Μπορεί να επικρατεί η εντύπωση ότι η Βόρεια Ελλάδα είναι πλούσια σε υδατικούς πόρους, η πραγματικότητα όμως είναι τελικά διαφορετική. Σε όλες τις μεγάλες και μικρές λίμνες της Βόρειας Ελλάδας καταγράφεται σταθερά πτώση της στάθμης. Ειδικά οι λίμνες της Μακεδονίας βρίσκονται στα κατώτερα επίπεδά τους από το 2013. Η μείωση των αποθεμάτων αυξάνει, όπως είναι επόμενο, την πίεση στα ήδη επιβαρυμένα οικοσυστήματα. Ενδιαφέρον είναι, πάντως, ότι οι τεχνητές λίμνες βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι οι φυσικές.
Τα στοιχεία για την ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των λιμνών συλλέγονται για λογαριασμό του υπουργείου Περιβάλλοντος από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), που ανήκει στο Εθνικο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (Γουλανδρή). Το ΕΚΒΥ ανέλαβε το έργο αυτό από το 2012 με 53 σταθμούς, οι οποίοι αυξήθηκαν σε 80 το 2021 με την προσθήκη λιμνών στην ηπειρωτική Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη (συνολικά παρακολουθούνται 74 λίμνες). Οι περισσότερες λίμνες της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας παρακολουθούνται από το 2012, επομένως υπάρχουν πλέον στοιχεία για περισσότερο από μία δεκαετία, που αποτυπώνουν τις ποσοτικές και ποιοτικές τους διακυμάνσεις.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις μετρήσεις του ΕΚΒΥ, η στάθμη των τεσσάρων φυσικών λιμνών της Κεντρικής Μακεδονίας (Βόλβη, Κορώνεια, Δοϊράνη και Πικρολίμνη) το 2024 διαμορφώνεται σταθερά στα κατώτερα επίπεδα των τιμών της περιόδου 2013-2024. Η περίοδος με τη χαμηλότερη στάθμη των λιμνών υπήρξε το έτος 2013 έως και τις αρχές του 2014. Μάλιστα, για τις λίμνες Κορώνεια, Δοϊράνη και Πικρολίμνη τότε μετρήθηκε και η χαμηλότερη τιμή τους.
«Πτωτική πορεία»
«Από το 2016 και μετά, παρατηρείται πτωτική πορεία των τεσσάρων λιμνών έως και το 2019. Κατά το έτος αυτό παρατηρείται η ελάχιστη στάθμη της Βόλβης για τη 12ετία που διανύουμε», εξηγεί ο Δημήτρης Παπαδήμος, υπεύθυνος τομέα υδατικών και εδαφικών πόρων στο ΕΚΒΥ. «Από το έτος 2020 έως και τον Αύγουστο του 2024, η μέση στάθμη των λιμνών Βόλβης και Κορώνειας φαίνεται να σταθεροποιείται στα 35,8 μέτρα και 70,3 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, με μέγιστη διακύμανση 1,30 μέτρων και ενός μέτρου για τις δύο λίμνες αντιστοίχως, ακολουθώντας το μοτίβο των ετήσιων βροχοπτώσεων. Η στάθμη της Πικρολίμνης από το 2020 και μετά, μειώθηκε εκ νέου στα επίπεδα κάτω των 44 μέτρων, προ της μεγάλης ανόδου της το 2015, προκαλώντας αρκετά συχνά ακόμη και την αποξήρανσή της όπως φέτος το καλοκαίρι».
Η μείωση της στάθμης κατά μερικά εκατοστά σημαίνει ουσιαστικά εκατομμύρια κυβικά νερού λιγότερα. «Για παράδειγμα, στη λίμνη της Καστοριάς, η μείωση της στάθμης κατά 0,20 μέτρα από το 2018 σημαίνει ότι το νερό στη λίμνη μειώθηκε κατά 6 εκατ. κυβικά μέτρα».
Η αυξομείωση της στάθμης των λιμνών, βέβαια, είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Στον βαθμό που αυτή δεν διαταράσσει σοβαρά το οικοσύστημα. «Στις μεσογειακές λίμνες λόγω κλίματος παρατηρούνται εποχικές διακυμάνσεις της στάθμης των υδάτων. Αυτές συνιστούν μία φυσική διαταραχή και πολυάριθμες μελέτες έχουν υποδείξει ότι ένα ορισμένο επίπεδο διαταραχής σε μέγεθος και συχνότητα είναι συχνά επιθυμητό για τη διατήρηση υψηλής βιοποικιλότητας», εξηγεί ο κ. Παπαδήμος. «Ωστόσο μεγάλου βαθμού διαταραχές παραγόμενες από την ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως οι απολήψεις νερού και η παραγωγή ενέργειας, και υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, επιφέρουν αρνητικές επιδράσεις στα οικοσυστήματα».
Η στάθμη των τεσσάρων φυσικών λιμνών της Κεντρικής Μακεδονίας διαμορφώνεται σταθερά στα κατώτερα επίπεδα της περιόδου 2013-2024.
Βασική προϋπόθεση για να διατηρείται η βιοποικιλότητα μιας λίμνης και να μπορεί να παρέχει τις οικοσυστημικές υπηρεσίες της (λ.χ. παροχή ψαριών για τροφή, νερού για ύδρευση και άρδευση) είναι η ύπαρξη ενός ελάχιστου επιπέδου νερού, αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν «οικολογική στάθμη». Το ΕΚΒΥ ανέλαβε το 2016 να εκπονήσει ένα ερευνητικό πρόγραμμα (σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Υδάτων Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Ινστιτούτο Αλιευτικής Ερευνας του ΕΛΓΟ Δήμητρα και το Norwegian Institute of Bioeconomy Research) σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστης απαιτούμενης στάθμης σε υδατικά σώματα. Στο πλαίσιο του έργου αυτού, διερευνήθηκαν οι οικολογικές απαιτήσεις της ιχθυοπανίδας και της υδρόβιας βλάστησης σε στάθμη νερού, σε συνδυασμό με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των λιμνών και ιστορικά δεδομένα στάθμης σε τέσσερις φυσικές λίμνες της Δυτικής Μακεδονίας (Ζάζαρη, Χειμαδίτιδα, Πετρών και Βεγορίτιδα).
Σήμερα, οκτώ έτη μετά την πρόταση οικολογικής στάθμης των τεσσάρων φυσικών λιμνών, έχουν εξαχθεί πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. «Μπορεί να ειπωθεί ότι στις λίμνες οι οποίες είτε γειτνιάζουν με περιοχές όπου ασκείται έντονα η αρδευόμενη γεωργία (Χειμαδίτιδα) ή στη λεκάνη τους εκτείνονται περιοχές όπου ασκείται έντονα η αρδευόμενη γεωργία (Πετρών, Βεγορίτιδα), η στάθμη έχει υποβιβαστεί μετά το 2019 και η ετήσια διακύμανσή της έχει διαμορφωθεί σε χαμηλότερα ως προς το παρελθόν επίπεδα. Η νέα αυτή δυσμενής κατάσταση η οποία διαμορφώνεται για τη στάθμη των λιμνών, φαίνεται να συνδέεται αφενός με τη μείωση των βροχοπτώσεων και την αύξηση των θερμοκρασιών στην περιοχή, και αφετέρου με την υφιστάμενη διαχείριση όσον αφορά τις αρδευόμενες εκτάσεις και τον τρόπο εφαρμογής των αρδεύσεων», εξηγεί ο κ. Παπαδήμος. «Είναι συνεπώς απαραίτητη η παρακολούθηση των οικοσυστημάτων αυτών και των επιπτώσεων από τις υδρολογικές πιέσεις που ασκούνται στη βιοποικιλότητα, στη διάρκεια των ετών, ιδίως καθώς η πίεση (περαιτέρω πτώση) στη στάθμη των λιμνών αναμένεται να είναι ακόμη μεγαλύτερη στο μέλλον λόγω της κλιματικής αλλαγής».
Ειδικά για τη λίμνη Ζάζαρη, οι επιστήμονες έχουν καταλήξει σε ανησυχητικά συμπεράσματα. Λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές συνθήκες και προβάλλοντας τις μελλοντικές μέσω κλιματικών μοντέλων, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η ποσότητα νερού που εισέρχεται στη λίμνη θα υποδιπλασιαστεί, από 5,7 εκατ. κυβικά μέτρα σε 2-2,6 εκατ. κυβικά μέτρα ετησίως. «Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρόνου ανανέωσης των υδάτων της λίμνης, με αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα των υδάτων της», λέει ο κ. Παπαδήμος. «Αντίστοιχες μειώσεις παρατηρούνται και στις εκροές από τη λίμνη προς τα κατάντη της. Η ελαχιστοποίηση αυτή των εκροών της, αναμένεται να έχει ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στο αμέσως κατάντη οικοσύστημα, αυτό της λίμνης Χειμαδίτιδας, το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις υπερχειλίσεις της Ζάζαρης. Περαιτέρω, για να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα η άντληση νερού για άρδευση, οι μελλοντικά αρδευόμενες εκτάσεις θα πρέπει να μειωθούν περισσότερο από το μισό (κατά 54%-64%)».
Η μείωση της στάθμης των λιμνών έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικολογική τους κατάσταση. «Οι λίμνες της Βόρειας Ελλάδας δεν είναι στην καλύτερη χημική και οικολογική κατάσταση», εξηγεί η κ. Βάσω Τσιαούση, συντονίστρια του δικτύου παρακολούθησης λιμνών στο ΕΚΒΥ. «Οι τεχνητές λίμνες είναι σε καλύτερη κατάσταση από τις φυσικές γιατί συνήθως βρίσκονται σε απομονωμένες δασικές περιοχές και οι ταμιευτήρες είναι προστατευμένοι από πιέσεις. «Να θυμίσω ότι η Ελλάδα έχει καταλήξει στο Ευρωδικαστήριο για την κατάσταση της Κορώνειας, ενώ σε μέτρια κατάσταση βρίσκεται και η Βόλβη, η Καστοριά, η Βεγορίτιδα».
Ευτροφισμός
Κύρια πίεση για την ποιοτική κατάσταση των λιμνών είναι ο ευτροφισμός. «Ο ευτροφισμός προκύπτει συνήθως από πηγές ρύπανσης, όπως ο φώσφορος, που προέρχεται από λιπάσματα ή αστικά λύματα. Στις λίμνες αυτές η σύνθεση των υδρόβιων κοινοτήτων διαφοροποιείται, κυριαρχούν οι οργανισμοί που είναι πιο ανθεκτικοί. Σε ακραίες περιπτώσεις βέβαια μπορεί η υδρόβια βλάστηση να καταστραφεί». Σημαντική πίεση ασκεί και η άντληση νερού για άρδευση. «Είμαστε μεσογειακή χώρα και δυστυχώς η άνοδος της θερμοκρασίας θα μειώσει τα διαθέσιμα για άρδευση αποθέματα. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να μας απασχολήσει, καθώς οι λίμνες δεν είναι ανεξάντλητες».
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδήμο, με δεδομένη την πίεση που ασκεί η ανομβρία (και ευρύτερα η άνοδος της θερμοκρασίας) στις ελληνικές λίμνες, είναι αναγκαία η λήψη μέτρων. «Η μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων είναι ένα μέτρο που έχει σοβαρή επίδραση στην τοπική κοινωνία, οπότε δεν μπορεί να είναι το πρώτο μας μέτρο. Το πρώτο μας μέτρο πρέπει να είναι ο άμεσος περιορισμός των απωλειών από τα αρδευτικά δίκτυα, καθώς οι ποσότητες νερού που χάνονται είναι μεγάλες. Το δεύτερο μέτρο μας θα πρέπει να είναι η αλλαγή των τρόπων άρδευσης και των καλλιεργειών. Μόνο όταν εξαντληθούν αυτά, μπορούμε να μιλήσουμε για ανάγκη μείωσης των αρδευόμενων εκτάσεων».
Φωτ. Το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων ανέλαβε τη συλλογή στοιχείων για την ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των λιμνών το 2012 με 53 σταθμούς, οι οποίοι αυξήθηκαν σε 80 το 2021. Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του, το 2024 η στάθμη σε Βόλβη, Κορώνεια, Δοϊράνη και Πικρολίμνη διαμορφώνεται σταθερά στα κατώτερα επίπεδα. Αντίστοιχες μελέτες στις λίμνες Ζάζαρη, Χειμαδίτιδα, Πετρών και Βεγορίτιδα, που γειτνιάζουν με αρδευόμενες καλλιέργειες, κατέδειξαν σταθερή ελάττωση των υδάτων την τελευταία πενταετία. [ΕΚΒΥ / ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΑΚΙΩΡΗ]