεια, όμως, με την έννοια της αποτροπής και της καταστολής του εγκλήματος ανήκει, για όλη την ελληνική επικράτεια, χωρίς εξαιρέσεις, στην αρμοδιότητα της εισαγγελικής αρχής, βραχίονας της οποίας είναι η Ελληνική Αστυνομία. Οταν αυτή η απλή και αυτονόητη διάκριση ισχύει για την τοπική αυτοδιοίκηση που ξέρει την αποστολή και τα όρια της δημοτικής «αστυνομίας» σε σχέση με την αποστολή της εισαγγελικής αρχής και της αστυνομίας, ισχύει κατά μείζονα λόγο για τα ΑΕΙ, η «πλήρης αυτοδιοίκηση» των οποίων είναι αυτοδιοίκηση καθ’ ύλη και όχι κατά τόπο.
Μάλιστα, στην πρόσφατη σημαντική απόφαση 1964/2021 το ΣτΕ (επταμελής σύνθεση του Α΄ Τμήματος) προσδιόρισε με πολύ απαιτητικό τρόπο τις υποχρεώσεις σχεδιασμού και δράσης που έχει η ΕΛ.ΑΣ. και άρα το κράτος, προκειμένου να προστατεύεται η δημόσια τάξη, η κοινωνική ειρήνη και η απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των φυσικών και νομικών προσώπων σε όλη την επικράτεια. Αρα και η απόλαυση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και η περιουσία των πλήρως αυτοδιοικούμενων ΑΕΙ, αλλά και η προσωπική ασφάλεια των διδασκόντων, των διδασκομένων και όποιου τυχαίνει να βρίσκεται σε πανεπιστημιακό χώρο. Διαφορετικά, θεμελιώνεται αστική ευθύνη του Δημοσίου.
Στο πλαίσιο αυτό κινούνται τα άρθρα 18-20 (και εν μέρει οι παράγραφοι 5, 6 και 8 του άρθρου 12) του ν. 4777/2021 που δεν συνιστούν τμήμα της νομοθεσίας περί ΑΕΙ, αλλά της νομοθεσίας περί Ελληνικής Αστυνομίας. Συγκροτούν μια ειδική αστυνομική υπηρεσία (ΟΠΠΙ) που στελεχώνεται με αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς που ασκούν επιπλέον αρμοδιότητες προανακριτικού υπαλλήλου (άρθρο 19). Το προσωπικό αυτό δεν είναι «διοικητικό», ούτε ανήκει στα ΑΕΙ. Ανήκει στην ΕΛ.ΑΣ., που είναι «ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα Ασφαλείας» (άρθρο 9 ν. 2800/2000, όπως ισχύει), ακόμη και όταν σε ειδικές περιπτώσεις τμήματά του (όπως οι ΟΠΠΙ) δεν φέρουν τα όπλα τους για λόγους «ηπιότητας» και δημιουργίας σχέσεων εμπιστοσύνης με κοινωνικές ομάδες.
Το πρόβλημα της ασφάλειας υπό την αστυνομική έννοια του όρου (όχι απλώς της φύλαξης με τη διοικητική έννοια του όρου) και πιο συγκεκριμένα της αποτροπής και καταστολής εγκλημάτων βίας είναι προφανώς οξύτερο στα πολυπρόσωπα ΑΕΙ με εκτεταμένους υπαίθριους και στεγασμένους χώρους εύκολης πρόσβασης και δύσκολης «διοικητικής» επιτήρησης. Η τοποθέτηση των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ) στους χώρους ορισμένων ΑΕΙ είναι μια αστυνομική – επιχειρησιακή απόφαση, αντίστοιχη με την απόφαση τοποθέτησης αστυνομικών δυνάμεων σε οποιοδήποτε δημόσιο σημείο της ελληνικής επικράτειας. Δεν έχει σχέση ούτε με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις τοπικές υποθέσεις (άρθρο 102 Συντ.) ούτε με την απολύτως προστατευόμενη ακαδημαϊκή ελευθερία και την πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ που την περιβάλλει ως θεσμική εγγύηση (άρθρο 16 Συντ.). Στην πράξη η επιλογή του ν. 4777/2021 θα κριθεί εκ του αποτελέσματος. Αλλωστε, όχι μόνον οι ΟΠΠΙ αλλά όλη η αστυνομική δύναμη με τον εξοπλισμό της έχει, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, όχι μόνο την αρμοδιότητα αλλά και την υποχρέωση παρουσίας και δράσης στους χώρους των ΑΕΙ, εφόσον αυτό απαιτείται. Οι προβλέψεις των άρθρων 12-20 ν. 4777/2021 δεν προσκρούουν συνεπώς ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η κρίση περί αντισυνταγματικότητας δεν είναι λειτουργική και πραγματολογική, αλλά δικανική.
Τις περιόδους δικτατορικών καθεστώτων ή ελλιπούς λειτουργίας των εγγυήσεων της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, το πανεπιστημιακό άσυλο ως διεκδίκηση και ως έσχατο καταφύγιο είχε νόημα. Εδώ και δεκαετίες, όμως, υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, η παραφθορά του «πανεπιστημιακού ασύλου» λειτουργεί δυστυχώς ως πρόσχημα για τη διάχυση φαινομένων βίας και κλίματος ανασφάλειας στο εσωτερικό του πανεπιστημίου. Η ακαδημαϊκή ελευθερία με τη μορφή της πρόσκλησης οποιουδήποτε ομιλητή (εντός μάλιστα συνταγματικού φάσματος) στο πανεπιστήμιο δεν ισχύει στην πράξη. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα αναζητούν συχνά χώρους εκτός πανεπιστημίου για να διοργανώσουν με ασφάλεια πανεπιστημιακές εκδηλώσεις ή τελετές. Αυτό σημαίνει έλλειμμα ακαδημαϊκής ελευθερίας εντός των πανεπιστημίων. Και αυτό δεν μπορεί να εξακολουθήσει να γίνεται ανεκτό.
* Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ.