Θύλακο διεφθαρμένων αστυνομικών στο Τμήμα Διαβατηριακού Ελέγχου (ΤΔΕ) Κρυσταλλοπηγής έφερε στο φως πολύμηνη έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων. Κατηγορούνται ότι συμμετείχαν επτά χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί, οι οποίοι εισέπρατταν χρήματα –ποσά από 100 έως 600 ευρώ– προκειμένου να αφήνουν υπηκόους Αλβανίας να μπαινοβγαίνουν στη χώρα, παρότι εις βάρος των συγκεκριμένων προσώπων υπήρχαν σε ισχύ αποφάσεις απαγόρευσης εισόδου λόγω, για παράδειγμα, ανάμειξής τους σε υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών.
Η έρευνα ξεκίνησε έπειτα από παραγγελία της Εισαγγελίας Καστοριάς, καθώς στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγε το Λιμεναρχείο Πάτρας προέκυψαν ενδείξεις ότι «κάτι περίεργο συνέβαινε» στο Τμήμα Διαβατηριακού Ελέγχου. Εγινε άρση απορρήτου στα κινητά τηλέφωνα των αστυνομικών του τμήματος και από την καταγραφή των επαφών και συνομιλιών τους επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη κυκλώματος διαφθοράς και προσδιορίστηκε με ακρίβεια ο τρόπος δράσης του. «Εχουμε μια περίπτωση που έχει τρία χρόνια που έχει πάρει το πρόστιμο.
Στο κόλπο ήταν επτά χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί και τρεις οδηγοί ταξί, που μετέφεραν τα πλαστά έγγραφα και τα χρήματα.
Αν έχει καινούργιο διαβατήριο γίνεται να μπει;», ακούγεται να ρωτάει ο ένας από τους κατηγορουμένους αστυνομικούς συνάδελφό του, που επίσης διώκεται για την ίδια υπόθεση, με τον τελευταίο να του υποδεικνύει να προχωρήσει στην έκδοση νέου διαβατηρίου, αλλάζοντας ελάχιστα το όνομα και την ημερομηνία γέννησης του κατόχου. Ως αρχηγικά μέλη της σπείρας, πάντως, κατηγορούνται δύο ιδιώτες, ο πρώτος ιδιοκτήτης καντίνας που εφάπτεται στον μεθοριακό σταθμό και ο δεύτερος ιδιωτικός υπάλληλος. Διώκονται επίσης για την ίδια υπόθεση τρεις οδηγοί ταξί, που παραλάμβαναν τα διαβατήρια από τους ενδιαφερομένους αλλοδαπούς υπηκόους Αλβανίας και τα μετέφεραν στους αστυνομικούς της Κρυσταλλοπηγής για την παραχάραξή τους.
Σύμφωνα με την έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, το κύκλωμα φέρεται να δραστηριοποιούνταν από το 2020. Σ’ αυτό το διάστημα αστυνομικοί ενεπλάκησαν σε 77 περιπτώσεις ψευδούς βεβαίωσης. Εβαλαν τη σφραγίδα εισόδου – εξόδου στα ταξιδιωτικά έγγραφα των Αλβανών υπηκόων, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους, παρότι δεν το δικαιούνταν. Εισέπρατταν για καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές από 350 έως 700 ευρώ. Οι οδηγοί ταξί, που εκτός από το delivery των διαβατηρίων ενεργούσαν και ως εισπράκτορες, σε μια από τις καταγεγραμμένες τηλεφωνικές τους συνομιλίες ακούγονται να λένε: «Ρε συ, περνούν κάθε μέρα λεφτά από μένα. Εκείνος μπορεί να βγάζει έως και 500 ευρώ τη μέρα, μαύρα».
Από τη μυστική παρακολούθηση προέκυψε ότι η «νόθευση» των διαβατηρίων από τους αστυνομικούς γινόταν τα ξημερώματα, καθώς εκείνη την ώρα ήταν ελάχιστοι οι ένστολοι που εκτελούσαν υπηρεσία. Στις μεταξύ τους συνομιλίες χρησιμοποιούσαν εφαρμογές κρυπτογραφημένης επικοινωνίας, ενώ υπήρχε πάντα αστυνομικός – τσιλιαδόρος έξω από το κουβούκλιο των αστυνομικών. «Το πρωί ρε, έλα μη λες τέτοια… έλα στο μεσαίο, μόνος είμαι», ακούγεται να λέει αστυνομικός σε συνάδελφό του.
Για το ενδεχόμενο παρακολούθησής τους χρησιμοποιούσαν και κωδικοποιημένες εκφράσεις, αποκαλώντας τα διαβατήρια «κόκκινα» ή «κεράσια» και τα χρήματα που εισέπρατταν ως μίζα, «καφέ». Οι συλλήψεις έγιναν στις 17 Οκτωβρίου. Συνελήφθησαν 14 άτομα (επτά αστυνομικοί) και κατασχέθηκαν χρήματα σε μετρητά, φυσίγγια κ.ά. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι συλληφθέντες αστυνομικοί φέρονται να ομολόγησαν την εμπλοκή τους στην υπόθεση στις προανακριτικές απολογίες που έδωσαν ενώπιον των «αδιάφθορων» της ΕΛ.ΑΣ.