Μια φρενίτιδα. Μια μανία. Η λέξη μέτα-/meta διεισδύει στις αναλύσεις. Οπως παλιότερα με την αγγλική γλώσσα, όπου το post-something ήταν της μόδας, τώρα, με την οικεία χρονοκαθυστέρηση, το μετα-κάτι είναι της μόδας στην ασυναίσθητα μεταφρασμένη ζωή μας. Εμπλουτισμένο με κάποια ντόπια στοιχεία ξεκινάει το έργο της αγωνίας για τη συρρίκνωση του χρόνου δημόσιας επεξεργασίας σοβαρών θεμάτων.
Επειτα από χρόνια εθισμού στο twitter (Χ) και αφού καλά καλά αναλύθηκε το έργο του Μαρξ, του Φρίντμαν και του Σμιθ σε meme, σχόλιο και ανάλυση επί σχολίου, έντρομοι χρήστες του διαδικτύου συνειδητοποιούν την υπερβολική αφαιρετικότητα της μέχρι τώρα διαδικτυακής ζωής τους. Τελικά ίσως όντως ο Πικετί να χρειαζόταν εκείνες τις χιλιάδες σελίδες για να φέρει τον μαρξισμό στο σύγχρονο κόσμο. Ποιος να καθίσει να τα διαβάσει όλ’ αυτά, όμως, όταν μπορεί σε δευτερόλεπτα να χτίσει προσωπικότητα με δύο καλοστημένες φωτό και να μάθει αν έχει δίκιο ρίχνοντας τη γνώμη του στον ωκεανό του σχολίου και προσδοκώντας αντιδράσεις (διαθέτοντας, φυσικά, και το προνόμιο να τσεκάρει αυτούς που αντιδρούν). Εντρομοι όσοι ως μέσο επεξεργασίας των απόψεών τους είχαν υιοθετήσει σχόλια και ολιγόλογες (δεδομένης της θεματικής τους) αναρτήσεις, συνειδητοποιούν πως οι επόμενοι, η μετεξέλιξη των δικών τους επιλογών, παίρνουν γραμμή από βίντεο και κλιπάκια.
Στην Αμερική η αγωνία για τη συρρίκνωση του χρόνου πολιτικής συζήτησης πυροδότησε τη μάστιγα των podcasts. Δεν είναι καλό να εξηγείς σε δευτερόλεπτα την αξία του καπιταλισμού αλλά είμαστε σίγουροι ότι τρεις ώρες, εκ των οποίων οι 2,5 αφορούν γυμναστική και διατροφή, είναι ο μόνος τρόπος; Τέλος πάντων, κάποια φορά ο Bernie Sanders εμφανίστηκε στο δημοφιλές σόου του J.Rogan, The Joe Rogan Experience. Ο παρουσιαστής ξυπνάει άλλοτε ελευθεριακός, άλλοτε συνωμοσιολόγος και κάποτε λάτρης του κοινωνικού κράτους πρόνοιας και της Ευρώπης. Το κάλεσμα στον Sanders ήταν μια τέτοια μέρα. Το κοινό σχολίαζε πως δεν είχε ξανακούσει όντως τι είχε να πει ο Sanders. Τα τηλεοπτικά δίκτυα δεν τού έδιναν χρόνο και η έλλειψη χρόνου συνήθως ωφελεί την καθεστηκυία άποψη – πότε να εξηγήσει ο Sanders στους Αμερικανούς γιατί να μην πεθαίνουν οι ανασφάλιστοι στους διαδρόμους των νοσοκομείων; Μετά, αυτό το ρεύμα σκέψης βρήκε ένα άτομο που ένιωθε άνετα με την ταχύτητα και με το να βλέπει την επικοινωνία με τους εκλογείς ως άλλη μία σκληρή δουλειά, την AOC.
Στα δικά μας, η αίσθηση του χρόνου είναι διαφορετική. Δεν τον έχουμε και σε καμία σπουδαία εκτίμηση. Ισως επειδή εδώ δεν είναι χρήμα. Είναι χρόνος. Τι να τον κάνεις; Μπορείς να τον αφιερώσεις στην εκτενή «συζήτηση» στα σχόλια σε κάποιο post. Υπάρχουν όντως άνθρωποι που το κάνουν αυτό. Κάθε μέρα. Χωρίς να πληρώνονται από κάπου. Εγώ, εντωμεταξύ, με δυσκολία πείθομαι να διαβάσω σχόλια σε πράγματα για τα οποία έχω πληρωθεί.
Η νέα γενιά της χώρας βγήκε από το Facebook όταν μπήκαν οι γονείς, οι εργοδότες και οι θείοι της. Εγινε ανκούλ. Βαρετό. Πολλή δουλειά. Ν’ απαντήσεις σε ποιον; Στη θεία από το χωριό; Ναι, οκ, και να πείτε τι; Αμα είναι να χάνεις τον χρόνο σου καλύτερα να περνάς και λίγο όμορφα. Γιατί να μη δεις λίγα fitness reels στο instagram, να μάθεις να πίνεις νερό με λεμόνι; Κι άμα θες να φλερτάρεις, γιατί να μην μπεις σε κάποια από τις απολύτως εξειδικευμένες εφαρμογές οι οποίες τουλάχιστον δεν υποκρίνονται πως είναι πολιτικά και πολιτιστικά καφενεία, είναι αυτό που είναι: μέρη για φλερτ και σεξ;
Πολλά από τα παραδοσιακά μέσα εκχώρησαν το πεδίο στην κακή πλευρά του ίντερνετ όταν υποχώρησαν μπροστά στα κλικς και άφησαν το ανθρωποφαγικό κύμα να σαρώσει. Στη μάχη για μια ξανακερδισμένη προσοχή έγιναν ακόλουθοι των πιο αισχρών τάσεων. Παρακολούθημα του viral. Στον χώρο που προορίζεται για ενημέρωση και απόψεις έβαλαν πράγματα για φάγωμα, εικόνες και πρόσωπα, για να έχει να δαγκώνει με το μάτι ένα γερασμένο κοινό καθώς σκρολάρει από τον καναπέ του, συνήθως με την τηλεόραση ανοιχτή και μονίμως συντονισμένη στη σειρά εποχής απ’ αυτές που καλλιεργούν μια νοσταλγία για κάτι επαρχιακό κι απροσδιόριστο.
Παράλληλα, γινόταν σοβαρή δουλειά στο επίπεδο της ανάλυσης των φαινομένων. Πλήθαιναν οι φωνές που εξηγούσαν πώς οι τεχνολογικοί κολοσσοί θα ρουφήξουν τη δημοκρατία με το καλαμάκι όπως ρουφάνε την προσοχή και τον χρόνο των μαζών. Καλαμάκι χωμένο κατ’ ευθείαν μες στο μυαλό του κόσμου, για να φυσάνε τα θέματα που πρέπει να τον απασχολήσουν τώρα, μικροπράγματα και σαχλαμάρες, θορύβους και άχρηστη πληροφορία, φαγητά, κατοικίδια και χιπστεροπροσωπικότητα για μαζική υιοθέτηση, μαζική κατανάλωση ή μαζικό φτύσιμο – διαλέγεις και παίρνεις.
Το Χ-twitter έκανε τους ανθρώπους συγκρουσιακούς. Δημιούργησε αντίρροπες δυνάμεις, συντηρητικοποίησε κόσμο, ενώ ταυτόχρονα χαζοδικαίωνε τη δίκαιη οργή των αδικημένων της αμερικανικής κοινωνίας. Το Instagram κέρασε ψυχικά προβλήματα το παγκόσμιο κοινό, μιλώντας για ψυχική υγεία και αυτοφροντίδα. Το Facebook κατάπιε εργατοώρες την ώρα που ροκανιζόταν ο παλιός κόσμος της εργασίας, για να αναδυθεί κάτι νέο χωρίς οργάνωση και δικαιώματα και καθώς ο υπάλληλος αποδεχόταν τη μία άθλια δουλειά μετά την άλλη έγερνε ακόμη περισσότερο πάνω στην εφαρμογή, για να βγαίνει το ωράριο μέχρι να φτάσει να κάνει δύο δουλειές,τη μία στο Facebook απλήρωτη, και την άλλη στον εργοδότη ημιπληρωμένη.
Τώρα, το TikTok και το ChatBot υπόσχονται μαζικό χαζολόγημα που θα εκπαιδεύσει ποιος ξέρει ποια νέα τεχνολογία, για ποιον νέο σκοπό χωρίς αξία. Θέλω να πω, θα μπορούσαμε να διαβάζουμε, να κολυμπάμε, να παίζουμε με το σκυλί μας όλην αυτήν την ώρα. Μπορούμε να ονομάσουμε μετα-πραγματικότητα και μετα-σύμπαν τον κόσμο μας (υιοθετώντας το λεκτικό όραμα του δημιουργού μας) και να ξεμπερδεύουμε μαζί του, αλλά είναι άλλη μία υπεκφυγή, ένας αντιπερισπασμός.
Κι όμως εγώ θυμάμαι στην εφηβική μας ηλικία, 2000κάτι, την πανίσχυρη τηλεόραση, με τη «σάτιρα», τα αηδιαστικά ανέκδοτα, το ομοφοβικό «χιούμορ», τη γενική πλύση εγκεφάλου, τον εθισμό στο απαίσιο γούστο και τη χοντράδα.
Θέλουμε να γλιτώσουμε από την αγωνία που μας προκαλεί η απώλεια ελέγχου. Η συνειδητοποίηση ότι τον έλεγχο τον έχουν μεγάλοι τεχνολογικοί κολοσσοί που μας χορεύουν στο ταψί αλλάζοντας το περιβάλλον, τη γλώσσα, την ταχύτητα και τα σύμβολα της αλληλεπίδρασής μας χωρίς διαβούλευση.
Παράλληλα, νοσταλγούμε έναν ανύπαρκτο κόσμο, μια Αρκαδία όπου ο υπάλληλος κοιμόταν με το Κεφάλαιο και ξυπνούσε με Τολστόι, ενώ τώρα μας έχουν φάει τα χιουμοριστικά TikToks, οι γάτες και οι σκύλοι. Κι όμως εγώ θυμάμαι στην εφηβική μας ηλικία, 2000κάτι, την πανίσχυρη τηλεόραση, με τη «σάτιρα», τα αηδιαστικά ανέκδοτα, το ομοφοβικό «χιούμορ», τη γενική πλύση εγκεφάλου, τον εθισμό στο απαίσιο γούστο και τη χοντράδα, στ’ αστεία που κάνουν οι τραμπούκοι στα σχολεία, στ’ ανεκδότα με γκέι κομμώτριες, χοντρές, γριές και καθυστερημένους και δεν έχω καμία νοσταλγία για τίποτα σε ό,τι αφορά τη μαζική αποβλάκωση που τώρα είναι πιο κατακερματισμένη και γι αυτό ίσως τρομάζει όσους έχουν περάσει τη ζωή τους σ’ έναν κόσμο λιγότερο θρυμματισμένο από τον τωρινό.
Αν, λοιπόν, μπορούσα να στείλω ένα προσωπικό μήνυμα σε κάποιον όχι και τόσο νέο πια σχολιαστή και χρήστη των κοινωνικών δικτύων και της μαζικής πλευράς του ίντερνετ θα έλεγα: μην τρως τον χρόνο σου στο κινητό και τον υπολογιστή. Δεν είναι η πολιτική εμπλοκή που είχες ονειρευτεί ούτε είναι αυτό το παράδειγμα και η καθοδήγηση που χρειαζόμαστε.