Καθώς τα νερά από τις καταστροφικές πλημμύρες απομακρύνονται, η Θεσσαλία μετράει «πληγές». Περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές, ψυχικές. Ποια μπορεί να είναι η επόμενη μέρα μετά από μία τέτοια καταστροφή; Είναι δυνατό να υπάρξει πλήρης αποκατάσταση της περιοχής και πόσος χρόνος θα χρειαστεί;
Ο,τι και να συμβεί, η περιοχή θα αλλάξει φυσιογνωμία: δημογραφική, χωρο-κοινωνική, χωρο-οικονομική, περιβαλλοντική.
«Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται από την πορεία της ανασυγκρότησης. Και βέβαια τίθεται το ερώτημα “τι θα πει πλήρης αποκατάσταση”. Ο,τι και να συμβεί, η περιοχή θα αλλάξει φυσιογνωμία: δημογραφική, χωρο-κοινωνική, χωρο-οικονομική, περιβαλλοντική. Πώς να προσδιορίσουμε το τέλος της φάσης αποκατάστασης ή ανασυγκρότησης, αφού θα πρόκειται για ένα άλλο τοπίο;» απαντά στην «Κ» η Πόπη Σαπουντζάκη, καθηγήτρια του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, με ειδίκευση στη διαχείριση φυσικών καταστροφών.
Η ίδια τονίζει ότι αυτό που προέχει είναι να δοθεί βάρος στο να μην επιδεινωθούν οι δείκτες φτώχειας, ανισοτήτων, εγκατάλειψης, κοινωνικής περιθωριοποίησης και ανεργίας, ποιότητας ζωής και περιβάλλοντος. «Η καταστροφή να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία και η ανασυγκρότηση να γίνει με ανθεκτικότητα, εξασφαλίζοντας ένα μέλλον για τους πληγέντες και τη Θεσσαλία με υψηλότερο επίπεδο ευημερίας».
Να μην αντιμετωπιστούν «οριζόντια» όλοι οι πληγέντες
Για την αποτελεσματική αποκατάσταση θα πρέπει όχι μόνο να γίνει πλήρης, λεπτομερειακή και αξιόπιστη καταγραφή των ζημιών, αλλά και να αποφευχθεί οποιαδήποτε «οριζόντια» αντιμετώπιση των πληγέντων. Αυτό υποστηρίζει η κ. Σαπουντζάκη, εξηγώντας τη σημασία κατάρτισης ενός σχεδίου πάνω σε αυτή τη βάση για την ανακούφιση των πληγέντων.
«Δεν έχασαν όλοι τα ίδια, ούτε επιθυμούν όλοι οι πληγέντες την ίδια μορφή αποκατάστασης. Αλλοι έχασαν τα σπίτια και την οικοσκευή τους, άλλοι τον εξοπλισμό για τις καλλιέργειές τους, κάποιοι άλλοι τα έχασαν όλα. Αλλοι θέλουν να επισκευάσουν τα σπίτια τους, άλλοι να αντικαταστήσουν τον κατεστραμμένο εξοπλισμό τους, άλλοι να φύγουν από την περιοχή και να αλλάξουν επάγγελμα. Το σχέδιο αποκατάστασης πρέπει να δει όλες αυτές τις διαφορές με ευαισθησία, φροντίζοντας ταυτόχρονα για την ανθεκτικότητα και την ανασυγκρότηση της περιοχής ως σύνολο, δηλαδή με υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας από πριν».
Η καθηγήτρια του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου εξηγεί ότι χρειάζεται να καταρτιστεί από την πολιτεία ένα συνολικό χωρικό σχέδιο ανασυγκρότησης και μία δομή αποκατάστασης στην Περιφέρεια, αντίστοιχη με τις δομές που έχουν δημιουργηθεί στο παρελθόν για τους πυρόπληκτους και τους σεισμοπαθείς (όπως π.χ. ο Τομέας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων –ΤΑΣ– που συστάθηκε μετά τον μεγάλο σεισμό της Αθήνας, το 1999). Η δομή αυτή θα πρέπει, πάντως, όπως ξεκαθαρίζει, να μην αφορά μόνο την έκδοση οικοδομικών αδειών επισκευής – ανακατασκευής, αλλά «παράλληλα να έχει τμήματα ή παρατηρητήρια υδατικής διαχείρισης και εγγείων βελτιώσεων, περιβάλλοντος, μεταφορών και υποδομών, πολιτικής γης, δημόσιας υγείας και κοινωνικής πρόνοιας».
Προτεραιότητες και σωστή διαχείριση πόρων
Ενα ακόμη σημείο το οποίο αναδεικνύει η κ. Σαπουντζάκη είναι η ανάγκη να τεθούν προτεραιότητες και να υπάρξει σωστή διαχείριση των πόρων που θα διατεθούν για την αποκατάσταση της περιοχής.
«Οσο ισχυρή κι αν είναι η βούληση από την τοπική αυτοδιοίκηση και το κεντρικό κράτος, οι πόροι –ευρωπαϊκοί και εθνικοί– είναι πεπερασμένοι, και δεν εννοώ μόνο τους οικονομικούς, αλλά και τους ανθρώπινους ή τους τεχνολογικούς. Επίσης, οι πόροι δεν είναι όλοι διαθέσιμοι άμεσα και ταυτόχρονα, αλλά ενδέχεται να προσφερθούν κατά κύματα ή σε φάσεις. Επομένως, χρειάζεται να τεθούν προτεραιότητες, οι οποίες δεν θα πρέπει να αποφασιστούν μονόπλευρα από το κεντρικό κράτος».
Οι προσδοκίες των ανθρώπων που έχουν πληγεί από τις καταστροφές είναι καθοριστικές για την αποφυγή της δημογραφικής συρρίκνωσης ή εγκατάλειψης και διάρρηξης του παραγωγικού ιστού της περιοχής.
Οπως διευκρινίζει, οι προσδοκίες των ανθρώπων που έχουν πληγεί από τις καταστροφές είναι καθοριστικές για την αποφυγή της δημογραφικής συρρίκνωσης ή εγκατάλειψης και διάρρηξης του παραγωγικού ιστού της περιοχής και προσθέτει ότι θα πρέπει να γίνουν απαραιτήτως διαδικασίες διαβούλευσης (ακόμη και ψηφιακές) στις οποίες να συμμετάσχουν ενεργά οι πληγέντες της Θεσσαλίας.
«Είναι εκείνοι που θα πρέπει πρωτίστως να θέσουν αυτές τις προτεραιότητες. Τι προσδοκούν σε πρώτο χρόνο; Τι να προηγηθεί, η αποκατάσταση εξοπλισμού, αγροτικών εκμεταλλεύσεων και αγροτικού εισοδήματος ή οι επισκευές – ανακατασκευές κατοικιών και άλλων κτιρίων; Και αν οι τελευταίες καθυστερήσουν, ποιο μπορεί να είναι το πρόγραμμα μεταβατικής στέγασης; Αν δεν ρωτηθούν οι πληγέντες και δεν διατεθούν πόροι, σύμφωνα με τις προσδοκίες τους, υπάρχει το ενδεχόμενο να προχωρήσουν σε άτυπες πρακτικές, επιδεινώνοντας το επίπεδο έκθεσης και τρωτότητας της περιοχής».
Δεν αξιοποιήθηκαν προσφερόμενες γνώσεις
Η καταστροφή στη Θεσσαλία θα πρέπει να μας διδάξει για το μέλλον. Η ειδική στη διαχείριση φυσικών καταστροφών τονίζει στην «Κ» πως βάσει του βεβαρυμένου ιστορικού της περιοχής σε πλημμύρες, αλλά και της διαθέσιμης πλατφόρμας του ΥΠΕΝ που διαθέτει στοιχεία κινδύνου πλημμύρας σε εθνικό επίπεδο (μετατρέπονται άμεσα σε «αποκαλυπτικούς χάρτες» για τον υψηλό πλημμυρικό κίνδυνο της περιοχής), θα έπρεπε να είναι γνωστό ότι η περιοχή έχει υψηλή έκθεση και επιρρέπεια στα πλημμυρικά φαινόμενα.
«Πώς αξιοποιήσαμε αυτή τη γνώση σε συνδυασμό μάλιστα με τη μετεωρολογική πρόγνωση για ακραίες βροχοπτώσεις κάποια 24ωρα νωρίτερα; Η γνώση αυτή θα μας ήταν χρήσιμη σε όλες τις φάσεις διαχείρισης του πλημμυρικού κινδύνου και της μετέπειτα καταστροφής: στη φάση της πρόληψης, της ετοιμότητας, της έκτακτης ανάγκης και της ανασυγκρότησης», αναφέρει και παραθέτει αναλυτικά τους λόγους που θεωρεί ότι οδήγησαν στην τωρινή καταστροφή.
Πέντε κρίσιμα ερωτήματα για τη διαχρονική αδράνεια
Η κ. Σαπουντζάκη θέτει πέντε κρίσιμα ερωτήματα γύρω από τη διαχρονική αδράνεια της πολιτείας σε θέματα που αφορούν την πρόληψη:
- Τι κάναμε για την πρόληψη όταν συνεχίζεται το καθεστώς μπαζωμένων ρεμάτων και κατασκευών ή υποδομών σε εγγύτητα με τις κοίτες χειμάρρων και ποταμών ή πάνω στην παραλία, όταν διεθνώς μιλούν πλέον για την απόδοση αυξανόμενου χώρου στις φυσικές διαδικασίες του νερού;
- Γιατί αφήσαμε την οικοδομική αυθαιρεσία να μετατρέπεται σε νομιμότητα με την καταβολή προστίμων για να γεμίζουν τα ταμεία του κράτους, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας την αυθαιρεσία, αφού η ίδια η πολιτεία τη νομιμοποιεί σε μεταγενέστερο χρόνο;
- Πόσο ενσωματώσαμε κατάλληλους οικοδομικούς κανονισμούς στην πλημμυροπαθή περιοχή προσαρμοσμένους στον κίνδυνο πλημμύρας (π.χ. απαγόρευση υπογείων, υπερυψωμένα ισόγεια);
- Γιατί υποτιμήσαμε τη σχέση Πολεοδομίας και Χωροταξίας με την Αντιπλημμυρική Προστασία, αφού υπάρχει σημαντική ερευνητική δουλειά στη χώρα ήδη από τη δεκαετία του ’90;
- Γιατί έμειναν απραγματοποίητα, ανολοκλήρωτα ή με αστοχίες τα όποια χρηματοδοτούμενα αντιπλημμυρικά μετά τον «Ιανό»;
Ειδικά για το θέμα της ετοιμότητας, η καθηγήτρια λέει ότι αυτή δεν αφορά μόνο τον μηχανισμό έκτακτης ανάγκης, τα πυροσβεστικά, τις μπουλντόζες και τα διασωστικά ελικόπτερα. «Πρωτίστως αφορά την κοινότητα, από τα παιδιά μέχρι τους ηλικιωμένους και από τις επιχειρήσεις μέχρι τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Αυτή η ετοιμότητα είναι ευθύνη του δήμου και της περιφέρειας, αλλά και του κεντρικού υπουργείου που ασκεί τον έλεγχο».
Να μην ξαναχτιστούν σπίτια χωρίς χάρτες κινδύνου πλημμυρών
Η ανασυγκρότηση της περιοχής δεν χρειάζεται μεγαλεπήβολα, μη εφαρμόσιμα σχέδια, επισημαίνει η καθηγήτρια, αλλά τη συμβολή της Πολεοδομίας και της Χωροταξίας, ώστε να μη χτιστούν ξανά σπίτια πάνω σε ακατάλληλες θέσεις χωρίς χάρτες κινδύνου πλημμυρών. Σήμερα, ο Πολεοδομικός και Χωροταξικός Σχεδιασμός για τον Μετριασμό των Κινδύνων (Risk-based Planning) είναι πολιτική που ασκείται σε πολλές χώρες της Ευρώπης με μακροχρόνια, αλλά σπουδαία, αποτελέσματα.
Εν τω μεταξύ, η επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής και της συχνότητας και έντασης των ακραίων φαινομένων δημιουργεί την ανάγκη ετοιμότητας και κινητοποίησης, όχι μόνο του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας για την αντιμετώπιση των κρίσεων, αλλά και του συνόλου του πληθυσμού, ξεχωριστά καθενός και καθεμίας από εμάς.
«Χθες ήταν η Μάνδρα, το Μάτι, η βόρεια Εύβοια, η Ρόδος, τα χωριά του Εβρου και η Δαδιά, αύριο θα είναι η περιοχή μας. Για να είμαστε σωστά προετοιμασμένοι, θα πρέπει να γνωρίζουμε τις επικινδυνότητες του τόπου μας και να θεωρούμε ότι μπορεί να εκδηλωθούν ανά πάσα στιγμή, να εξελιχθούν σε καταστροφές και να αλλάξουν τις ζωές μας», τονίζει και αναδεικνύει την ανάγκη να ξεκινήσει η κατάλληλη εκπαίδευση από τα σχολεία.
Για να είμαστε σωστά προετοιμασμένοι, θα πρέπει να γνωρίζουμε τις επικινδυνότητες του τόπου μας και να θεωρούμε ότι μπορεί να εκδηλωθούν ανά πάσα στιγμή, να εξελιχθούν σε καταστροφές και να αλλάξουν τις ζωές μας.
«Σήμερα στα ελληνικά σχολεία τα παιδιά μαθαίνουν για τα επικίνδυνα φαινόμενα ως φυσικά φαινόμενα, όχι ως εναύσματα καταστροφών που επηρεάζουν τις ζωές και την ευημερία μας. Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι δεν μαθαίνουν για τους δύο άλλους καθοριστικούς παράγοντες της καταστροφής: την έκθεσή μας στα επικίνδυνα φαινόμενα και την τρωτότητά μας – δηλαδή τα ευάλωτα στοιχεία του περιβάλλοντος και των μέσων διαβίωσής μας. Και οι δύο απουσιάζουν πλήρως από τα σχολικά προγράμματα εκπαίδευσης. Εξίσου άγνωστα τους είναι το νόημα και οι πρακτικές της ανθεκτικότητας που συνδέονται βέβαια με τις προετοιμασίες, αλλά και η προληπτική απόκριση στις καταστροφές. Εάν αυτά τα κενά γνώσης δεν καλυφθούν, τότε δεν θα επιτευχθεί ποτέ υψηλό επίπεδο ετοιμότητας».
Η κ. Σαπουντζάκη εξηγεί ότι η Γεωγραφία αποτελεί το ιδανικό υπόβαθρο για να εκπαιδευτούν οι μαθητές όλων των τάξεων για τις καταστροφές, τα αίτια και τη διαχείρισή τους. Θέτει μάλιστα μέσω της «Κ» ως επείγον αίτημα την αναβάθμιση του συγκεκριμένου μαθήματος στα προγράμματα σχολικής εκπαίδευσης, καθώς σήμερα, όπως λέει, διατηρεί «περιθωριακή» θέση στα εκπαιδευτικά προγράμματα του σχολείου.
*Δορυφορική εικόνα: Maxar Technologies via AP