Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;

Πέντε πρόσωπα, πέντε γενιές μιλούν για τις οικογενειακές μνήμες τους και ορίζουν τη μικρασιατική ταυτότητα

14' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ζητήσαμε από τους αναγνώστες μας να μας στείλουν φωτογραφίες με τους Μικρασιάτες προγόνους τους. Σε κάποιες από αυτές αντικατοπτρίζονται άθελά τους και οι ίδιοι. Καθώς τράβηξαν τη λήψη αποτύπωσαν και το δικό τους είδωλο πάνω στο τζάμι της κορνίζας με τον παππού, τη γιαγιά, τον θείο, τα ανίψια, τους γείτονες και τους συντοπίτες.

Αυτοί που ζουν και αυτοί που «έφυγαν» μαζί, αξεδιάλυτοι με μαγικό τρόπο στην ίδια εικόνα. Σαν να συνεχίζεται η ιστορία που τελείωσε βίαια στην άλλη όχθη του Αιγαίου, στον Πόντο, στην Ανατολική Θράκη, στην Καππαδοκία.

«Κάτσε μισό λεπτό να κατεβάσω τον πατέρα μου από το κάδρο, να σ’ τον φωτογραφίσω», μου είπε συγκινημένη η Ντίνα Συκουτρή για τον Σμυρνιό γονιό της που έγινε ένας από τους καλύτερους λουκουμοποιούς της Σύρας.

Τη φαντάστηκα σβέλτη και ευέλικτη παρά τα 79 της χρόνια να βγάζει τη μορφή του από κάποιο «εικονοστάσι» ενθυμήσεων μέσα στη βιοτεχνία τους. Λες και ο Γιώργης Συκουτρής είναι ακόμα εκεί για να επιβλέπει την τρίτη γενιά στη δουλειά που αυτός ξεκίνησε με τόσο κόπο.

Μικρασιατικά γονίδια δεν έχω ούτε για δείγμα. Ισως αυτό με κάνει να ανιχνεύω αμέσως τα χούγια όσων προέρχονται από τις παλιές πατρίδες.

Ξέρουν να εκτιμούν την ομορφιά όπου τη βρουν έτοιμη, ξέρουν όμως και να τη δημιουργούν γύρω τους, από το σπίτι και την παρέα μέχρι στο πιάτο φαγητό που θα σου προσφέρουν.

Είναι γενναιόδωροι ψυχικά και υλικά, ίσως γιατί ξέρουν κυτταρικά πως η ζωή έχει τις πίκρες και τις ανατροπές της, είναι μάταιο να κρατάς πράγματα για σένα μόνο.

Είναι φτιαγμένοι από άλλα υλικά, πολύτιμα, που έκαναν και εμάς τους Ελλαδίτες πιο πλούσιους. Η μνήμη της Μικρασίας είναι σπουδαία, είτε έχουμε καταγωγή από εκεί είτε όχι. Και είναι πολύ συγκινητικό να βρίσκει κανείς μικρά σπαράγματά της σε ανθρώπους που συναντάει και με τους οποίους συνδέεται, ανακαλύπτοντας το νήμα ενός χαμένου πια κόσμου.

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-1

Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, βυζαντινολόγος – ιστορικός

Γεννήθηκα στον Βύρωνα το 1926, το έκτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας προσφύγων και το πρώτο από τα αδέλφια που είδε το φως στην Ελλάδα. Με θεωρούσαν κακορίζικο και γρουσούζικο, γιατί την ημέρα που ήρθα στον κόσμο στις 30 Αυγούστου, τα δύο καΐκια του πατέρα μου βουλιάξανε στις Φλέβες της Βουλιαγμένης. Ολη η παιδική μου ηλικία ήταν Μικρασία. Ημασταν πάμφτωχοι, αλλά υπερήφανοι για την καταγωγή μας. Τα σπίτια μας τότε συνόρευαν αυλή με αυλή. Οι δικοί μου δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν γλάστρες, αλλά φρόντιζαν να φυτεύουν τα παρτέρια. Στο πεζοδρόμιο βάζανε ευκάλυπτους για να μεγαλώσουν γρήγορα και να διώχνουν τα κουνούπια. Εμαθα όλα τα λουλούδια εκείνη την εποχή. Ετσι με το τίποτα έφτιαχναν κήπους.

Με το τίποτα μπορούσαν να κάνουν τα πάντα, ολόκληρα θαύματα. Οταν ήμουν παιδί ήταν, λόγου χάριν, της μόδας τα γιογιό. Λεφτά δεν υπήρχαν για παιχνίδια. Η μάνα μου σκαρφίστηκε τη λύση. Πήρε δύο κουμπιά από παλιά πανωφόρια, ανάμεσα έβαλε ένα σπίρτο και τα έκανε κουβαράκι με κλωστή. Βρέθηκα να έχω το πιο ωραίο γιογιό απ’ όλους, χειροποίητο μάλιστα.

Ως τελευταίο παιδί, όλα έρχονταν σε μένα αφού τα είχανε χρησιμοποιήσει οι άλλοι. Τα μακριά παντελόνια του μεγάλου μου αδελφού (είχαμε 17 χρόνια διαφορά) κόβονταν σταδιακά πιο κοντά για να τα φορέσουν τα τρία μικρότερα αγόρια, το μεγαλύτερο κορίτσι και στο τέλος η μάνα μου έφτιαξε με τη ραπτομηχανή από το ύφασμα αυτό μια παιδική φουστίτσα και για μένα.

Τι έμαθα λοιπόν μέσα από τη στέρηση; Πως η φτώχεια μπορεί να είναι και προνόμιο, αν ξέρεις να τη διαχειριστείς.

Με τα μολύβια το ίδιο κακό. Στο κανονικό μέγεθος τα χαιρόταν μόνο ο μεγάλος και στα χέρια μου έφτανε μια μυτούλα. Καθόμουν δίπλα σε ένα αγοράκι στο σχολείο, τον Χρήστο Μενεμενή, που είχε πολλά μολύβια και όλο μου ερχόταν να του κλέψω κανένα, δεν το έκανα βεβαίως ποτέ. Τα πάντα γίνονταν εκ των ενόντων, με ό,τι υπήρχε γύρω μας. Τι έμαθα λοιπόν μέσα από τη στέρηση; Πως η φτώχεια μπορεί να είναι και προνόμιο, αν ξέρεις να τη διαχειριστείς. Διότι πάντα έχεις τη διάθεση να κάνεις κάτι για να γίνεις πιο πλούσιος. Αρα πάντα κάνεις κάτι που θα σε οδηγήσει σε αυτό. Με αυτόν τον όρο δεν εννοώ τα υλικά πλούτη.

Ολα μου τα αδέλφια σπούδασαν, ο ένας δικηγόρος, ο άλλος Ικαρος κ.λπ. Η επιθυμία για μόρφωση ξεκινούσε από τους ίδιους τους γονείς μας. Πίστευαν πως αν γίνουμε καλύτεροι σε αυτό που θέλουμε ήταν ένας σίγουρος τρόπος να επιτύχουμε στη ζωή μας. Είχαν δίκιο. Ο,τι έχω κάνει στη δική μου ζωή είναι Μικρασία.

Εξηγούμαι: Θυμάμαι τον εαυτό μου 9 ετών να είμαι με τη μητέρα μου σε ένα πλοίο για να ταξιδέψουμε έως τη Ρουμανία. Το καράβι έκανε στάση στην Κωνσταντινούπολη κοντά στο Ντολμά Μπαχτσέ. Είδα τη μάνα μου να δακρύζει. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι έκλαιγε γιατί είχε δει την Αγια-Σοφιά.

Οπότε αν έγινα βυζαντινολόγος έγινα χάρις στη Μικρασία. Διότι αυτή ήταν η καρδιά του Βυζαντίου, ενώ την Ελλάδα την αποκαλούσαν «Τα Κατωτικά μέρη». Και ό,τι έγραψα και με ό,τι καταπιάστηκα εκεί πάντοτε αναφερόμουν.

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-2

Ντίνα Συκουτρή, ιδιοκτήτρια λουκουμοποιίας στη Σύρο

Ημασταν οικονόμοι και εργατικοί, μάθαμε να μην το βάζουμε κάτω

Βλέπεις το λουκούμι, μια σταλιά πράγμα. Αυτή η τόση δα μπουκίτσα κρύβει μέσα της όλη την ιστορία της προσφυγιάς στη Σύρα. Δεν ήταν μόνη εκείνη του 1922, αλλά και έναν αιώνα πριν, όταν οι κυνηγημένοι από τη Χίο, την Κάσο και άλλα μέρη δημιούργησαν εκ του μηδενός την Ερμούπολη. Πριν από 200 χρόνια, λοιπόν, έφτασε με τους Χιώτες το λουκούμι στο νησί και έτσι οι Μικρασιάτες ήρθαν και «κούμπωσαν» στα εργαστήρια που ήδη υπήρχαν εδώ. Ο πατέρας μου, ο Γιώργης Συκουτρής από τη Σμύρνη, είδε στα 15 του χρόνια να σκοτώνουν μπροστά του τον γονιό του, έχασε τον αδελφό του και ο ίδιος σακατεύτηκε μόνιμα στο πόδι, έμεινε κουτσός. Αλλά χάρις σε έναν Τούρκο, τον Μπελή, κατάφερε να γλιτώσει με τις αδελφές και τον ανιψιό του, μωρό ακόμη. Αυτός ο καλός γείτονας τους έκρυψε στο σπίτι του, τους έβαλε στον αραμπά, σκεπασμένους με ένα πάπλωμα και άχυρα και κατάφερε να τους πάει ώς το λιμάνι.

Μπήκαν στο τελευταίο καράβι, έφτασαν στη Χίο όπου γινόταν το αδιαχώρητο από τους διωγμένους και έτσι κατέληξαν στη Σύρα. Οταν μεγάλωνα, ο πατέρας μου κάθε 14 Σεπτεμβρίου άναβε ένα κεράκι για τον Μπελή, που ρίσκαρε τη ζωή του για μας. Ενας από τους λόγους που σήμερα αισθάνομαι Μικρασιάτισσα είναι η επίγνωση της καλοσύνης, η ευγνωμοσύνη που μένει ανεξίτηλη όταν κάποιος μας ευεργετήσει.

Το υστέρημά τους οι Μικρασιάτες το έδιναν σε αυτόν που είχε ανάγκη. Ετσι μεγάλωσαν οι οικογένειες με τα πολλά παιδιά και ορθοπόδησαν.

Αυτή την ανθρώπινη αλληλεγγύη την έζησαν και στην Ερμούπολη, όπου ο ένας πρόσφυγας βοηθούσε τον άλλον, έφτασαν να γίνουν 30 – 35 λουκουμοποιίες, αλλά ποτέ δεν θεώρησαν πως είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους επιχειρήσεις. Ισα ίσα, τότε υπήρχε δυσκολία να βρεις τα υλικά και όταν σου έλειπε κάτι στο προμήθευε ο διπλανός σου. Το υστέρημά τους οι Μικρασιάτες το έδιναν σε αυτόν που είχε ανάγκη. Ετσι μεγάλωσαν οι οικογένειες με τα πολλά παιδιά και ορθοπόδησαν. Είχαν έναν θαυμάσιο τρόπο οργάνωσης, ήταν οικονόμοι, φιλάνθρωποι και εργατικοί. Αυτό το κέφι για τη δουλειά που δεν χάνεται ποτέ. Είμαι 75 χρόνων, εργάζομαι από παιδάκι στο εργαστήριο που έφτιαξε ο πατέρας μου και δεν έχω βαρυγκομήσει ούτε μια στιγμή. Ξυπνάω χαρούμενη που θα βρεθώ ανάμεσα στα καζάνια. Καμιά φορά νιώθω ότι ολόκληρη είμαι ένα μικρασιατικό χούι. Γιατί εκτός από την εργασία, οι δικοί μας αγαπούσαν και το γλέντι, την καλή ζωή, τις εκλεκτές γεύσεις. Θα αναρωτηθεί κανείς, πώς μπορούσαν να τα έχουν όλα αυτά, άνθρωποι που είχαν χάσει τα πάντα και ξεκινούσαν από την αρχή;

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-3
Ο πατέρας της Ντίνας Συκουτρή, Γιώργης Συκουτρής, από τη Σμύρνη, στη λουκουμοποιία του στη Σύρο.

Και όμως, οι νοικοκυρές προσφυγικής καταγωγής, με το τίποτα και με καρυκεύματα (που εκείνες πρώτες χρησιμοποίησαν) έκαναν τρομερά φαγητά, είχαν άλλον αέρα στο τσουκάλι τους που λέμε. Και στους μεζέδες έπρεπε να υπάρχει ποιότητα, να είναι διαλεχτοί. Το ψάρι και τα θαλασσινά τα φτιάχνανε αλλιώς και τα μάθανε και στους υπόλοιπους Συριανούς που ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, από Πελοποννήσιοι και Μακεδόνες μέχρι Κρητικοί. Επίσης όποια δυσκολία και να έρθει στον δρόμο, δεν πτοούμαι με τίποτα. Εμαθα από τον πατέρα μου να μάχομαι, να μην το βάζω κάτω και στο τέλος θα γίνουν όλα, ακόμη και αν αργούν. Κάτι τελευταίο: αν έχει περάσει κανείς τόσα βάσανα και πόνους, τόσες ανατροπές, μαθαίνει να κοιτάει το σημαντικό, το ουσιαστικό, το ειλικρινές. Αυτό το έχω περάσει στα δυο παιδιά μου και τα εγγόνια μου.

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-4

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, ποιήτρια, μεταφράστρια

Δίψα για μάθηση, περιέργεια κι αγάπη για τον ξένο

Μεγάλωσα με μικρασιατική καταγωγή χωρίς να νιώθω Μικρασιάτισσα. Εντός σπιτιού η συζήτηση τελείωνε γρήγορα: η καταγωγή του μπαμπά ήταν από τα Σφακιά, άλλα μέρη δεν χωρούσαν στο τραπέζι. Κι όταν πήγαινα επίσκεψη στη Μικρασιάτισσα μάνα της μάνας μου, στου Παπάγου, και μαζευόμασταν όλα τα ξαδέρφια κι η αδερφή της η Αναστασία ξεκινούσε δειλά δειλά να λέει ιστορίες από την καταστροφή, ο θείος μου ο Λιδωρικιώτης –«άγια χώματα!»– φρόντιζε πάντα να της κόβει τη διήγηση με σχόλια τύπου: Aσε μας ρε Στάσα με το 1821 κι εσύ. Γελούσαν όλοι.

Κανείς ποτέ δεν πήρε τη Στάσα στα σοβαρά και κανείς δεν ηχογράφησε τα όσα θυμόταν. Και θυμόταν πολλά: ήταν 12 ετών όταν φύγανε με το τελευταίο τρένο από το Αξάρι. Θυμόταν πως κουβαλούσε μέσα από τις φούστες τις λίρες κρεμασμένες σε πουγκιά και της πλήγωναν το δέρμα· θυμόταν πώς ήταν το σπίτι τους – που πήγε και το ξαναβρήκε το 1996 καθοδηγώντας έναν ταξιτζή σε άπταιστα τουρκικά· θυμόταν πως δέσανε τον θείο της τον Δημητρό στην κερασιά του κήπου και τον έκοψαν κομματάκια οι Τσέτες όταν μπήκαν στην αυλή.

Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν κατεγράφη με τη φωνή της. Μόνο ιστορίες επί ιστοριών που προσπάθησα να κάνω τη μάνα μου να θυμηθεί πολύ αργότερα, όταν ζούσα εγώ η ίδια –για άσχετους λόγους– στην Τουρκία κι αποφάσισα από περιέργεια να δω τι ήταν πια αυτή η θρυλική Μικρασία. Κι είδα χωριά που έχουν χάσει κάθε μνήμη των πανταχού παρόντων ελληνικών σπιτιών τους και χωριά που την έχουν κρατήσει. Κι είδα τη Σμύρνη, του Αιγαίου τη θάλασσα στο Κουσάντασι και στην Ασσο, στη Φώκαια και στον Τσεσμέ. Είδα εκκλησιές μισογκρεμισμένες κι όρθιες, λευκά αρχαιοελληνικά μάρμαρα στο εκτυφλωτικό φως της Ιωνίας. Είδα μια Ελλάδα έξω από την Ελλάδα στη φύση, στις μυρωδιές, στα λουλούδια, στις καλλιέργειες, στα πρόσωπα των ανθρώπων. Μα και στις διηγήσεις τους: άκουσα Τουρκοκρητικούς να μνημονεύουν τα Χανιά· απογόνους μουσουλμάνων προσφύγων από τη Βοσνία ή τον Καύκασο να πηγαίνουν να προσευχηθούν και ν’ ανάψουν κεράκια στον «Αγιαγιώργη» και την «Αγιαρήνη».

Είδα απογόνους μουσουλμάνων προσφύγων από τη Βοσνία ή τον Καύκασο να πηγαίνουν να προσευχηθούν και ν’ ανάψουν κεράκια στον «Αγιαγιώργη» και την «Αγιαρήνη».

Οι περισσότεροι Ελληνες της δυτικής Μικράς Ασίας δεν είχαν πάνω από τρεις-τέσσερις γενιές σ’ εκείνα τα μέρη όταν εκδιώχθηκαν το ’14 και το ’22: ήταν έμποροι και ταξιδευτές απ’ όλο τον ελλαδικό χώρο, διαφορετικοί από τους γηγενείς Ρωμιούς που είχαν συνηθίσει για αιώνες στις αγροτικές εργασίες και τη μονιμότητα της γης. Ο ταξιδευτής για βαλίτσα έχει διηγήσεις· για πασαπόρτι, το ανοιχτό μυαλό του.

Κι εντέλει κατάλαβα τι είναι που μ’ έκανε ανέκαθεν Μικρασιάτισσα, σχεδόν γενετικά, χωρίς καν να το ξέρω: η δίψα μου για μάθηση, η έμφυτη περιέργεια και η ανάγκη μου ν’ αφηγούμαι ιστορίες. Και κάτι ακόμη: η ενστικτώδης προδιάθεσή μου να βλέπω στον ξένο πρώτα το καλό.

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-5
Ο Δημητρός Βόζογλου και τ’ανίψια του Γιάννης και Ελένη Κουρμουλή (γιαγιά της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη) στο σπίτι τους στο Αξάρι, Ιούλιος 2022. 

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-6

Θωμάς Κοροβίνης, συγγραφέας 

Χωρίς τους προγόνους μου θα ήμουν ένας εντελώς άλλος

Ανατολική Θράκη, Σαράντα Εκκλησιές, Ηράκλεια της Προποντίδας, Γανόχωρα, αυτές είναι οι πατρίδες των ανταλλάξιμων προγόνων μου. Κι όταν λέμε Μικρασία λογαριάζουμε μαζί και την Ανατολική Θράκη με τα δικά της πάθη.

Eχω μέσα μου σα σημαία μια δικαιολογημένη οίηση, που μ’ ανασταίνει σε στιγμές ψυχικής ανημπόριας. Είναι η περηφάνια της καταγωγής, το αίμα τους που με τραβάει. Με τραβάει και δεν μ’ αφήνει να χαλάσω. Οταν έρχονται στα τραπέζια των ταβερνοκατανύξεων το ψωμί και οι μεζέδες, τα περνάω χέρι χέρι ή σηκώνομαι και τα μοιράζω σε όλους. Μαζεύω συχνά και τα πιάτα, να βοηθήσω το γκαρσονάκι, αυτά απ’ τη γιαγιά. Ανέγγιχτο δεν μ’ άφησε ποτέ ο πόνος του άλλου, πενθώ με τους πενθούντες ως πένθος προσωπικό. Απ’ τη γιαγιά κι αυτό, στην κηδεία της, στο χωριό, τη μοιρολογούσαν οι ξενομερίτισσες νύφες γιατί έβαζε πόστα στις πεθερές που τις μάλωναν. Απ’ αυτήν έμαθα το δίκιο.

Ακόμη δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε να αποτιμήσουμε απόλυτα –λαός και εξουσία– πώς θα ήταν η χώρα μας χωρίς τη σωτήρια ένεση των αποδιωγμένων Ρωμιών.

Το λαϊκό τραγούδι, κάθε φορά που το ακούω, με ξανασημαδεύει, ακριβώς όπως όταν το πρωτοάκουσα παιδί από γραμμόφωνο. Γιατί κρατάει δροσερή την υγρασία απ’ το αιώνιο παράπονο που κουβαλούσαν οι πρόσφυγες, κι έτσι ατόφιο, μ’ εκείνο το αρχαίο ρίγος, έχει μουσκέψει και τις ψυχές των απογόνων τους. Ηταν αριστοκράτες χωρίς μέγαρα, πεντακάθαροι χωρίς λουτρά, οικονόμοι χωρίς τσιγγουνιά, ερωτικοί χωρίς ψιμύθια, υπερήφανοι χωρίς ψώρα, τραγουδισταράδες χωρίς ωδεία, σοφοί χωρίς πανεπιστήμια, πατεράδες και μανάδες κι όταν ήταν άτεκνοι. «Κι ο βασιλιάς κι ο Βενιζέλος», έλεγε η γιαγιά, «με πούλησαν για μια δεκάρα». Ναι, αλλά απ’ τα σπίτια τους δεν έφευγε άνθρωπος ακέραστος. Ξένος διαβάτης δεν εύρισκε πόρτες σφαλιστές. Απ’ αυτούς έμαθα να βλέπω αλλιώς και τον Τούρκο. Τον προαιώνιο εχθρό, τον πρώην Οθωμανό σατράπη, τον διώκτη της Ρωμιοσύνης, τον «βάρβαρο». Πώς αλλιώς; Πρώτα σαν άνθρωπο, ομοούσιό μου, κι ύστερα σαν οτιδήποτε άλλο.

Ακόμη δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε να αποτιμήσουμε απόλυτα –λαός και εξουσία– πώς θα ήταν η χώρα μας χωρίς τη σωτήρια ένεση των αποδιωγμένων Ρωμιών, πρώην Οθωμανών υπηκόων, στο γερασμένο σώμα της παλιάς Ελλάδας, της χαρακωμένης μέσα στα όρια του νεόδμητου κράτους με την τόσο προβληματική λειτουργία, που… ακόμη πληρώνουμε.

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-7
Η γιαγιά του συγγραφέα, Άννα Κοροβίνη, το γένος Καλδή, με τους γονείς Αθανάσιο και Γιαννούλα στο Αυδήμι Γανοχώρων Ανατολικής Θράκης, 1908

Τους χρωστάμε! Οι τόποι τους μας χάρισαν τον Ομηρο, τον Ηράκλειτο, τον Ηρόδοτο, τον Βενέζη, τον Κόντογλου, τον Σεφέρη, τη Διδώ, τον Τούντα και τη Ρόζα. Και το παγκοσμίως, στο πρόσφατο παρελθόν, λαμπρό υπόδειγμα αλλοεθνών, αλλόθρησκων και αλλόδοξων σε μακροβιότατη εναρμόνιση και δημιουργική ώσμωση στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη των ονείρων.

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-8

Soloúp (Αντώνης Νικολόπουλος), σκιτσογράφος, μεταδιδακτορικός ερευνητής ΤΠΤΕ/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Aγώνας για επιβίωση με αξιοπρέπεια και κιμπαροσύνη

Εδώ και λίγες βδομάδες ζω στην Καισαριανή. Για πρώτη φορά έχω το σπίτι μου εδώ, μα ξέρω τη γειτονιά από πάντα. Eχω παίξει σ’ ετούτους τους δρόμους παιδί, έχω φάει καϊμάκι παγωτό απ’ τον πλανόδιο παγωτατζή, έχω χτίσει ολόκληρους κόσμους στην αυλή της γιαγιάς και στη βεράντα της θείας που πλέον βρίσκονται μόνο στα θεμέλια της αντιπαροχής και της μνήμης μου.

Θυμάμαι τον μαύρο γάτο, τον Μπεκίρη, της άλλης γιαγιάς, πέντε τετράγωνα παραπάνω, καθώς μου έλεγε τα μεσημέρια για τότε που βρέθηκε στην προβλήτα της Σμύρνης, σ’ εκείνον τον ανθρωποπανικό. Το πώς έπεσε στα ανακατεμένα νερά να πνιγεί, μα ξέροντας κολύμπι, είκοσι χρονών κοπέλα, βγήκε παραέξω κολυμπώντας ανάμεσα σε πτώματα, μέχρι που τη μάζεψε ένα αμερικανικό καράβι.

Eπειτα άκουγα για τον παππού τον Αντώνη. Σύρθηκε, λέει, φωνή: «Ερχονται οι Τσέτες!» Και φύγανε όλοι στις βάρκες, όπως όπως, μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Και άλλα και άλλα… Δεν τελειώνουν αυτές οι ιστορίες.

Κάπως έτσι προέκυψε, από ανάγκη, το graphic novel «Αϊβαλί». Oχι επειδή έτυχε μια επετειακή χρονιά κι έπρεπε να κάνω ένα κόμικς για το «Εικοσιδυό». Βαθύτερη ανάγκη. Να βρεθεί ο μπούσουλας, να καταλάβω τη ζωή μου, το τότε και το τώρα, να βρεθούν τα πατήματα των δυο παππούδων και των δυο γιαγιάδων μου απ’ τη Σμύρνη, το Μπαϊντίρι και τον Τσεσμέ, πριν φτάσουν πρόσφυγες στην Καισαριανή, σ’ ετούτες εδώ τις γειτονιές που γεννήθηκαν οι γονείς μου.

Είναι οι παραταγμένες γλάστρες ακόμη και σήμερα μπροστά στα παραγκόσπιτα που απέμειναν στις γειτονιές της Καισαριανής, ανάμεσα στις μοντέρνες πολυκατοικίες.

Απόγονος Μικρασιατών τρίτης γενιάς. Oχι, δεν κάνω τον πόνο των προγόνων λάβαρο δακρύων, να το κουνώ σε κάθε κουβέντα κι αφορμή. Δεν νοσταλγώ «χαμένες πατρίδες». Ο ανθρώπινος βίος συνεχίζεται με τις δικές μας ζωές και τις ζωές των παιδιών μας στο ποτάμι του χωροχρόνου που παρασέρνει στη ροή του συναισθήματα κι αφηγήσεις σαν φερτά (σχεδόν) άχρηστα υλικά για τ’ αυτιά και τα μάτια των γενεών που ακολουθούν.

Παρ’ όλα αυτά είναι μια αίσθηση που σου μένει –ως προσωπικό, οικογενειακό βίωμα– από τον πόνο εκείνης της τεράστιας, για τον καθένα που την έζησε, απώλειας και προσφυγιάς. Ο αγώνας για την επιβίωση και η αξιοπρέπεια. Εκείνη η αξιοθαύμαστη κιμπαροσύνη πολλών προσφύγων και προσφυγογενών. Oταν έφτανε στο σπίτι μας μάστορας για μερεμέτια, είχε πάντα την καρέκλα του το μεσημέρι στο οικογενειακό τραπέζι. Ομοτράπεζος με τη νοικοκυρά και τον νοικοκύρη. Ομόφτωχοι κι εκείνοι αλλά με τον καλό τον λόγο και κάτι παραπάνω για χαρτζιλίκι.

Τι σημαίνει σήμερα Μικρασιάτης;-9
Φωτογραφία τραβηγμένη γύρω στα 1910. Οι γονείς της γιαγιάς μου Χρυσαυγής (μητέρας της μητέρας μου Ελένης) Αναστάσιος Κρανιάδης και Ελένη Βερτουδάκη με τα τρία τους παιδιά. Η φωτ. σώθηκε στο οικογενειακό αρχείο της θείας μου Τούλας Μαρούδα-Φουστέρη, κόρης της Ευαγγελίας Α. Κρανιάδου.

Είναι οι παραταγμένες γλάστρες ακόμη και σήμερα μπροστά στα παραγκόσπιτα που απέμειναν στις γειτονιές της Καισαριανής, ανάμεσα στις μοντέρνες πολυκατοικίες. Κι εκεί στα πεζοδρόμια με τις καρέκλες τους, κάθονται ακόμα απόγονοι Μικρασιατών, παρέες παρέες, να καλησπερίζουν και να συζητούν για όσα έρχονται και όσα φύγαν. Eτσι, όπως θυμάμαι τις γιαγιάδες μου.

Δεν είναι μόνο οι μνήμες και τα συναισθήματα, οι μυρουδιές απ’ τα σουτζουκάκια, το ταχίνι απ’ το μπακάλικο του Χειράκη. Είναι πάνω απ’ όλα η αξιοπρέπεια που μετέτρεψε εκείνη την τραγωδία και καταστροφή, σε μια πολύτιμη κληρονομιά και μπούσουλα ζωής. Είμαι ευγνώμων.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή