Εδώ και χρόνια η Βρετανία έπαιζε κρυφτό σε σχέση με το ποιος έχει την ευθύνη για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Η βρετανική κυβέρνηση διατεινόταν ότι αρμόδιο για το ζήτημα ήταν το Βρετανικό Μουσείο. Το Βρετανικό Μουσείο ισχυριζόταν ότι ακόμη και αν επιθυμούσε την επιστροφή, αυτό δεν θα ήταν εφικτό λόγω της νομοθεσίας (British Museum Act 1963) που απαγορεύει την απομάκρυνση οποιουδήποτε αντικειμένου από τις συλλογές του.
Ο νόμος για τo Βρετανικό Μουσείο του 1963 παραμένει σε ισχύ. Ωστόσο το φθινόπωρο του 2022 τροποποιήθηκε ο βρετανικός νόμος για τις φιλανθρωπικές οργανώσεις (Charity Act 2011). Σύμφωνα με αυτόν, φιλανθρωπικές οργανώσεις στις οποίες περιλαμβάνονται και τα μουσεία, ασχέτως εάν έχουν τέτοια νομική μορφή, έχουν το δικαίωμα να διενεργούν «δωρεές» λόγω «ηθικής υποχρέωσης». Αρχικά οι δωρεές αυτές ήταν χρηματικές. Ωστόσο στη συνέχεια κρίθηκε ότι μπορούν να συνίστανται και σε αντικείμενα που τα μουσεία έχουν στις συλλογές τους και για τα οποία τίθεται ηθικό ζήτημα. Τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι η ανήθικη απόκτηση και απομάκρυνσή τους από τη χώρα προέλευσής τους.
Ο νέος νόμος καθιστά ξεκάθαρο ότι οι δωρεές μπορούν να συνίστανται και σε αντικείμενα. Για αντικείμενα μεγάλης αξίας συνεχίζει να απαιτείται η έγκριση της Επιτροπής Φιλανθρωπίας. Ωστόσο η Επιτροπή θα χρειαστεί «καθαρές και αντικειμενικές» αποδείξεις για μια τέτοια επιστροφή. Σε αυτές περιλαμβάνεται η γραπτή δήλωση των διαχειριστών του μουσείου που έχει στην κατοχή του τέτοια αντικείμενα ότι υπάρχει σχετική ηθική υποχρέωση. Η δήλωση των διαχειριστών θα πρέπει να στηρίζεται σε μια «εύλογη πεποίθηση» (reasonably held belief), με την έννοια ότι κάτι τέτοιο θα πίστευε και ο μέσος λογικός άνθρωπος. Οι σχετικά πρόσφατες βρετανικές δημοσκοπήσεις για το ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων αποδεικνύουν ποιο είναι το βρετανικό αίσθημα.
Η συνεχής ελληνική πίεση καλλιεργεί την ενσυναίσθηση του κοινού ως προς το δίκαιο και ηθικό και δημιουργεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό κλίμα για την επιστροφή.
Χαρακτηριστική περίπτωση για την οποία έγινε χρήση της τροποποιημένης παραγράφου 106 του νόμου για τις φιλανθρωπικές οργανώσεις είναι τα λεγόμενα «Μπρούτζινα του Μπενίν». Πρόκειται για ανάγλυφα γλυπτά από κράμα χαλκού που δημιουργήθηκαν από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα για να διακοσμήσουν τα ανάκτορα του Βασιλείου του Μπενίν στη Νιγηρία. Λεηλατήθηκαν το 1897 κατά την τιμωρητική εισβολή Βρετανών στρατιωτών στη νότια Νιγηρία. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Το Κολέγιο Jesus του Κέμπριτζ και το Μουσείο Horniman της Βρετανίας έλαβαν την έγκριση της βρετανικής Επιτροπής Φιλανθρωπίας προκειμένου να επιστραφούν στη Νιγηρία.
Το προηγούμενο των «Μπρούτζινων του Μπενίν» φαίνεται να βοηθά σημαντικά την Ελλάδα. Η βρετανική Επιτροπή Φιλανθρωπίας φαίνεται να έχει ιδιαίτερη ευαισθησία σε τέτοια ζητήματα. Επιπλέον, πρόσφατα δημοσιεύθηκαν οι οδηγίες του Βρετανικού Συμβουλίου των Τεχνών που αναφέρουν ότι η ηθική αξιολόγηση (ethical assessment) ενός αιτήματος επιστροφής αρχαιοτήτων θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της τέσσερις παράγοντες: (1) τη σημασία του αντικειμένου για τον αιτούντα, (2) πώς το αντικείμενο απομακρύνθηκε από τον τόπο προέλευσής του, (3) τη δραστηριοποίηση του μουσείου σε σχέση με το αντικείμενο, και (4) τη θέση του αιτούντος. Σε σχέση με τα Μάρμαρα και οι τέσσερις αυτές προϋποθέσεις πληρούνται και συνηγορούν για την επιστροφή.
Βεβαίως, όλα αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να υποχρεώσουν τους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου να πράξουν τα δέοντα. Ομως, η συνεχής ελληνική πίεση για το ζήτημα, και μάλιστα σε επίπεδο πρωθυπουργού, φέρνει την υπόθεση πιο κοντά στην επίλυσή της, καλλιεργεί την ενσυναίσθηση του κοινού ως προς το δίκαιο και ηθικό, χτίζει γέφυρες επικοινωνίας και δημιουργεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό κλίμα για την επιστροφή. Οταν κανείς επαναλαμβάνει σταθερά ότι το άδικο είναι άδικο και το σύμπαν καμιά φορά συνωμοτεί μαζί του.
* Η κ. Ειρήνη Σταματούδη είναι καθηγήτρια Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Λευκωσίας.