Προχθές το απόγευμα, λίγες μέρες μετά την ανθρωποκτονία του 46χρονου από τη Νέα Σμύρνη, ο οποίος είχε νοητική υστέρηση, από την αδελφή του, η οποία επίσης έχει νοητική υστέρηση, η Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα Αναπήρων οργάνωσε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία της περιοχής. Τα αιτήματά τους αφορούσαν τη δημιουργία περισσότερων δημοσίων δομών «φροντίδας, στήριξης, φιλοξενίας των βαριά αναπήρων», δημοσίων στεγών υποστηριζόμενης διαβίωσης, ξενώνων, και πλήρως στελεχωμένων οικοτροφείων, «υψηλής ποιότητας και με δωρεάν υπηρεσίες». «Εχει δικαίωμα ο γονιός, ο κάθε άνθρωπος που έχει δουλέψει μια ζωή και έχει προσφέρει σε αυτή τη χώρα να ξέρει ότι όταν δεν θα μπορεί να φροντίσει τον άνθρωπό του με βαριά αναπηρία, με την ευθύνη του κράτους και τις ανάλογες δομές, θα του εξασφαλιστεί μια ζωή με ασφάλεια και αξιοπρέπεια», δήλωσε η επιτροπή.
Μιλώντας χθες στην «Κ», ο επικεφαλής της Χάρης Χουρδάκης τονίζει ότι η υπόθεση της Νέας Σμύρνης αναδεικνύει ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. «Δεν υπάρχουν κρατικές δομές που να στηρίζουν αυτές τις οικογένειες που έχουν ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν – είναι ελάχιστες οι δομές που βοηθούν, ιδιαίτερα οι δημόσιες, τις στέγες υποστηριζόμενες διαβίωσης τις οργανώνουν οι γονείς μόνοι τους», σημειώνει.
Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των αδελφών της Νέας Σμύρνης, τονίζει ότι όταν έφυγαν οι γονείς τους από τη ζωή, δύο άνθρωποι με νοητική υστέρηση έμειναν μόνοι τους. «Αυτό είναι το εγκληματικό της υπόθεσης», δηλώνει ο κ. Χουρδάκης, «δεν θα έπρεπε το κράτος να επέμβει, κάποιος να επιβλέπει;».
Ο τυφλός δικηγόρος και μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Βαγγέλης Αυγουλάς, εξηγεί στην «Κ» ότι δεν είναι υποχρεωτικό κάποιο άτομο που έχει νοητική αναπηρία όταν ενηλικιωθεί να πάει σε κάποια δομή φιλοξενίας. «Οταν κλείσουν τα 18, γίνεται μια δικαστική διαδικασία για να τεθούν σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης – είναι μια δίκη που προκαλεί η ίδια η οικογένεια για το καλό του ατόμου, κατά την οποία η διαχείριση των προσωπικών του υποθέσεων ανατίθεται σε ένα άτομο και ορίζεται και ένα τριμελές εποπτικό συμβούλιο για να παρακολουθεί ότι όλα πάνε καλά με τη διαχείριση του δικαστικού συμπαραστάτη», αναφέρει.
Παρότι αυτή είναι η νόμιμη διαδικασία, ο κ. Αυγουλάς τονίζει ότι στην πράξη ενέχει πολλά προβλήματα. Πρώτον, οι οικογένειες επιβαρύνονται τα έξοδα της διαδικασίας. Δεύτερον, η δικαστική συμπαράσταση πρακτικά δεν ελέγχεται. Τρίτον, αν ο φροντιστής φύγει από τη ζωή, δεν ελέγχεται το ποιος συνεχίζει να φροντίζει το άτομο, σημειώνει, ούτε υπάρχει τακτική κρατική παρακολούθηση. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ένας κοινωνικός μηχανισμός που αυτόματα να καλύπτει το κενό του φροντιστή και το άτομο με νοητική αναπηρία να παραμένει στο περιβάλλον του», λέει ο κ. Αυγουλάς. Ο ίδιος σημειώνει ότι από το 2021 το νομοθετικό πλαίσιο δίνει ευθύνη και στους δήμους για τη δημιουργία των στεγών υποστηριζόμενης διαβίωσης – «περιμέναμε κάθε δήμος να έχει καταγραφή των νοητικά αναπήρων ατόμων», τονίζει. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε, και οι στέγες, όπως παρατηρεί και ο κ. Χουρδάκης, δημιουργούνται μόνο από συλλόγους γονέων αναπήρων που ανησυχούν για το τι θα απογίνουν τα παιδιά τους όταν εκείνοι δεν θα μπορούν πλέον να τα βοηθήσουν.
Ελλειψη συντονισμού
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, πάντως, εντοπίζεται στην έλλειψη συντονισμού μεταξύ φορέων. «Δεν ξέρει κανείς ποιος έχει ποια αρμοδιότητα, δεν υπάρχει αυτή η αλυσίδα στις υπηρεσίες υποστήριξης – η τοπική κοινωνική υπηρεσία του κάθε δήμου δεν γνωρίζει ποιο άτομο είναι σε δικαστική συμπαράσταση, δεν συγκεντρώνεται κάπου η πληροφορία, σε μια πλατφόρμα, σε ένα μητρώο», σημειώνει ο κ. Αυγουλάς. Τονίζει πως η λογική της δικαστικής συμπαράστασης είναι πια ξεπερασμένη – διεθνώς πλέον μιλούν για συνηγορία, για να αποφασίζει το ανάπηρο άτομο για όσα περισσότερα θέματα μπορεί. «Και στην Ελλάδα συζητάμε την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου», λέει στην «Κ», «αλλά βλέπουμε ότι κοινωνικά και πρακτικά, είμαστε ακόμα πολύ πίσω στην ουσιαστική φροντίδα αυτών των ανθρώπων».