Το 1974 η κατάσταση του Κέντρου κάθε άλλο παρά ρόδινη μπορούσε να χαρακτηριστεί. Το χάσμα ανάμεσα στην πολυπληθέστερη μετριοπαθή πτέρυγα υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου και τη μειοψηφούσα ριζοσπαστική υπό τον γιο του Ανδρέα είχε ενταθεί από τη στιγμή που ο Ανδρέας ίδρυσε τον Φεβρουάριο του 1968 το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ), του οποίου οι στόχοι και η ρητορική (λ.χ. αντιδικτατορικός ένοπλος αγώνας, κοινωνικός μετασχηματισμός) τρόμαζαν τους παλαιούς κεντρώους. Μεταξύ των τελευταίων ξεχώριζαν, μετά τον θάνατο του Γ. Παπανδρέου, οι έμπειροι πολιτικοί που ιδεολογικά κινούνταν στον ίδιο χώρο του παραδοσιακού φιλελευθερισμού/βενιζελισμού, Γεώργιος Μαύρος και Ιωάννης Ζίγδης. Ταυτόχρονα, μεσούσης της δικτατορίας είχαν αναδυθεί νέες δυνάμεις (σοσιαλδημοκρατικές και φιλοευρωπαϊκές), με γνωστότερο εκπρόσωπό τους τον ακαδημαϊκό Ιωάννη Πεσμαζόγλου. Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που σχηματίσθηκε τον Ιούλιο του 1974 οι νέες αυτές δυνάμεις είχαν σοβαρή παρουσία, ενώ ο κύκλος του Μαύρου έμοιαζε αποδυναμωμένος. Σταδιακά, οι ζυμώσεις για την επανέναρξη της πολιτικής ζωής ξεκίνησαν, αλλά η Ενωση Κέντρου (Ε.Κ.) παρέμεινε ένα κόμμα-φάντασμα και τις πρώτες εβδομάδες της Μεταπολίτευσης, αφού η ενασχόληση του Μαύρου (ως υπουργού Εξωτερικών) με το Κυπριακό αποτελούσε εμπόδιο για την ενεργοποίηση του κομματικού μηχανισμού. Αυτό άλλαξε από τον αστάθμητο παράγοντα της τελευταίας δεκαετίας, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Πολλοί τον ήθελαν επικεφαλής μιας νέας Ε.Κ. Ο ίδιος ο Ανδρέας είχε τους δικούς του σχεδιασμούς, προχωρώντας στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, του οποίου η ιδρυτική διακήρυξη υπερέβαινε ξεκάθαρα τη βενιζελογενή παράδοση.
H ατελής συνεργασία με τις Νέες Δυνάμεις
Η πρωτοβουλία του Ανδρέα ενεργοποίησε όλον τον υπόλοιπο χώρο που ταυτιζόταν με τις ιδέες του Κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας. Ιδρύθηκε η Κίνηση Νέων Πολιτικών Δυνάμεων (ΚΝΠΔ), με πυρήνα αντιδικτατορικές συσπειρώσεις και με μια διακήρυξη που στρεφόταν εναντίον των παλαιών κομμάτων. Την ίδια ώρα, η πλειοψηφία των βουλευτών της Ε.Κ. όρισε ως αρχηγό της και επίσημα τον Μαύρο. Ε.Κ. και ΚΝΠΔ οδηγήθηκαν σε συμμαχία ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου του 1974. Λογικά, ο Πεσμαζόγλου και ο κύκλος του θεωρούσαν περισσότερο ευεπηρέαστο τον Μαύρο, άρα και πιο πιθανή τη μετεξέλιξη του παραδοσιακού Κέντρου σε μια πιο σοσιαλιστική εκδοχή του. Από την πλευρά του, ο ηγέτης της Ε.Κ. ήλπιζε ότι με τη βοήθεια των επιφανών αντιστασιακών της ΚΝΠΔ θα συγκινούσε και τους ριζοσπαστικοποιημένους νέους ψηφοφόρους.
Η συνεργασία Ε.Κ. και Νέων Δυνάμεων (Ε.Κ.-Ν.Δ.) ούτε ανέφελη ούτε αποτελεσματική υπήρξε. Ακόμη και η ονομασία της συμμαχίας τους παρέπεμπε σε μια απλή εκλογική σύμπραξη και η αντίθεση ειδικά των παλαιοκεντρώων απέναντι στους «νεοδυναμίτες» ήταν έντονη. Στην εκλογική διακήρυξη η επιρροή των Νέων Δυνάμεων ήταν σαφής, καθώς στο προοίμιο γινόταν αναφορά στη διαμόρφωση ενός κόμματος αρχών με δημοκρατική λειτουργία και ενεργή συμμετοχή της λαϊκής βάσης. Στην εξωτερική πολιτική υποστηριζόταν ο φιλοδυτικός προσανατολισμός της χώρας, με ταυτόχρονη αναγνώριση της αναγκαιότητας των καλών σχέσεων με τον ανατολικό συνασπισμό. Στην οικονομία η στροφή προς τα αριστερά ήταν ξεκάθαρη. Η Ε.Κ.-Ν.Δ. ως κυβέρνηση θα έβαζε τέλος στην «κερδοσκοπική ασυδοσία του κεφαλαίου» και θα επέκτεινε τον κρατικό έλεγχο σε κάθε στρατηγικό τομέα της οικονομίας. Υπήρχε ιδιαίτερη αναφορά σε πρόγραμμα καθολικής περίθαλψης, ενώ η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας (ως επανεκκίνηση της μεταρρύθμισης που είχε προωθήσει η Ε.Κ. το 1964-65) βρισκόταν στην προτεραιότητα.
Η ήττα ήταν αναμενόμενη, η έκταση της ψήφου υπέρ του Καραμανλή όχι. Το 20,42% που συγκέντρωσε η Ε.Κ.-Ν.Δ. πανελλαδικά οφειλόταν μάλλον στο άθροισμα τοπικών δικτύων. Η δυναμική της ήταν μειωμένη ειδικά στην Πελοπόννησο και στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ ακόμη και στην ακρόπολη του βενιζελισμού, την Κρήτη, η Ε.Κ.-Ν.Δ. ένιωθε την πίεση του ΠΑΣΟΚ. Οσο για τους εσωτερικούς συσχετισμούς, από τους 61 βουλευτές ελάχιστοι ανήκαν στις Νέες Δυνάμεις, αλλά καθώς είχαν εκλεγεί κυρίως στην πρωτεύουσα ο ρόλος τους δεν θα ήταν αμελητέος και η ακτινοβολία τους υπερέβαινε τα όρια των εκλογικών τους περιφερειών.
Αλλεπάλληλες ρήξεις και εκλογική πανωλεθρία
Μέσα στην επόμενη τριετία η Ε.Κ. – Ν.Δ. βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις, τις οποίες δεν κατάφερε να ξεπεράσει. Η διάσταση μεταξύ παραδοσιακών κεντρώων και νεωτεριστών οδήγησε σε αλλεπάλληλες ρήξεις. Ο Αλ. Παναγούλης αποχώρησε πρώτος από το κόμμα, θεωρώντας διασπαστική την παρουσία και δράση του ΚΝΠΔ. Ακολούθως αποχώρησε πρώτα το επιφανές στέλεχος του ΚΝΠΔ, Δ. Τσάτσος, και λόγω της επιμονής του για εκλογική συνεργασία με την Αριστερά, για να τον συνοδεύσουν σύντομα και άλλοι ομοϊδεάτες του, με εξέχοντες τον Γ. Μαγκάκη και τον Χ. Πρωτοπαπά.
Η ηγεσία του Μαύρου δεν αμφισβητούνταν φανερά. Ο Μαύρος επιχειρούσε διαρκώς να συμβιβάσει τις αντίρροπες δυνάμεις για να διατηρήσει το κόμμα ενωμένο. Κάτι που φάνηκε στη διαδικασία επιλογής ονόματος, με την παραδοσιακή πτέρυγα να ζητάει την επιστροφή στην προδικτατορική ονομασία και στο ΚΝΠΔ την προσθήκη του όρου «σοσιαλιστικό», αφού το κόμμα θα μετεξελισσόταν σε σοσιαλδημοκρατικό. Ο Μαύρος επέλεξε την ονομασία Ενωση Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ) σε μια προσπάθεια να συμβιβάσει τις δύο πλευρές, χωρίς αποτέλεσμα. Επίσης, έγινε συστηματική προσπάθεια για ενίσχυση της λαϊκής βάσης, αλλά με μέτρια αποτελέσματα. Την άνοιξη του 1977 το κόμμα διέθετε περίπου 16.000 μέλη, το ένα τέταρτο των οποίων συγκεντρωμένο στην Αττική. Παρά την ύπαρξη περιφερειακών και τοπικών οργανώσεων, η εκλογική παρουσία των φοιτητικών και συνδικαλιστικών παρατάξεων της ΕΔΗΚ διαρκώς έφθινε. Επιπλέον, το κόμμα απέκτησε καταστατικό, στο οποίο κατοχυρωνόταν ο κυρίαρχος ρόλος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στις ενδοκομματικές λειτουργίες. Ως τελικός στόχος της ΕΔΗΚ προσδιοριζόταν ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, όχι μέσα από βίαιη ανατροπή του καθεστώτος, αλλά διά σταδιακών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Οταν προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές την 20ή Νοεμβρίου του 1977, η ΕΔΗΚ βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Καθώς το ΠΑΣΟΚ απέρριψε κάθε περίπτωση εκλογικής συνεργασίας, θεωρήθηκε ο μέγιστος εχθρός. Ο Μαύρος διακήρυξε το περιβόητο: «Κάθε ψήφος στο ΠΑΣΟΚ είναι σφαίρα στην καρδιά της Ελλάδος».
Τελικά, οι κάλπες έδωσαν στην ΕΔΗΚ μόλις το 12% των ψήφων και 15 έδρες, μια πτώση 40% στην εκλογική δύναμη, αλλά 75% στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η κατάρρευση ήταν γενική, ακόμη και στην Κρήτη, ενώ σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα εξελέγη μόνο ένας βουλευτής. Η ήττα ήταν εκκωφαντική από τη στιγμή που χάθηκε η δεύτερη θέση προς όφελος του ΠΑΣΟΚ, ενώ η νικήτρια Ν.Δ. είχε επίσης σοβαρές απώλειες.
Από τον Μαύρο στον Ζίγδη και το κόμμα-σφραγίδα
Αμέσως μετά την ήττα ο Μαύρος παραιτήθηκε από την αρχηγία της ΕΔΗΚ. Θεωρητικά, οι αντίπαλοι για την αρχηγία θα ήταν ο Ζίγδης και ο Πεσμαζόγλου. Μπροστά στη διαφαινόμενη πόλωση, προκρίθηκε η λύση μιας προσωρινής διοικούσας επιτροπής μέχρι τη διεξαγωγή συνεδρίου. Ακολούθησε η ανάδειξη του Ζίγδη ως προέδρου της διοικούσας επιτροπής, που συμπληρωνόταν από τον Νικήτα Βενιζέλο (λόγω ονόματος) και τον Στέλιο Παπαθεμελή (ως τον μοναδικό βουλευτή από τη Μακεδονία).
Ο Ζίγδης ένιωθε δικαιωμένος από την ήττα στις εκλογές της 20ής Νοεμβρίου, καθώς ήταν απών από το κόμμα την περίοδο 1974-77 και απέβλεπε σε ένα συνέδριο τον χειμώνα του 1978 με μικρή, άρα και περισσότερο ελεγχόμενη σύνθεση. Αντιθέτως, ο κομματικός μηχανισμός, η νεολαία και η ΚΝΠΔ στόχευαν σε ταχύ συνέδριο με μεγάλη παρουσία των οργανώσεων. Τελικά, στις αρχές Φεβρουαρίου 1978 συμφωνήθηκε (παρά τις αντιρρήσεις του κύκλου Πεσμαζόγλου) έκτακτο συνέδριο για τις 17-20 Μαρτίου με σύνθεση στην οποία κυριαρχούσαν οι πολιτευτές του κόμματος.
Ακολούθησε μια πρωτότυπη για τα ελληνικά δεδομένα εξέγερση των μελών του κόμματος, που επιζητούσαν ενεργή συμμετοχή στην εκλογή της ηγεσίας. Ο Ζίγδης με την υποστήριξη ελάχιστων βουλευτών διέγραψε όσους διαφωνούσαν με τις απόψεις του, συνοπτικά. Μέσα στον Μάρτιο του 1978 η ΕΔΗΚ είχε μετατραπεί σε κόμμα-σφραγίδα, αρχηγικού τύπου, με πολλά στελέχη να μετακινούνται είτε προς το ΠΑΣΟΚ είτε προς τη Ν.Δ.
Οι παραδοσιακές παθογένειες του κεντρώου χώρου, όπως η συσσώρευση πολλών ικανών και φιλόδοξων ηγετικών στελεχών ή η διαρκής ταλάντευση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς συνάντησαν ένα τεράστιο πρόβλημα προγραμματικού λόγου. Τη δεκαετία του ’60 το Κέντρο πρόβαλε έντονα το αίτημα του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και τη σταδιακή άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου. Οι αλλαγές που προώθησε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήταν κατακλυσμιαίες και καθιστούσαν τη σχετική κεντρώα ρητορική παρωχημένη. Την ίδια ώρα, στην οικονομική ή την εξωτερική πολιτική οι διαφορές μεταξύ ΕΔΗΚ και Ν.Δ. ήταν δυσδιάκριτες, αφού η ενεργός συμμετοχή του κράτους στην οικονομία ή η ένταξη στην ΕΟΚ αποτελούσαν κοινό στόχο των δύο κομμάτων. «Το Κέντρο είμαι εγώ», δήλωνε με αυτοπεποίθηση ο Κ. Καραμανλής στον φιλικό του κύκλο το 1978, αποτυπώνοντας το πρόβλημα του παραδοσιακού βενιζελογενούς χώρου, που προσπαθούσε να μετεξελιχθεί σε σοσιαλδημοκρατικό από το 1974 έως το 1977.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδιαμάντης είναι διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου