Τα Γλυπτά και το «κρυφτό» του Βρετανικού Μουσείου

Τα Γλυπτά και το «κρυφτό» του Βρετανικού Μουσείου

Οι δηλώσεις και οι αληθινές προθέσεις. Ο Νικόλαος Σταμπολίδης και η Βικτόρια Χίσλοπ γράφουν για την παρελκυστική τακτική του Βρετανικού Μουσείου

11' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από την εποχή που το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα εξαντλούνταν σε μονότονες διεκδικήσεις και σνομπ απαντήσεις άπαξ κατ’ έτος, έχουμε φτάσει σε σημείο που δεν περνάει μήνας χωρίς να συζητάμε για το θέμα. Αν πιστέψουμε τις πρόσφατες δηλώσεις στελεχών του Βρετανικού Μουσείου για νέους τρόπους συνεργασίας με την Ελλάδα, τότε θα λέγαμε ότι πράγματι κάτι αλλάζει. Αν όμως διαβάσουμε τις επίσημες ανακοινώσεις του μουσείου θα δούμε ότι οι πάγιες θέσεις του δεν έχουν αλλάξει και ότι για το Βρετανικό Μουσείο τα Γλυπτά του Παρθενώνα παραμένουν Ελγίνεια Μάρμαρα.

Τι να πιστέψουμε τελικά; Τα γλυπτά ή τα μάρμαρα; Ρωτήσαμε τον πλέον αρμόδιο, τον Νικόλαο Σταμπολίδη, γενικό διευθυντή του Μουσείου Ακρόπολης και τη Βρετανίδα συγγραφέα Βικτόρια Χίσλοπ, η οποία πρόσφατα ένωσε τη φωνή της με τη Βρετανική Επιτροπή που διεκδικεί την επανένωση των Γλυπτών.

Ελγίνεια μάρμαρα ή Παρθενώνεια γλυπτά;

Του Νικόλαου Σταμπολίδη* 

Τα Γλυπτά και το «κρυφτό» του Βρετανικού Μουσείου-1Με αφορμή τις δηλώσεις – προτάσεις του Βρετανικού Μουσείου από τον αναπληρωτή διευθυντή του Τζόναθαν Ουίλιαμς ας ξεκαθαρίσουμε ορισμένα ζητήματα.

Οι οποιεσδήποτε ειλικρινείς προτάσεις δεν μπορεί παρά να είναι καλοδεχούμενες. Ωστόσο, η προτεινόμενη συνεργασία ανάμεσα στα μουσεία, και δεν εννοώ μόνο μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και του Μουσείου της Ακρόπολης αλλά και άλλων μουσείων της χώρας μας, υπάρχει πολλά χρόνια τώρα, αφού πρόκειται για ιδρύματα πολιτισμού και πολιτισμός σημαίνει και ανθρώπινες σχέσεις και συνεργασία. Δεν υπάρχει όμως για διεκδικούμενα από τη χώρα μας πολιτιστικά αγαθά, όπως τα Παρθενώνεια.

Ξεκινώ με την αντισθενική ρήση «αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις». Πώς ονομάζονται τα διεκδικούμενα αγαθά, «Ελγίνεια μάρμαρα» ή «Παρθενώνεια αρχιτεκτονικά γλυπτά»; Γιατί η ονομασία φανερώνει και την α-λήθεια, το «α» στερητικό της λήθης.

Το γεγονός ότι ξεριζώθηκαν μετόπες, τμήματα της ζωφόρου, ανάγλυφα και γλυπτά από τον Παρθενώνα δεν αμφισβητείται από κανέναν. Υπάρχουν τεκμήρια και έχουν γραφτεί δεκάδες άρθρα και εργασίες επ’ αυτού. Η πρόκληση βλάβης των μελών ενός αρχιτεκτονικού συνόλου, όπως το σώμα του Παρθενώνα, ακόμα και σε όσα τμήματα κείτονταν κάτω μετά την καταστροφή του 1687 είναι δεδομένη και αναμφισβήτητη και είχε προκληθεί από την επιθυμία σύλησης της ομορφιάς τους, που συνοδευόταν από τη βιαστική αποκοπή τους ώστε να προλάβουν οι συνεργάτες του Έλγιν, ο Λουζιέρι και ο Χαντ, να τα απομακρύνουν στη Γηραιά Αλβιώνα πριν μαθευτεί η αλήθεια της ιταλικής μετάφρασης του δήθεν «φιρμανιού» της Υψηλής Πύλης.

Η βιαιότητα της απόσπασης και η αποκοπή με πριόνια ή σφυροκοπήματα και καλέμια κυρίως των μεγάλων λίθων της ζωφόρου, ώστε να αφαιρεθεί μεγάλο τμήμα του όγκου και του βάρους από αυτά με αποτέλεσμα οι ισχυροί δόμοι πάχους περίπου 65 εκατοστών να καταλήξουν «ανάγλυφες πλάκες», πάχους 14-23 εκατοστών, δικαιολογεί την ονομασία τους ως «μάρμαρα του Έλγιν», καθώς είχε αλλοιώσει τη μορφή και την ακεραιότητα τους, αυτήν που η φθορά των αιώνων είχε σεβαστεί και αφήσει αλώβητη έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα αποσπασμένα και κολοβωμένα γλυπτά από το αρχιτεκτόνημα στο οποίο ανήκαν, είχαν πλέον καταντήσει «μάρμαρα» για τη διακόσμηση της οικίας του Ελγιν πριν πωληθούν στο Βρετανικό Μουσείο το 1816.

Μάρμαρο είναι το υλικό της κατασκευής του συνόλου του Παρθενώνα. Η σύλληψη της ιδέας, ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του αριστουργηματικού ναού του Παρθενώνα, έχει μετατρέψει την ύλη, το μάρμαρο, σε έργο τέχνης, σε πνευματικό δημιούργημα που υπερβαίνει όχι μόνο το υλικό της κατασκευής του αλλά και όλα τα παλαιότερα, σύγχρονα και μεταγενέστερα του οικοδομήματα και γι’ αυτό αποτελεί σήμερα το μνημείο – σύμβολο του παγκόσμιου πολιτισμού. Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα του οποίου τα ανάγλυφα των μετοπών και της ζωφόρου του και τα έξεργα γλυπτά των αετωμάτων του αποτελούν αναπόσπαστα μέλη του. Δεν πρόκειται δηλαδή για ελεύθερα γλυπτά ή ανάγλυφα που έστεκαν σε κάποιο δημόσιο χώρο ή ιερό ή ακόμα σε κάποιο νεκροταφείο.

Επομένως, η ονομασία τους, αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα ή επί το απλούστερον «Παρθενώνεια γλυπτά», φανερώνει και την αλήθεια τους και αυτήν αναζητά η πλειονότητα του βρετανικού λαού και η παγκόσμια κοινότητα, ήδη από την εποχή της ιεροσυλίας της απόσπασης τους. Οχι μόνο από τον λόρδο Βύρωνα και τους 30 βουλευτές του Βρετανικού Κοινοβουλίου που καταδίκαζαν το 1816 την κλοπή και αρνούνταν την αγορά τους από τον Ελγιν για το Βρετανικό Μουσείο, αλλά και από μια σειρά διανοητών, ιστορικών, ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών και απλών ανθρώπων έως σήμερα απ’ όλο τον κόσμο.

Ο σχεδιασμός της Duween Gallery για να δεχτεί τα αποσπασμένα Παρθενώνεια, δεν στέκει μουσειογραφικά και μουσειολογικά γιατί ακριβώς αποτελεί μια έκθεση «μαρμάρων» που είναι κρεμασμένα στους τοίχους της, σαν πίνακες ζωγραφικής, αποκομμένα και άσχετα από το μνημείο στο οποίο ανήκουν. Πέραν της αισθητικής τους αξίας μοιάζουν αιχμάλωτα σε μια αίθουσα που σχεδιάστηκε για να τα περιβάλλει και να τα φυλακίσει και δεν διδάσκουν – και μάλιστα από ένα μουσείο το οποίο θέλει να ονομάζεται και να υπερηφανεύεται ότι είναι εγκυκλοπαιδικό και εκπαιδευτικό – τίποτα άλλο από την βίαιη απομάκρυνση και την αποκοπή από το σύνολο τους, που δεν είναι άλλο από το μνημείο – σύμβολο του παγκόσμιου πολιτισμού.

Τα αναφερόμενα παραπάνω γίνονται περισσότερο εύληπτα και κατανοητά από την απόσπαση σχεδόν του μισού μήκους της ζωφόρου του Παρθενώνα, της εικονογράφησης, όπως έχω υποστηρίξει και αλλού, της πομπής των Παναθηναίων, της πομπής της ίδιας της Δημοκρατίας όπου αντιπροσωπεύονται όλες οι κοινωνικές τάξεις: άνδρες και γυναίκες, ιππείς και αρματοδρόμοι, νέοι και μεγαλύτεροι, άρχοντες και θήτες, συνολικά η απεικόνιση της γιορτής της γιορτής της δημοκρατίας, που οι αρχαίοι Ελληνες τόλμησαν να σκεφτούν, να σχεδιάσουν, να εκτελέσουν γλυπτικά και να την τοποθετήσουν στο υψηλότερο σημείο του σηκού του ναού κυρίως για τα μάτια των θεών. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για την αποκοπή των μισών συμμετεχόντων μιας σημερινής παρέλασης στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου ή στην οδό Αμαλίας στην Αθήνα και η αιχμαλωσία τους σε ξένη γη.

Θεωρώ ότι ήρθε η ώρα για μια ειλικρινή και γενναία απόφαση εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας. Το ότι θαυμάζουν τα γλυπτά περισσότεροι επισκέπτες στο Λονδίνο από ότι στην Αθήνα δεν αποτελεί σοβαρή δικαιολογία για την παραμονή τους εκεί. Αρκεί να αντιπαραβάλει κανείς την ποσότητα του αριθμού των επισκεπτών με την ποιότητα της ολοκληρωμένης αίσθησης και αισθητικής στο Μουσείο Ακρόπολης, όπου τα μεγέθη και το σύνολο του μνημείου εναρμονίζονται με τον Παρθενώνα που στέκει πάνω στον ιερό βράχο, με το φως της ροδοδάχτυλης Αυγής, με το φως του Απόλλωνα τη μέρα, με το φως της μενεξεδένιας Αθήνας που πέφτει πάνω τους το δειλινό, όπως το υμνεί ο Πίνδαρος, ή με την πανσέληνο – Πασιφάη ή ακόμα και με το «αλφαβητάρι» των άστρων του νομπελίστα Σεφέρη τις ασέληνες νύχτες.

Μόνο με την επανένωση τους, τα «μάρμαρα» θα μπορέσουν να ξαναγίνουν Παρθενώνεια γλυπτά, να επανακτήσουν την λάμψη τους, τα «μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο», όπως λέει ο Ρίτσος.

Το ότι η επιστροφή και η επανένωση των Παρθενώνειων γλυπτών δεν είναι ζήτημα της βρετανικής κυβέρνησης, γιατί προσκρούει στην ανεξαρτησία της λειτουργίας του Βρετανικού Μουσείου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σόφισμα, δικαιολογία που καταρρίπτεται εύκολα αν αναλογιστεί κανείς ποιος διορίζει τους Trustees του Μουσείου καθώς και την οικονομική εξάρτηση του προϋπολογισμού του από το Υπουργείο Πολιτισμού της Μεγάλης Βρετανίας.

Οπως επίσης δεν μπορεί να σταθεί το επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου δια του αναπληρωτή διευθυντή του, ότι τα γλυπτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας 200 χρόνων του μουσείου και γι’ αυτό δεν πρέπει να επιστραφούν. Τα 200 χρόνια έκθεσης των «μαρμάρων του Ελγιν» μπορούν να συγκριθούν με τα 2500 χρόνια της δημιουργίας και της ακεραιότητας του Παρθενώνα και της επανένωσης των γλυπτών του στο μνημείο – σύμβολο του παγκόσμιου πολιτισμού;

Μπορεί η απεικόνιση του προτύπου της Δημοκρατίας, η αθηναϊκή δημοκρατία να παραμένει διαιρεμένη;

Η πλειονότητα των Βρετανών πολιτών, η παγκόσμια πλειονότητα επιθυμεί την επιστροφή και επανένωση των αρχιτεκτονικών γλυπτών του Παρθενώνα. Και η επιστροφή και η επανένωση τους μπορεί να πραγματοποιηθεί άμεσα με μια πράξη (Act) του Βρετανικού Κοινοβουλίου που θα αίρει τους όρους της πράξης (Act) του 1963, τουλάχιστον για αυτά τα γλυπτά. Εξάλλου αυτό είναι και το νόημα της Απόφασης της Unesco της 29ης Σεπτεμβρίου του 2021 που επικυρώθηκε πανηγυρικά από όλα τα συμμετέχοντα κράτη στη Συνέλευση της Unesco του Μαΐου 2022 στο Παρίσι. Οτι δηλαδή το θέμα της επιστροφής των Παρθενώνειων γλυπτών είναι και δίκαιο και ηθικό και διακυβερνητικό, έχει να κάνει με τη βρετανική και ελληνική πολιτεία.

Και η αρχή, που είναι το ήμισυ του παντός, έχει ήδη γίνει σε διακυβερνητικό επίπεδο από τη Σικελία και την Ιταλία, που επέστρεψαν το θραύσμα Fagan για πάντα στην Αθήνα και επανενώθηκε αυτό στην ανατολική ζωφόρο στο Μουσείο της Ακρόπολης, χωρίς νομικίστικους όρους και αστερίσκους και «δάνεια». Αυτός που δημιούργησε την πληγή, αυτός και να τη θεραπεύσει («ο τρώσας και ιάσεται»). Αυτός είναι ο έντιμος και γενναιόδωρος τρόπος.

Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε με την οικονομική, ενεργειακή και οικολογική κρίση, την πανδημία και τους πολέμους, την αμφισβήτηση της δημοκρατίας, η Μεγάλη Βρετανία θα μπορούσε με μια γενναία πράξη επιστροφής να γίνει ο μπροστάρης της ηθικής, της αποκατάστασης της αδικίας, να υψωθεί σε συμβολικό επίπεδο ως πρωταγωνιστής της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Και η Ιστορία ξέρει και να θυμάται και να ανταμείβει και να γράφει τις πράξεις στις σελίδες της.

* Ο κ. Νικόλαος Σταμπολίδης είναι ο γενικός διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης. Το πλήρες άρθρο θα δημοσιευθεί στο kathimerini.gr.

Από τον πέλεκυ του Ελγιν στο σύρμα του Νταβίν

Της Βικτόρια Χίσλοπ*

Τα Γλυπτά και το «κρυφτό» του Βρετανικού Μουσείου-2Για πολλά χρόνια, κρατούσα ίσες αποστάσεις στη διαμάχη σχετικά με το πού πραγματικά ανήκουν τα Γλυπτά. Ως παιδί πήγαινα τακτικά στο Βρετανικό Μουσείο και θαύμαζα τα πολλά μεγαλοπρεπή και αρχαία γλυπτά που υψώνονταν πάνω από το κεφάλι μου. Εγώ, όπως και τα περισσότερα βρετανόπουλα της δεκαετίας του 1960, αισθανόμουν ότι ήταν κληρονομικό δικαίωμά μας να περπατάμε σε αυτό το επιβλητικό κτίριο και να μαθαίνουμε για την ιστορία και την παράδοση του πολιτισμού. Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου (ούτε από των περισσότερων εκείνη την εποχή) ότι πολλά από αυτά τα έργα είχαν αφαιρεθεί παρά τη θέληση των χωρών προέλευσής τους.
 
Τα γλυπτά εκείνη την εποχή ονομάζονταν «Ελγίνεια μάρμαρα» (τουλάχιστον, αυτό έχει αλλάξει) και εγώ πίστευα μετά χαράς ότι ο Λόρδος Ελγιν (ένας άνδρας με έναν αριστοκρατικό τίτλο, άρα σίγουρα ένας έντιμος τύπος;) «έσωσε» τα γλυπτά για τις επόμενες γενιές και τα έφερε στην Αγγλία για να τα εκτιμήσει ένα νέο κοινό (γιατί, σίγουρα, οι Τούρκοι δεν το έκαναν). Τόσο απλή ήταν η ιστορία για τα αγγλόπουλα τότε. Τα βιβλία Ιστορίας μας ήταν γεμάτα από ηρωικές νίκες και πιστεύαμε ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε προσφέρει μεγάλα οφέλη σε πολλά διαφορετικά μέρη του κόσμου. Το να φέρνουμε αντικείμενα τόσο καλλιτεχνικής όσο και πνευματικής αξίας από πολλές άλλες χώρες, όλες φτωχότερες από εμάς εκείνη την εποχή, φαινόταν απολύτως φυσιολογικό.
 
Σήμερα τα αμφισβητούμε όλα αυτά. Πολλοί στη Βρετανία επανεξετάζουν τις ενέργειες που έγιναν στο παρελθόν από τους Βρετανούς. Δεν μπορούμε να αναιρέσουμε τις περισσότερες από αυτές (η δουλεία είναι το μεγαλύτερο και τρομερότερο παράδειγμα), αλλά ήδη ζητάμε συγγνώμη για κάποια από τα πολλά λάθη που έκαναν οι πρόγονοί μας. Και μόνον η χειρονομία αυτή είναι σημαντική. 
 
Επιστρέφοντας ειδικότερα στα Γλυπτά, ήταν για μένα μια περίπτωση αμφισβήτησης όλων των γεγονότων και των συνθηκών που περιβάλλουν το πώς κατέληξαν σε μια μουντή, κακοφωτισμένη αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου, χιλιάδες μίλια μακριά από το διαυγές ελληνικό φως όπου δημιουργήθηκαν.  

Διάβασα ό,τι μπόρεσα να βρω (μεταξύ άλλων, τον Κρίστοφερ Χίτσενς και τον Τζέφρι Ρόμπερτσον) και πέρασα από το σκοτάδι στο φως, συνειδητοποιώντας ότι μεγάλο μέρος της ιστορίας που πιστεύουν πολλοί στο Ηνωμένο Βασίλειο για τον Ελγιν είναι εντελώς αναληθές. Του δόθηκε η άδεια με τη μορφή επιστολής (όχι επισήμως σφραγισμένου φιρμανιού από τον σουλτάνο, όπως πολλοί νομίζουν) να πάρει εκμαγεία και σχέδια των γλυπτών, ώστε να μπορέσουν να αντιγραφούν για να διακοσμήσουν τη νέα του κατοικία. 
 
Δεν του δόθηκε η άδεια να τα πελεκήσει και να τα αποκόψει βίαια από το κτίσμα, κάτι που για να γίνει χρειάστηκαν 300 άνδρες επί έναν ολόκληρο χρόνο και προϋπέθετε τεράστιες δωροδοκίες στους τοπικούς φύλακες. Η επιθυμία του να τα πάρει για να διακοσμήσει την ιδιωτική του κατοικία ματαιώθηκε μόνον όταν επέστρεψε τελικά στην πατρίδα και βρέθηκε με τεράστια χρέη. Το Βρετανικό Μουσείο τού κατέβαλε 35.000 λίρες (λιγότερο από το ήμισυ των εξόδων του για την αφαίρεση και τη μεταφορά) για να τον βοηθήσει να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα και να πληρώσει τα έξοδα του διαζυγίου του. Το μόνο αδιαμφισβήτητο σε αυτή τη μακρά διαμάχη είναι ότι η βρετανική κυβέρνηση πράγματι έδωσε χρήματα γι’ αυτά τα ανεκτίμητα έργα. Αλλά όχι στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.
 
Πολλά χρόνια μετά την απόκτησή τους, ο Χένρι Νταβίν (άλλη μία φιγούρα με σκοτεινή ιστορία) έδωσε χρήματα για την αίθουσα όπου βρίσκονται σήμερα και έδωσε εντολή να τα τρίψουν με σύρμα για να τα λευκάνουν, ενέργεια που με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται πράξη καταστροφής και όχι συντήρησης.
 
Δεν επαρκεί ο χώρος για να εκφράσω όλα μου τα συναισθήματα σχετικά με το θέμα της κακομεταχείρισης αυτών των πανέμορφων έργων, ωστόσο, είναι περιττό να πω ότι αρκούσε λίγο διάβασμα για να αλλάξει τελείως η γνώμη μου. Και η συνέντευξη του Μπόρις Τζόνσον πέρυσι σε ελληνική εφημερίδα, στην οποία άφησε να εννοηθεί ότι τα Γλυπτά δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην Αθήνα, με ώθησε να ενταχθώ στη Βρετανική Επιτροπή για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα, μια ομάδα που ασκεί συνεχώς και με πάθος πιέσεις για τον στόχο της. Είμαι τώρα ανάμεσα στο 59%, τουλάχιστον, των Βρετανών που πιστεύουν ότι τα Γλυπτά πρέπει να επιστραφούν στην Αθήνα.
 
Οι πολιτικοί και οι διαχειριστές και διευθυντές μουσείων και από τις δύο πλευρές είναι γενικά υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν ευγενική και προσεκτική γλώσσα, και το σέβομαι αυτό. Ετσι πρέπει να γίνεται. Ωστόσο, ως μέλος του κοινού, ίσως μπορώ να χρησιμοποιήσω πιο σκληρό λεξιλόγιο. 
 
Για μένα, η ενέργεια του Ελγιν δεν ήταν παρά μια ιστορία κλοπής. Ντρέπομαι αφάνταστα γι’ αυτό και για την πεισματική και ξεπερασμένη στάση του Βρετανικού Μουσείου στο θέμα. Πρόκειται για ένα μουσείο που έχει στην ιδιοκτησία του οκτώ εκατομμύρια έργα, εκ των οποίων μόνο 80.000 εκτίθενται (το ένα τοις εκατό!). Εκτός από τα ηθικά επιχειρήματα, υπάρχουν και τα πρακτικά. Δεν θα τους λείψουν τα αντικείμενα προς έκθεση. Και θα υπάρξει αγαλλίαση στους δρόμους, όχι μόνο της Αθήνας αλλά και του Λονδίνου. Μόλις οι Βρετανοί πολιτικοί το κατανοήσουν πλήρως αυτό, πιστεύω ότι το παλιρροϊκό ρεύμα της κοινής γνώμης θα είναι ασυγκράτητο. Το θέμα είναι να βάλουν μπροστά τόσο την καρδιά όσο και το μυαλό τους και, πολύ απλά, να κάνουν το σωστό – και να κατανοήσουν ότι θα τους καταγράψει και η ίδια η Ιστορία γι’ αυτό.
 
* Η κ. Βικτόρια Χίσλοπ είναι συγγραφέας και μέλος της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή