Ο Π. Λιάκουρας στην «Κ»: Επέτειος μνήμης, αλλά και κριτικής

Ο Π. Λιάκουρας στην «Κ»: Επέτειος μνήμης, αλλά και κριτικής

Το εναρκτήριο λάκτισμα της κυπριακής τραγωδίας ήταν το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας στις 15 Ιουλίου ’74 που ανέτρεψε τον Μακάριο, νόμιμο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι της ήταν εμπόδιο για την ένωση με την Ελλάδα

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το εναρκτήριο λάκτισμα της κυπριακής τραγωδίας ήταν το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας στις 15 Ιουλίου ’74 που ανέτρεψε τον Μακάριο, νόμιμο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι της ήταν εμπόδιο για την ένωση με την Ελλάδα. Ηταν άφρων κίνηση καθώς δεν λήφθηκε υπόψη ότι μετά το 1964 από καραμπόλα η διακυβέρνηση της Κύπρου από δικοινοτική περιήλθε στον κυριαρχικό έλεγχο της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Την κατάσταση αυτή διαμόρφωσε το 1963 η πρόταση τροποποίησης των 13 σημείων του Συντάγματος μεταξύ των οποίων η κατάργηση του δικαιώματος βέτο της τουρκοκυπριακής κοινότητας που ώθησε τους αιρετούς αξιωματούχους της να αποχωρήσουν από τη διακυβέρνηση και να απομονωθούν σε θυλάκους. Επρόκειτο για de facto συνταγματική μεταβολή, ό,τι δηλαδή θα είχε συμβεί εάν η Κύπρος είχε ακολουθήσει τη διεθνή διαδικασία της αποαποικιοποίησης.

Η Κυπριακή Δημοκρατία εκπροσωπούμενη από την ελληνοκυπριακή κοινότητα έκτοτε έχει τόσο την εσωτερική νομιμοποίηση με βάση το δίκαιο της ανάγκης (salus populi suprema lex esto), που δικαιολόγησε τη συνταγματική τροποποίηση, όσο και τη διεθνή νομιμοποίηση με την αναγνώρισή της ως νόμιμης εκπροσώπου, βάσει του ψηφίσματος 186/1964 του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ)/ΗΕ. Ομως και η συνταγματική αναθεώρηση 1972-1974, εάν δεν διακοπτόταν, θα προνοούσε καθεστώς τοπικής αυτοδιοίκησης των Τουρκοκυπρίων με ελληνοκυπριακή διακυβέρνηση της επικράτειας. Αυτό ήταν το status quo πριν από το χουντικό πραξικόπημα και τη διπλή εισβολή του Ιουλίου – Αυγούστου ’74.

Με πρόφαση την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου, η Τουρκία ισχυρίστηκε ότι απειλείτο η πολιτειακή δομή, η οποία έπρεπε να αποκατασταθεί. Εισέβαλε στρατιωτικά ανατρέποντας το status quo που επί δεκαετία λειτουργούσε, επικαλούμενη το άρθρο 4 της συνθήκης εγγύησης του 1960. Βάσει αυτού Ελλάδα, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία που ίδρυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία αναλάμβαναν την εποπτεία ότι η δικοινοτική δομή της πολιτειακής οργάνωσής της (state of affairs κατά τη συνθήκη) θα διατηρούνταν ως αυστηρή συνταγματική δέσμευση. Ομως από το 1964 η δομή, με το δίκαιο της ανάγκης, τελούσε υπό συνταγματική μεταβολή, με σιωπηρή συναίνεση αμφοτέρων.

Το άρθρο 4 της συνθήκης εγγύησης που επικαλέστηκε η Τουρκία, αν και προβλέπει την επέμβαση –κακώς–, αυτό δεν συνεπαγόταν ότι η στρατιωτική λύση είναι το πρώτο ή μόνο μέσο αποκατάστασης. Επιπλέον δεν τεκμηριώθηκε ότι δεν υπήρχαν άλλα μέσα αντίδρασης, ούτε ότι ήταν αναγκαία. Πολύ περισσότερο που ούτε η τουρκοκυπριακή κοινότητα κινδύνευσε, ούτε έγινε η ένωση. Ομοίως ούτε το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν επιθυμούσε ανάμειξη σήμαινε ότι παραχωρούσε λευκή επιταγή προς την Τουρκία. Ηταν μια εισβολή που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ούτε ως αναγκαία ούτε ως αναλογική.

Η πρώτη εισβολή κατέληξε στην κατοχή του 7% της επικράτειας. Η δεύτερη οδυνηρότερη φάση της εισβολής της 14ης Αυγούστου κατέληξε στην κατοχή του 36,7%. Η Αμμόχωστος εγκαταλείφθηκε από το ελληνικό στοιχείο υπό συνθήκες υβριδικού πολέμου –με σημερινούς όρους– και περιφράχθηκε με προοπτική να καταστεί διαπραγματευτικό χαρτί της Τουρκίας σε μια μελλοντική διευθέτηση.

Το άρθρο 4 της συνθήκης εγγύησης που επικαλέστηκε η Τουρκία, αν και προβλέπει την επέμβαση –κακώς–, αυτό δεν συνεπαγόταν ότι η στρατιωτική λύση είναι το πρώτο ή μόνο μέσο αποκατάστασης.

Μετά την πρώτη εισβολή ενώ θα αναμενόταν η καταδίκη της και για ορισμένους η επιστροφή στο status quo ante –κατάσταση προ εισβολής– το ΣΑ/ΗΕ για να μη συνεχιστεί ο πόλεμος, κάλεσε τις τρεις εγγυήτριες χώρες να διαπραγματευτούν την επανόρθωση της συνταγματικής τάξης, ήτοι του αρχικού δικοινοτικού κράτους της Ζυρίχης. Ο διεθνής παράγοντας αναζητούσε ένα νέο πλαίσιο συνοίκησης των δύο κοινοτήτων, δηλαδή μιας νέας συνταγματικής δομής, όπως η ομοσπονδία, αφού η εξ αδιαιρέτου διακυβέρνηση δεν ήταν δυνατόν να επαναλαμβανόταν. Επιπλέον ζήτησε τον σεβασμό της κυριαρχίας και ενότητας της Κύπρου και τον τερματισμό κάθε ξένης επέμβασης (intervention). Η προοπτική της ομοσπονδιακής συγκρότησης από τότε είναι μόνη λύση εάν η επανένωση είναι ο στόχος.

Στη συνδιάσκεψη της Γενεύης ’74 που ακολούθησε, η Τουρκία πρότεινε την πολυπεριφερειακή ομοσπονδία, ενώ η τουρκοκυπριακή ηγεσία την ομοσπονδία δύο πολιτειών. Και οι δύο ζήτησαν εσωτερικές διευθετήσεις για την ανακατανομή των δύο κοινοτήτων. Στην επανάληψη των διαπραγματεύσεων της 13ης Αυγούστου 1974, η Τουρκία επειδή δεν ικανοποιήθηκαν τα αιτήματά της από την Ελλάδα και την ελληνοκυπριακή ηγεσία, εξαπέλυσε νέα εισβολή στις 14 Αυγούστου, με την οποία ολοκλήρωσε το αρχικό σχέδιο να κατέχει το 36,7%.

Το ΣΑ/ΗΕ δεν καταδίκασε τον «Αττίλα» ως εισβολή, τον χαρακτήρισε επέμβαση, όμως προκύπτει από δύο διαφορετικά διεθνή δικαστήρια ότι ήταν εισβολή και ασκείται κατοχή μέχρι σήμερα. Οπως διατυπώθηκε, η μονομερής ανακήρυξη «κράτους» των Τουρκοκυπρίων το 1983 κηρύχθηκε άκυρη και ανυπόστατη ως προϊόν παραβίασης χρήσης βίας. Η κατοχή που είναι αποτέλεσμα χρήσης βίας καθιστά την Τουρκία υπεύθυνη παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις κατεχόμενες περιοχές, στερώντας Ελληνοκύπριους από τις περιουσίες τους, τις οικίες τους καθώς και την επανεγκατάσταση στις πατρογονικές εστίες τους.

* Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή