Ενα μήνα μετά τη Διάσκεψη των Παρισίων, όπου οι Σύμμαχοι πρότειναν ανακωχή στο μικρασιατικό μέτωπο (έγινε αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση) και παράλληλα εκκένωση της Μικράς Ασίας από τις ελληνικές δυνάμεις, αλλαγή του καθεστώτος των Στενών και νέα μεθοριακή γραμμή στην Ανατολική Θράκη (δεν έγιναν αποδεκτά), απάντησε και η κεμαλική πλευρά. Εγραφε επ’ αυτού η «Καθημερινή» (13 Απριλίου 1922): «Η Αγκυρα απήντησεν εις τους Συμμάχους. Ο Τούρκος επί των Εξωτερικών επίτροπος –ο μπολσεβικώτατος τίτλος δεν σκανδαλίζει άρα γε τους ρωσσοφόβους;– δείκνυται εν τη διακοινώσει αυθαδέστερος και εαυτού. Αποκρούει, ως ανεπαρκή, και την τελευταίαν υποχωρητικότητα των Συμμάχων και εμμένει, αυτός, ηττημένος και του ευρωπαϊκού και του μικρασιατικού πολέμου, να επιβάλη εις το ακέραιον τας ιδικάς του αξιώσεις».
Η σύνταξη της εφημερίδας θεωρεί ότι «η αυθάδεια προδίδει την μπολσεβικικήν ανάμειξιν εις τας αποφάσεις της Αγκύρας», ενώ ερμηνεύει τις αποφάσεις αυτές και ως απόρροια της «υποχωρητικότητας των Συμμάχων», η οποία δίνει τη δυνατότητα στην Αγκυρα να περιφρονεί ακόμη και αυτούς. Καταλήγει δε, αναφερόμενη στο «μέσον δι’ ου θα ήτο δυνατή η άμεσος μεταβολή της στάσεως» των κεμαλικών: «θα ήρκει να παύση η συμμαχική υποχωρητικότης, διά να μετριασθή η τουρκική αυθάδεια, και θα ήρκει να ακούσουν γλώσσαν αυστηράν οι Τούρκοι, διά να καταστούν αυτοί υπο-χωρητικοί».
Εν τω μεταξύ, οι Σύμμαχοι είχαν να αντιμετωπίσουν και άλλα προβλήματα. Βρισκόταν σε εξέλιξη η Διάσκεψη της Γένοβας, η οποία είχε συγκληθεί με θέμα την εξομάλυνση του ευρωπαϊκού οικονομικού περιβάλλοντος – εξομάλυνση ούτως ή άλλως δύσκολη, όμως προκύπτει από την αρθρογραφία της «Κ», καθώς, μεταξύ άλλων, οι προσανατολισμοί Αγγλίας και Γαλλίας απέκλιναν.