Η διαφορά ανάμεσα σε ένα οικόπεδο που βρίσκεται εντός του σχεδίου (πόλης ή οικισμού) με ένα γειτονικό του που βρίσκεται εκτός είναι τεράστια. Η ένταξη ενός ακινήτου στο σχέδιο συνεπάγεται άλλες δυνατότητες αξιοποίησης (μικρότερη αρτιότητα, συντελεστή δόμησης, συχνά ακόμα και τη δυνατότητα δόμησης) και, συνεπώς, άλλη αξία…
Ωστόσο η γραμμή ανάμεσα στο «εντός» και το «εκτός» δεν ήταν πάντα αυστηρή – ή τουλάχιστον δεν αντιμετωπίστηκε ως τέτοια. Ως αποτέλεσμα, εκατοντάδες χωριά σε όλη τη χώρα έχουν «ξεχειλώσει», ενώ οι προσπάθειες προηγούμενων δεκαετιών για την «αυθαίρετη» επέκταση οικισμών προς «ένταξη» των παράτυπων επεκτάσεών τους κόπηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Υπό αυτό το πρίσμα και με δεδομένη την προσπάθεια του υπουργείου Περιβάλλοντος να εκπονήσει πολεοδομικά σχέδια στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, το ζήτημα των ορίων των μικρών οικισμών (κάτω των 2.000 κατοίκων) ήρθε γρήγορα στο τραπέζι. Πριν από μερικούς μήνες το υπουργείο κατάρτισε ένα νέο πλαίσιο, με τη μορφή προεδρικού διατάγματος και πριν από το καλοκαίρι το απέστειλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας για προδικαστικό έλεγχο (όπως γίνεται σε όλα τα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων). Παράλληλα, το υπουργείο ανάρτησε το σχέδιο προεδρικού διατάγματος μέσα στα κείμενα οδηγιών που απηύθυνε στους μελετητές των πολεοδομικών σχεδίων ως «μπούσουλα» παρότι δεν έχει ακόμα εγκριθεί, μια κίνηση που εμπεριείχε –όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια– ρίσκο λόγω των αντιρρήσεων του ΣτΕ σε κάποιες διατάξεις.
Η νομιμότητα
Το νέο πλαίσιο αφορά συνολικά τους οικισμούς που είναι κάτω των 2.000 κατοίκων (με βάση τις τελευταίες απογραφές) και δημιουργήθηκαν πριν από το 1983. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι λεγόμενοι οικισμοί προ του ’23 (κατηγορία οικισμών που είχε τη δική της νομοθεσία), καθώς και οι οικισμοί αυτού του μεγέθους που έχουν χαρακτηριστεί παραδοσιακοί. Αφορά την οριοθέτηση ή αναοριοθέτηση των οικισμών αλλά όχι την επέκτασή τους: όπως άλλωστε αναφέρει και το σχέδιο, «κατά τη διαδικασία επανέγκρισης ή αναοριοθέτησης, απαγορεύεται η διεύρυνση του ορίου του οικισμού με βάση τη νέα κατάσταση που προέκυψε μετά τον καθορισμό του. Το όριο του οικισμού επιτρέπεται να διευρυνθεί μόνο για λόγους νομιμότητας, όπως πλάνης περί τα πράγματα, ο δε λόγος πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς», αναφέρεται.
Ειδική αναφορά γίνεται και στην κατηγορία των οικισμών που στο παρελθόν είχαν οριοθετηθεί με βάση την απόσταση ή ακτίνα από το κέντρο τους. Οπως επισημαίνεται, οι οικισμοί αυτοί πρέπει να επαναοριοθετηθούν υποχρεωτικά είτε με βάση τα όσα ορίζει το εν λόγω πλαίσιο ή στο πλαίσιο εκπόνησης του τοπικού πολεοδομικού σχεδίου.
Κατηγορίες
Οι οικισμοί χωρίζονται σε κατηγορίες: περιαστικοί, όσοι βρίσκονται κοντά σε αστικά κέντρα, παραλιακοί (σε ζώνη έως 500 μέτρων από τον αιγιαλό), ορεινοί (υψόμετρο άνω των 800 μέτρων), ημιορεινοί (υψόμετρο 300-800 μέτρων), πεδινοί (έως 300 μέτρα υψόμετρο), τουριστικοί, παραδοσιακοί (σε ειδικό καθεστώς προστασίας), αξιόλογοι (όσοι συγκροτούν σύνολο σημαντικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος) ή ενδιαφέροντες (όσοι παρουσιάζουν ενδιαφέροντα πολιτιστικά κ.ά. στοιχεία ή βρίσκονται εντός τοπίου ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους) και απλοί (όσοι δεν παρουσιάζουν μορφολογικό, πολεοδομικό ή αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον).
Ως προς τον τρόπο ανάπτυξής τους οι οικισμοί μπορεί να χαρακτηρίζονται συνεκτικοί (το 90% των οικοδομών απέχουν μεταξύ τους λιγότερο από 40 μέτρα) ή διάσπαρτοι (τουλάχιστον 50% των οικοδομών δεν απέχει περισσότερο από 80 μέτρα), δυναμικοί (άνω των 200 κατοίκων, με αύξηση πληθυσμού ή των οικοδομών άνω του 10% την τελευταία τριετία). Τέλος, ως προς τον πληθυσμό τους χαρακτηρίζονται μικροί, μεσαίοι ή μεγάλοι. Η κατηγορία του κάθε οικισμού συνεπάγεται διαφορετικούς κανόνες.
Οσον αφορά το ζητούμενο, δηλαδή τον καθορισμό του ορίου ενός χωριού, κρίσιμος χρόνος είναι η κατάσταση που είχε ο οικισμός τον Μάρτιο του 1983 (όταν ξεκίνησε να ισχύει ο ν. 1337). Με τον τρόπο αυτό:
• Σε όσους οικισμούς είναι παλαιότεροι του 1923, με βάση αεροφωτογραφίες και διοικητικές πράξεις πρέπει να «ξεχωρίσει» ποιο τμήμα του υπήρχε το 1923. Το τμήμα αυτό, ο ιστορικός πυρήνας του χωριού δηλαδή, αποτελεί τη Ζώνη Α.
• Ακολούθως προσδιορίζεται το συνεκτικό τμήμα του οικισμού που δημιουργήθηκε από το 1923 έως το 1983, το οποίο αποτελεί τη Ζώνη Β.
• Τέλος, ο τομέας του οικισμού που είναι διάσπαρτη η δόμηση και δημιουργήθηκε από το 1923 έως το 1983 αποτελεί τη Ζώνη Β1.
Με άλλα λόγια, οι «άτυπες» επεκτάσεις των χωριών μετά το 1983 δεν μπορούν να αναγνωριστούν με αυτή τη διαδικασία, αλλά μόνο μέσω πολεοδομικού σχεδίου.
Το νέο πλαίσιο αφορά συνολικά τους οικισμούς που είναι κάτω των 2.000 κατοίκων και δημιουργήθηκαν πριν από το 1983. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι λεγόμενοι οικισμοί προ του ’23.
Από τα όρια των οικισμών πρέπει να εξαιρούνται περιοχές όπως αρχαιολογικές, δασικές, γεωργικές υψηλής παραγωγικότητας κ.λπ., και μια νέα προσθήκη, εκτάσεις γεωλογικά ακατάλληλες για δόμηση.
Πώς χτίζουμε
Οι όροι δόμησης είναι διαφορετικοί ανάλογα με τη ζώνη (Α, Β ή Β1) ενός οικισμού. Για πρώτη φορά, εκτός από την ελάχιστη αρτιότητα προστίθεται και η υποχρέωση συγκεκριμένου «προσώπου» σε δρόμο ή άλλο κοινόχρηστο χώρο, ως εξής:
• Στη Ζώνη Α η ελάχιστη αρτιότητα είναι 2 στρέμματα και ελάχιστο μήκος «προσώπου» τα 15 μέτρα (ή 10 μέτρα σε ορεινούς ή ημιορεινούς οικισμούς). Προσοχή: η υποχρέωση «προσώπου» αφορά μόνο τα καινούργια οικόπεδα, δηλαδή όσα προκύπτουν από κατατμήσεις μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου. Oλα τα υπόλοιπα εξακολουθούν να θεωρούνται άρτια μόνο με το ελάχιστο εμβαδόν των 2 στρεμμάτων.
• Στη Ζώνη Β άρτια θεωρούνται οικόπεδα από 300 έως 2.000 τ.μ. και πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο. Για όσα δημιουργήθηκαν μετά τον Νοέμβριο του 2011, χρειάζεται «πρόσωπο» 10 ή 15 μέτρων (μεγαλύτερα ή μικρότερα των 500 τ.μ.).
Παραλιακά και δίοδοι
Oσον αφορά τους παραλιακούς οικισμούς, το πλαίσιο προβλέπει όπως σήμερα ότι η ελάχιστη απόσταση από τη γραμμή του αιγιαλού θα είναι 15 μέτρα, εκτός αν υπάρχει ζώνη παραλίας οπότε αυτή προσμετράται. Στην περίπτωση που η υπάρχουσα σήμερα γραμμή της δόμησης είναι σε μικρότερη απόσταση, τότε θα ακολουθείται αυτή η γραμμή. Μια νέα ρύθμιση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι στους οικισμούς που η δόμηση φτάνει πιο κοντά από τα 15 μέτρα στη θάλασσα, πρέπει να καθοριστεί δίκτυο κοινόχρηστων διόδων προς τη θάλασσα πλάτους τουλάχιστον 4 μέτρων, που να συνδέουν τους δρόμους του οικισμού με την παραλία. Μάλιστα προβλέπει μια ειδική διαδικασία για την εξασφάλιση των χώρων: οι ιδιοκτήτες πρέπει να παραχωρούν τον απαραίτητο χώρο για τη δημιουργία του δρόμου ως υποχρέωση για να εκδώσουν οικοδομική άδεια (αλλά στην αρτιότητα υπολογίζεται το οικόπεδο όπως ήταν, δηλαδή πριν του αφαιρεθεί χώρος για δρόμο).
Παραδοσιακοί οικισμοί
Σχετικά με τους παραδοσιακούς οικισμούς, το πλαίσιο επισημαίνει ότι τα διατάγματα του χαρακτηρισμού του (και οι χρήσεις γης, οι όροι δόμησης κ.λπ.) εξακολουθούν να υπερισχύουν οποιασδήποτε νεότερης ρύθμισης. Αφήνει ωστόσο ένα «παράθυρο» τροποποιήσεων: «στις περιπτώσεις οριζόντιου, ομαδικού χαρακτηρισμού οικισμών ως παραδοσιακών χωρίς εξειδικευμένες κατά περίπτωση μελέτες είναι δυνατόν, μετά από προσήκουσα τεκμηρίωση (…) να τροποποιούνται επί πλέον ή επί έλαττον οι θεσμοθετημένοι όροι και περιορισμοί δόμησης», αναφέρει. Σημειώνει, ωστόσο, ότι οι νέοι όροι θα πρέπει να συνάδουν με τα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία του οικισμού και να κατατείνουν στην προστασία και τη βιωσιμότητά του, προϋποθέσεις που όπως έχει δείξει η πολεοδομική ιστορία μπορεί να ερμηνευθούν… πολύ διασταλτικά.
Σε ό,τι αφορά τα διαδικαστικά, η οριοθέτηση των οικισμών εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα, ενώ η διαδικασία κινείται από τον δήμο ή το υπουργείο Περιβάλλοντος στο πλαίσιο εκπόνησης πολεοδομικού σχεδίου.
Τι δεν πέρασε από την «κρησάρα» του ΣτΕ
Τις «έμμεσες» επεκτάσεις οικισμών, μέσω της ένταξης πιο αραιοδομημένων τμημάτων γύρω από τους οικισμούς, μπλοκάρει το ΣτΕ. Οπως ορίζει, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με επέκταση η οποία επιτρέπεται να γίνει μόνο ύστερα από μελέτη και στο πλαίσιο πολεοδομικού σχεδίου.
Το ΣτΕ εξέδωσε πριν από λίγες ημέρες το (υπ. αρ. 74/2024) πρακτικό επεξεργασίας του σχεδίου προεδρικού διατάγματος, στο οποίο καταθέτει τις παρατηρήσεις του. Τις παρατηρήσεις αυτές το υπουργείο είναι υποχρεωμένο να τις σεβαστεί, ειδάλλως το προεδρικό διάταγμα δεν θα εγκριθεί. Πιο συγκεκριμένα:
• Το υπουργείο πρότεινε να συμπεριληφθούν (ως Ζώνη Γ) τα τμήματα ενός οικισμού που είχαν συμπεριληφθεί σε παλαιότερη (παράνομη) οριοθέτηση. Με τον τρόπο αυτό επιχείρησε στην πράξη να εντάξει στα όρια των χωριών τις επεκτάσεις που είχαν γίνει με απόφαση νομάρχη τις δεκαετίες του ’80-’90 (και τις οποίες το ΣτΕ έχει πολλάκις κρίνει αντισυνταγματικές). «Η αναγνώριση της ζώνης Γ οδηγεί εμμέσως σε επέκταση των ορίων του οικισμού η οποία δεν επιτρέπεται και μάλιστα με συμπερίληψη εντός των ορίων του οικισμού εκτάσεων που έχουν προκύψει από παράνομη οριοθέτηση αυτού και χωρίς να συντρέχουν τα κριτήρια της πολεοδομικής νομοθεσίας», αναφέρει το πρακτικό του ΣτΕ. «Εξάλλου, αν η διοίκηση κρίνει αναγκαία και σκόπιμη την επέκταση των ορίων των οικισμών της χώρας για την οικιστική ή άλλου είδους αξιοποίησή τους θα πρέπει να προωθήσει κατά προτεραιότητα την πολεοδόμηση των αναγκαίων εκτάσεων για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού», αναφέρει. Οπως επισημαίνει πολλαπλά το ΣτΕ, επέκταση των οικισμών επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολεοδομικού σχεδίου και πρέπει να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη.
• Επίσης, το υπουργείο πρότεινε να ενταχθούν στο σχέδιο αραιοδομημένες εκτάσεις που βρίσκονται γύρω από τις πιο «πυκνοδομημένες», μέσα στα χωριά. «Ο ορισμός που προτείνεται είναι αόριστος και ενδέχεται να δημιουργήσει ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής. Κυρίως δε ενδέχεται να καθυστερήσει για μεγάλο διάστημα την οριοθέτηση των οικισμών», αναφέρει. Το ΣτΕ υπενθυμίζει τη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία αραιοδομημένες εκτάσεις εντός συνεκτικού οικισμού μπορούν να περιλαμβάνονται εντός του ορίου μόνο εφόσον περιέχουν επαρκή αριθμό κτισμάτων με μικρή απόσταση μεταξύ τους και αποτελούν κομμάτι του διαμορφωμένου πολεοδομικού ιστού.
Τέλος, το ΣτΕ ζήτησε να καταργηθεί η δυνατότητα οικοδόμησης χωρίς περιορισμό αρτιότητας σε οικόπεδα προ του 1968, καθώς η σχετική διάταξη έχει κριθεί αντισυνταγματική.