Η ελληνική χούντα και το διεθνές σύστημα

Η ελληνική χούντα και το διεθνές σύστημα

Η διπλωματική διαχείριση της συνταγματικής εκτροπής αποδείχθηκε ευθύς εξαρχής μία από τις πιο δύσκολες αποστολές των δικτατόρων. Στους Δυτικούς, πρωτίστως στους Αμερικανούς, η χουντική κυβέρνηση προσέφερε άμεσα διαβεβαιώσεις ως προς τη νομιμοφροσύνη της έναντι του ΝΑΤΟ και των υποχρεώσεων που απέρρεαν για τη χώρα από τη συμμετοχή της σε αυτό

4' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η διπλωματική διαχείριση της συνταγματικής εκτροπής αποδείχθηκε ευθύς εξαρχής μία από τις πιο δύσκολες αποστολές των δικτατόρων. Στους Δυτικούς, πρωτίστως στους Αμερικανούς, η χουντική κυβέρνηση προσέφερε άμεσα διαβεβαιώσεις ως προς τη νομιμοφροσύνη της έναντι του ΝΑΤΟ και των υποχρεώσεων που απέρρεαν για τη χώρα από τη συμμετοχή της σε αυτό. Στους Ανατολικούς πρόβαλλε την ανάγκη όχι απλώς διατήρησης, αλλά ακόμα και εμβάθυνσης των σχέσεων, ιδίως στο επίπεδο των εμπορικών συναλλαγών, με σκοπό την εξυπηρέτηση αμοιβαίων συμφερόντων. Εξάλλου, η οικονομική παράμετρος αποτέλεσε, σε βάθος χρόνου, δέλεαρ και για πολλά δυτικά κράτη, τα οποία είτε διέθεταν ήδη είτε επιδίωκαν να διευρύνουν τις επενδύσεις ή τις εξαγωγές τους (συμπεριλαμβανομένων οπλικών συστημάτων) στην Ελλάδα.

Eνα από τα πρώτα απτά δείγματα των διεθνών δυσχερειών που θα αντιμετώπιζε το καθεστώς των συνταγματαρχών υπήρξε η άμεση αναστολή εφαρμογής της Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, η οποία ελήφθη από τα έξι κράτη-μέλη της Κοινότητας ως αντίδραση στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπό συνθήκες πολιτικής ανελευθερίας στην Ελλάδα, η εκτέλεση της Συμφωνίας δεν μπορούσε να συνεχιστεί, καθώς η ύπαρξη δημοκρατικών θεσμών αποτελούσε προϋπόθεση για την ομαλή εφαρμογή της. Η de facto διακοπή της λειτουργίας των κυριότερων οργάνων της Συμφωνίας (δηλαδή του Συμβουλίου Σύνδεσης και της Μεικτής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης) επιβεβαίωσε το αδιέξοδο. Ηταν ένα ισχυρό πλήγμα έναντι της χούντας, τόσο από άποψη συμβολική όσο και πρακτική, καθώς το «πάγωμα» της Συμφωνίας Σύνδεσης συνεπαγόταν σοβαρές οικονομικές απώλειες για την ελληνική πλευρά (πρωτίστως αποστέρηση σημαντικών χρηματοδοτικών κεφαλαίων).

Παράλληλα, άρχισαν να εκδηλώνονται και οι πρώτες επίσημες αντιδράσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Πρωταγωνιστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση διαδραμάτισε στις αρχές Μαΐου του 1967 η Δανία, η κυβέρνηση της οποίας επιδίωξε τη συζήτηση στο Συμβούλιο Υπουργών της Συμμαχίας της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα εξαιτίας του πραξικοπήματος. Προκειμένου να αποφύγει την απευκταία για το ίδιο προοπτική συζήτησης της αυταρχικής φύσης του σε ένα διεθνές forum, το δικτατορικό καθεστώς επικαλέστηκε την αρχή της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των μελών του ΝΑΤΟ. Η συζήτηση τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, κυρίως λόγω της αρνητικής στάσης των ΗΠΑ, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση την ελληνική πλευρά.

Η αποτυχία της πρωτοβουλίας της Δανίας στο ΝΑΤΟ κατέδειξε ότι το πεδίο της Συμμαχίας δεν ήταν το ενδεδειγμένο για την ανάδειξη του προβλήματος της κατάλυσης της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Σε έναν στρατιωτικό οργανισμό ήταν μοιραίο να επικρατεί η στάθμιση των στρατηγικών συμφερόντων εις βάρος των ηθικών αρχών. Αυτό ίσχυε κατά μείζονα λόγο για τα ισχυρότερα μέλη του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, πρωτίστως για τις ΗΠΑ, και έμελλε σε μεγάλο βαθμό να προσδιορίσει τη στάση του ΝΑΤΟ απέναντι στο καθεστώς των συνταγματαρχών. Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στο εσωτερικό της, η Ελλάδα εξακολουθούσε να αποτελεί χρήσιμο σύμμαχο σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη περιοχή. Η διατήρησή της εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ προκρίθηκε ως ύψιστη προτεραιότητα. Η μεσολάβηση, αφενός, στις αρχές Ιουνίου του 1967, της νέας όξυνσης του Μεσανατολικού ζητήματος, η οποία έλαβε τη μορφή της εκδήλωσης του αραβοϊσραηλινού Πολέμου των Εξι Ημερών, αφετέρου, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, της εισβολής στρατιωτικών δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας, καθοδηγούμενων από τη Σοβιετική Ενωση, στην Τσεχοσλοβακία, μοιραία ενίσχυσε τις στρατηγικές ευαισθησίες ιδίως της Ουάσιγκτον, με αποτέλεσμα εμμέσως να διευκολύνει τις επιδιώξεις των πραξικοπηματιών για την εξασφάλιση, αν όχι υποστήριξης, πάντως οπωσδήποτε ανοχής του καθεστώτος των συνταγματαρχών.

Η άμεση αναστολή εφαρμογής της Συμφωνίας Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ ήταν ένα ισχυρό πλήγμα έναντι της χούντας, τόσο από άποψη συμβολική όσο και πρακτική.

Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο ΝΑΤΟ, πολύ πιο πρόσφορο έδαφος για την καταδίκη της ελληνικής δικτατορίας υπήρχε στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Τον Σεπτέμβριο του 1967, οι κυβερνήσεις της Δανίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Ολλανδίας κατέθεσαν προσφυγές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τις οποίες κατηγορούσαν ευθέως τη χουντική κυβέρνηση ότι καταπατούσε βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα. Οι προσφυγές αποτέλεσαν ισχυρό πλήγμα για το δικτατορικό καθεστώς, καθώς όχι μόνο το εξέθεταν διεθνώς, αλλά επιπλέον αμφισβητούσαν ανοιχτά τη συμβατότητά του με τις θεμελιώδεις αρχές του δυτικού κόσμου και της ευρωπαϊκής οικογένειας. Η ενδελεχής εξέταση των καταγγελιών απέδειξε την απόλυτη βασιμότητά τους. Ενόψει της λήψης απόφασης αποβολής της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, τον Δεκέμβριο του 1969 η χούντα ανακοίνωσε την «οικειοθελή» απόσυρση της χώρας από τον οργανισμό του Στρασβούργου.

Η προϊούσα απομόνωση της Ελλάδας από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης ώθησε τη χούντα να αναζητήσει εναλλακτικούς διπλωματικούς δρόμους. Σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκαν τα ανοίγματα που επιχείρησε η Αθήνα προς κράτη της Αφρικής, όπως η Λιβύη, το Κονγκό και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, χωρίς ωστόσο τα αποτελέσματα να είναι εντυπωσιακά από την άποψη της εξασφάλισης απτών ωφελημάτων για την ελληνική πλευρά. Αντίστοιχα ανοίγματα έγιναν και προς την κατεύθυνση του ανατολικού κόσμου, με πιο θεαματικά την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με την Αλβανία και τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η οποία μάλιστα επισφραγίστηκε με την επίσημη επίσκεψη που πραγματοποίησε στο Πεκίνο, τον Μάιο του 1973, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και μέλος της τριανδρίας των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου, Νικόλαος Μακαρέζος.

Οχι τυχαία, το δικτατορικό καθεστώς εντέλει κατέρρευσε λόγω μιας μείζονος αποτυχίας εξωτερικής πολιτικής, η οποία πήρε τη μορφή της καταστροφικής διαχείρισης του Κυπριακού. Παρωθούμενοι από εθνικιστικές παρορμήσεις και παραγνωρίζοντας τους στοιχειώδεις κανόνες της διπλωματικής λογικής, οι ιθύνοντες της χούντας, με μια σειρά από ερασιτεχνικούς χειρισμούς, προκάλεσαν διαδοχικές κρίσεις στο Κυπριακό, οι οποίες όχι μόνο επιδείνωσαν την ελληνική θέση, αλλά επιπλέον κατέληξαν στη δημιουργία χάσματος ανάμεσα στην Αθήνα και στη Λευκωσία. Η επικράτηση στην Αθήνα τής εντελώς αθεμελίωτης αντίληψης ότι ενωτική λύση του Κυπριακού μπορούσε να προκύψει μέσα από μονομερείς ελληνικές ενέργειες, δημιούργησε τις προϋποθέσεις πλήρους αποσταθεροποίησης. Το πραξικόπημα εναντίον του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ τον Ιούλιο του 1974 αποτέλεσε τον τραγικό επίλογο, ανοίγοντας τον δρόμο για την τουρκική εισβολή και την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Μεγαλονήσου.

* Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είναι συνεπιμελητής του συλλογικού τόμου «The Greek junta and the international system. A case study of Southern European Dictatorships, 1967-1974», Routledge, Λονδίνο 2020.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή