Η απόκτηση παιδιού είναι για την Τ. «παράτολμη απόφαση». Η 38χρονη νοσηλεύτρια σε κεντρικό νοσοκομείο της Αθήνας αναρωτιέται «τι έχει να προσφέρει σε ένα παιδί», διαπιστώνοντας ότι οι νέοι συνάδελφοί της έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, «άρα σπουδές που απαιτούσαν τη συνεχή στήριξη των γονιών τους, κάτι που εγώ ξέρω πως δεν θα μπορέσω να κάνω», λέει στην «Κ».
Παρακολουθώντας περιστατικά στα ρεπό της για μερικά «εξτραδάκια» και συνυπολογίζοντας στον οικογενειακό προϋπολογισμό το εισόδημα του ελεύθερου επαγγελματία συντρόφου της, τα μαθηματικά επιμένουν να μην τους βγαίνουν. Το διαμέρισμα της δεκαετίας του ’60 σε κάποια γειτονιά της πρωτεύουσας διαθέτει μόνο ένα υπνοδωμάτιο και το ζευγάρι διστάζει να αναζητήσει άλλο, καθώς έχει πετύχει ένα καλό και σταθερό ενοίκιο σε μια περιοχή που η τιμή του τετραγωνικού αγγίζει εύκολα τα 13 ευρώ.
«Δεν μπορώ να έχω και παιδί και να διατηρήσω μια αξιοπρεπή ποιότητα ζωής», λέει καταδεικνύοντας τον οικονομικό παράγοντα ως βασικό διαμορφωτή της προσωπικής επιθυμίας. Η απόσταση από τον επιθυμητό αριθμό παιδιών έως αυτόν που πραγματικά αντιστοιχεί σε ένα ζευγάρι στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη εξηγεί στην «Κ» ο Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών. «Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες τα ζευγάρια θέλουν να κάνουν κατά μέσο όρο λίγο περισσότερο από δύο παιδιά.
»Υπάρχουν χώρες όπου τα ζευγάρια το πλησιάζουν αυτό. Εμείς κάνουμε πολύ λιγότερα παιδιά από αυτά που επιθυμούμε: είμαστε στο 1,3 (παιδιά/γυναίκα) στους ετήσιους δείκτες αναπαραγωγής. Οι γεννήσεις φέτος θα είναι κάτι λιγότερο από 71.000», λέει ο ίδιος και προσθέτει: «Η εξήγηση είναι πολύ απλή: στην Ελλάδα δεν υπάρχει μια πολιτική η οποία να στηρίζει την οικογένεια και το παιδί».
Μέτρα στη σωστή κατεύθυνση αλλά όχι αρκετά
Η δέσμη πρόσθετων μέτρων στήριξης της οικογένειας που η κυβέρνηση ανακοίνωσε στη ΔΕΘ, όπως φοροαπαλλαγές σε νέους γονείς, επιδόματα και διεύρυνση της βρεφονηπιακής φροντίδας, μεταξύ άλλων, αξιολογούνται θετικά από τους ειδικούς, που ωστόσο επιμένουν ότι απαιτούνται θεμελιώδεις αλλαγές σε όλες τις πτυχές του δημογραφικού.
«Για να βρούμε τις λύσεις πρέπει πρώτα να διακρίνουμε τα προβλήματα», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης, διακρίνοντας πέντε άξονες: «Στις χώρες όπου τα ζευγάρια κάνουν πολύ λιγότερα παιδιά από αυτό που επιθυμούν, πρώτον η έλευση και το μεγάλωμά τους κοστίζει πολύ.
Επιπλέον, υπάρχουν έμφυλες διακρίσεις στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο που δυσκολεύουν τις γυναίκες και παράλληλα μεγάλες ασυμβατότητες στην οικογενειακή και στην εργασιακή ζωή, εις βάρος πάλι των γυναικών που αναλαμβάνουν περισσότερες υποχρεώσεις.
Τα τελευταία χρόνια προστέθηκε μια δυσκολία παραπάνω για τα ζευγάρια που δεν έχουν παραχωρημένη κατοικία από γονείς ή παππούδες, καθώς στα αστικά κέντρα η τιμή της κατοικίας είναι εξαιρετικά υψηλή και σε αναντιστοιχία με τα εισοδήματά τους.
Τέλος, στα νέα ζευγάρια υπάρχει εξαιρετική αβεβαιότητα για το μέλλον, όχι μονάχα για το παρόν. Οταν δεν βλέπουν ορίζοντα, δεν είναι πρώτο μέλημά τους να κάνουν οικογένεια. Τα νέα ζευγάρια χρειάζονται μέτρα αισιοδοξίας ότι μπορούν να μείνουν εδώ και να κάνουν οικογένεια. Μέχρι τότε θα μείνουμε στα επιδόματα και τα vouchers», καταλήγει ο ίδιος.
Κρίσιμοι δείκτες μετανάστευση και γήρανση
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πληθυσμού του ΟΗΕ, από το 2100 και εξής, καμία ήπειρος δεν θα αυξάνει τον πληθυσμό της. «Η μείωση της γονιμότητας από το 1950 και μετά, είναι εξάλλου, σταθερή σε όλο τον κόσμο. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο», παρατηρεί ο Παύλος Μπαλτάς, ερευνητής, με ειδίκευση στο δημογραφικό, του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Εξετάζοντας όμως το δημογραφικό μόνο από τη σκοπιά της οικογένειας αφήνει τη συζήτηση ημιτελή, καθώς όπως εξηγεί ο ίδιος: «Το δημογραφικό φαινόμενο έχει τρεις διαστάσεις: τη μείωση της γονιμότητας, την αύξηση των ατόμων άνω των 65 ετών και το τρίτο είναι το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο. Δηλαδή στις χώρες που όσοι φεύγουν είναι περισσότεροι από αυτούς που έρχονται, έχουμε και μείωση του πληθυσμού. Η Ελλάδα μπήκε στην ομάδα αυτών των χωρών το 2010. Μέχρι την κρίση το έλλειμμα γεννήσεων-θανάτων που δημιουργούσαμε το κάλυπτε η μεταναστευτική ροή, οπότε και είχαμε σταθεροποίηση του πληθυσμού μας».
Το ίδιο το brain drain, απότοκο της οικονομικής κρίσης την περασμένη δεκαετία, είχε το δικό του δημογραφικό αποτύπωμα. «Αυτά τα 600.000 άτομα που έφυγαν, ήταν άτομα αναπαραγωγικής ηλικίας. Οπότε εκτός όλων των άλλων που χάσαμε με τη μετακίνησή τους, δεν έχουμε και τις γεννήσεις που θα είχαμε από αυτόν τον πληθυσμό. Χαμένες γεννήσεις, που ναι μεν δεν θα άλλαζαν πολύ τον δείκτη που βρίσκεται στο 1,3, αλλά θα ήμασταν σίγουρα καλύτερα από ό,τι είμαστε τώρα», παρατηρεί ο κ. Μπαλτάς που εκτιμά ωστόσο ότι εκτός από τις γεννήσεις πρέπει να δοθεί έμφαση στη γήρανση. «Γιατί αυτοί που θα γεράσουν έχουν γεννηθεί», όπως λέει χαρακτηριστικά.
«Το 2050, το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, που σημαίνει καταρχάς ότι το σύστημα υγείας θα δεχθεί μεγάλες πιέσεις. Αυτό πρέπει άμεσα να θωρακίσουμε και να βελτιώσουμε, καθώς ήδη υπάρχουν περιοχές, όπως η Ευρυτανία που ο ο πληθυσμός έχει αρχίσει να αντικαθίσταται πλήρως από άτομα μόνο μεγάλης ηλικίας». Σύμφωνα με τον ερευνητή, το ζητούμενο δεν είναι μόνο η ανακοπή της μείωσης του πληθυσμού, αλλά και η παραγωγική διαχείριση του πληθυσμού που θα υπάρξει σε αυτή τη χώρα τις επόμενες δεκαετίες. «Μπορούμε να μετατρέψουμε τις λιγότερες γεννήσεις σε πλεονέκτημα;» διερωτάται. «Να είναι τα παιδιά μας καλύτερα καταρτισμένα και να έχουνε καλύτερες παροχές. Ισως αυτή είναι μια λύση».