Μικρός αριθμός προσφύγων από την Ουκρανία έχει ζητήσει στέγη στις δύο κρατικές δομές που οργανώθηκαν για την υποδοχή τους, στη Σιντική Σερρών και στην Ελευσίνα. Από την αρχή του πολέμου περισσότεροι από 13.000 Ουκρανοί πρόσφυγες έχουν φθάσει στην Ελλάδα, ωστόσο η πλειονότητα αυτών διαμένει σε σπίτια γνωστών ή συγγενών. Οσοι Ουκρανοί επέλεξαν την Ελλάδα ως προορισμό τους αντί για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το έκαναν ακριβώς γιατί έχουν κατά κάποιο τρόπο δεσμούς με τη χώρα και γνώριζαν ότι μπορούν να βρουν απάγκιο.
Η γιαγιά ή η μάνα είχε παλιά δουλέψει εδώ, κάποιες γυναίκες παρέμειναν στην Ελλάδα και έκαναν καινούργια οικογένεια, συγγενείς ή φίλοι δουλεύουν εδώ. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι ανάγκες μεγαλώνουν εφόσον μέσα στην τελευταία εβδομάδα πάνω από 8 άνθρωποι έχουν ζητήσει στέγη στη δομή της Βόρειας Ελλάδας και 15 στην Ελευσίνα.
Ανθρωποι που από τη μια γελούν που είναι ασφαλείς και την ίδια στιγμή κλαίνε για όσα έχασαν. Η Νίνα Τοπάλοβα, ομογενής από τη Μαριούπολη, και η Ολγα Πλάσκοβα, με ελληνική καταγωγή, από την Οδησσό, οι οποίες έφθασαν πριν από δύο εβδομάδες στη δομή στις Σέρρες, μας μιλούν για όσα έζησαν. Οι διηγήσεις τους; Εύχεσαι να ήταν ψέμα.
«Γω είμαι δασκαλίτσα, κάνω δουλειά στα σκόλια». Η Νίνα Τοπάλοβα λέει μια φράση στη ρουμέικη διάλεκτο που μιλούν οι Ελληνες της Μαριούπολης. «Καταλαβαίνετε, έτσι δεν είναι;» ρωτάει. Είναι Ελληνίδα ομογενής που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μαριούπολη. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Μετάφραση και δίδασκε ελληνικά σε σχολεία της Ουκρανίας. «Τα ελληνικά διδάσκονται σε πολλά σχολεία στην Ουκρανία ως δεύτερη ξένη γλώσσα
μετά τα αγγλικά», λέει.
«Είμαι ή ήμουν;»
Η Νίνα σκέφτεται τα πράγματα που άφησαν πίσω τους και που δεν θα τα ξαναβρούν ποτέ. Την κιθάρα του γιου της, το αρκουδάκι που είχε από όταν γεννήθηκε, οικογενειακές φωτογραφίες από τα παιδιά όταν ήταν μικρά…
Ολα αυτά μέχρι πριν από ένα μήνα, όταν ξεκίνησε η επέμβαση των Ρώσων στην Ουκρανία. Δεν ξέρει αν πρέπει να μιλάει σε παρελθοντικό ή σε παρόντα χρόνο: «Είμαι ή ήμουν; Δεν ξέρω πια. Κάπως πρέπει να ξεκινήσουμε μια καινούργια ζωή. Να βρω το κουράγιο και να τα καταφέρω γιατί έχω μικρά παιδιά», λέει, σχεδόν σαν να μιλάει στον εαυτό της.
Ενώ οι βόμβες γκρέμιζαν και έκαιγαν τα πάντα, έμαθε ότι οργανώνεται η έξοδος από την πόλη του διπλωματικού κονβόι με Ελληνες και ξένους διπλωμάτες και δημοσιογράφους. Επικοινώνησε με το προξενείο και συνεννοήθηκε να ενταχθεί στην αποστολή. Στο ιδιωτικό της αυτοκίνητο έβαλε τα δύο της παιδιά, τον γιο της, 10 ετών, και την κόρη της, 8, τη μητέρα της και την αδελφή της, την οποία σχεδόν έσυρε με το ζόρι, και ακολούθησε την πομπή των αυτοκινήτων. «Επί πέντε μέρες οδηγούσα 18-22 ώρες τη μέρα. Στην αρχή φοβόμουνα πολύ, όλα ήταν κατεστραμμένα, δεν πίστευα ότι θα βρούμε διέξοδο, ένα δρόμο να φύγουμε. Αλλά τα καταφέραμε. Οχι, δεν αισθάνθηκα να απειλούμαι. Μας έκαναν έλεγχο, μια φορά άνοιξαν το πορτ μπαγκάζ. Αυτό ήταν όλο», διηγείται.
Εφθασε στην Ελλάδα στις 6 Μαρτίου και έκτοτε μένει στη δομή της Σιντικής. Λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχαν ολοκληρώσει την ανακαίνιση του σπιτιού, ήταν πολύ όμορφο. «Η κόρη μου στην αρχή έκλαιγε συνεχώς και με παρακαλούσε “μαμά, πάμε σπίτι”».
Τη ρωτάω αν γνωρίζει τι έχει γίνει το σπίτι τους. «Δυστυχώς, ναι», μου απαντά. «Δεν υπάρχει πια. Τίποτα δεν υπάρχει πια, όλα κάηκαν». Σκέφτεται ξανά και ξανά τα πράγματα που άφησαν πίσω τους και που δεν θα τα ξαναβρούν ποτέ. Την κιθάρα του γιου της, «πήρε μόνο το μπουζούκι μαζί του», το αρκουδάκι που είχε από όταν γεννήθηκε, οικογενειακές φωτογραφίες από τα παιδιά όταν ήταν μικρά. «Το λάπτοπ μου. Ούτε αυτό πήρα. Τουλάχιστον πήρα τα χαρτιά μας».
Τα δύο παιδιά ξεκίνησαν να πηγαίνουν στο ελληνικό σχολείο και παρότι δεν καταλαβαίνουν πολλά, τους έκανε καλό. «Η κόρη μου είχε άγχος, έλεγε “δεν θα καταλαβαίνω και δεν θα πάρω καλούς βαθμούς”». Ομως η υποδοχή των άλλων παιδιών έκανε θαύματα. «Μια μέρα γύρισε και με ρώτησε: “Μαμά, τι σημαίνει αγκαλίτσα;” Της εξήγησα και χαμογέλασε πλατιά. Είχα καιρό να τη δω χαρούμενη».
Η διήγησή της γεμίζει ονόματα ανθρώπων που μέσα σε λίγες μέρες από άγνωστοι έγιναν ο Κώστας, η Μιμί, η Μαρία και που στηρίζουν την προσπάθειά της να συνεχίσει. «Δεν θέλω να ζω έτσι και πρέπει να βρω δυνάμεις να αρχίσω από την αρχή. Σήμερα έφτιαξα το βιογραφικό μου», μου λέει με περηφάνια. Και έπειτα με ρωτά: «Γιατί μας έδιωξαν έτσι άδικα από την πόλη μας;».
«Μετά είδα τα καράβια…»
Η Ολγα Πλάσκοβα είναι χημικός και εργαζόταν σε εργοστάσιο παραγωγής φαρμάκων. Εχει σπουδάσει Ελληνικά στο Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού στην Οδησσό, όπου γεννήθηκε και ζούσε. Ζητάει συγγνώμη για τα λάθη της όταν μιλάει ελληνικά. «Εχω έρθει μερικές φορές στην Ελλάδα, αλλά δέκα χρόνια τώρα δεν είχα κάνει καθόλου πρακτική. Θυμάμαι τη γλώσσα ξανά σιγά σιγά», δικαιολογείται. Εφθασε στην Ελλάδα με τα δύο παιδιά της, τον γιο της, 7 χρόνων, και την κόρη της, 8 χρόνων, πριν από δύο εβδομάδες με το λεωφορείο, αποστολή που είχε οργανώσει το προξενείο της πόλης. Ο πατέρας των παιδιών, γιατρός στο επάγγελμα, έχει παραμείνει στην Οδησσό.
Τις πρώτες ημέρες τα παιδιά ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, είχαν συνεχώς άγχος. Τώρα πηγαίνουν στο ελληνικό σχολείο στις Σέρρες και ξεκίνησαν να μαθαίνουν ελληνικά. Ο γιος της μάλιστα συνειδητοποίησε ότι «οι μεγάλοι είχαν δίκιο» όταν του έλεγαν να μάθει ξένες γλώσσες. «Είμαστε καλύτερα πλέον. Και βέβαια είμαστε ζωντανοί και ασφαλείς, κάτι που δεν είναι καθόλου προφανές όπως έχει εξελιχθεί ο πόλεμος», λέει η Ολγα.
Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος πίστευε πως θα τελειώσει σύντομα. «Ξέραμε ότι υπήρχαν κάποια προβλήματα, αλλά λέγαμε θα περάσει. Στη Σοβιετική Ενωση μας έλεγαν ότι όλοι είμαστε αδέλφια. Μετά είδα τα καράβια στο λιμάνι της Οδησσού και κατάλαβα ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα», λέει.