«Να μπω κάπου με την πρώτη, γιατί δεύτερη δεν θα υπάρξει!»

«Να μπω κάπου με την πρώτη, γιατί δεύτερη δεν θα υπάρξει!»

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν αλλάζουν ποτέ: αργά το απόγευμα, η Κάνιγγος γεμίζει μαθητές. Απ’ τα κτίρια βγαίνουν παιδιά, κι η μόνη διαφορά με δέκα χρόνια πριν, είναι πως τώρα στα πεζοδρόμια περιμένουν γονείς, γιατί στα γύρω στενά με την κρίση τα πράγματα έχουν αγριέψει. Κατά τα άλλα όμως, όπως ο ήλιος πέφτει, το σακίδιο στον ώμο, το βιβλίο στο χέρι, και «πώς πήγες;» με το που ανοίγει η πόρτα του αυτοκινήτου.

Υπάρχουν όμως και μερικά πράγματα που δεν θα είναι ποτέ ξανά τα ίδια: απ’ αυτά τα παιδιά, δεν υπάρχει ούτε ένα που να μην ξέρει πόσο πληρώνουν οι γονείς του για να πηγαίνει εκείνο φροντιστήριο. Στη δική μου εποχή, 20 χρόνια πριν, είναι ζήτημα αν ένας απ’ τους συμμαθητές μου ήξερε πόσο κόστισε η είσοδός του στο πανεπιστήμιο. Τώρα, στην πλατεία Κάνιγγος, οποιοσδήποτε μαθητής οποιασδήποτε κατεύθυνσης μπορεί να σου κάνει μια εμπεριστατωμένη οικονομική μελέτη πάνω στο κόστος των σπουδών του.

«Ιδιαίτερα;». Η Μαρία Σταμάτη, η κοπέλα που μόλις ρώτησα αν είναι καλύτερο το φροντιστήριο ή τα ιδιαίτερα, γελάει. «Τι λέτε;», κάνει. «Τα ιδιαίτερα είναι για τον Ελληνα κροίσο με πέντε παιδιά! Θες τρελά λεφτά για να κάνεις ιδιαίτερα». Η Μαρία πάει στην τρίτη λυκείου και υπολογίζει πως του χρόνου θα είναι φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο. «Το σχολείο δεν βοηθάει καθόλου», μου λέει έχοντας απόλυτη συναίσθηση πόσο κλισέ μοιάζει πια αυτή η φράση. «Κάθε μάθημα θέλει τουλάχιστον πέντε ώρες την εβδομάδα φροντιστήριο». Τη ρωτάω πώς τα βγάζουν πέρα οι δικοί της. «Αφήστε καλύτερα», λέει η κοπέλα. «Τελευταία δεν μένει τάλιρο ούτε για χαρτζιλίκι. Να ’ναι καλά το Ιντερνετ, που ακούμε κάνα τραγουδάκι δωρεάν».

Κι εκείνη, όπως και ο Ευθύμης που θα συναντήσω λίγα λεπτά αργότερα, είναι απ’ τα παιδιά που δεν έχουν ούτε κινητό με οθόνη αφής, ούτε ρούχα από ακριβή μάρκα, ούτε τσάντα επώνυμη. «Εγώ έχω μόνο ένα στόχο», λέει ο Ευθύμης. «Να μπω κάπου με την πρώτη, γιατί δεύτερη δεν θα υπάρξει!». Στη θετική κατεύθυνση ο νεαρός κάνει «15 ώρες φροντιστήριο την εβδομάδα όλη τη χρονιά, μαζί με τα Σάββατα». Κι έχει τρία χρόνια τώρα, από 15 χρόνων, που διαβάζει για τις εξετάσεις. Του λέω πως στην εποχή μου εμάς μας βασάνιζαν έναν μόνο χρόνο, στην τρίτη Λυκείου με τα φροντιστήρια. «Αλλά σ’ ένα χρόνο δεν μπορούν να σου πάρουν και πολλά λεφτά», μου απαντά το παιδί κυνικά.

Ισως φταίει που ο πατέρας του Ευθύμη, που έρχεται τώρα να τον πάρει με το λεωφορείο, έχει άλλον ένα γιο, το Μάριο, στην πρώτη Λυκείου. «Φοράει τα παλιά μου ρούχα, παίρνει τα παλιά μου βιβλία», μου λέει ο αδελφός του. Ο πατέρας τους έχει καταθέσει απ’ το 2011 τις πινακίδες για το αυτοκίνητο, κι έχει και το δάνειο του σπιτιού που το ξεχρεώνει με έναν μισθό απ’ το Δημόσιο. Οπότε το φροντιστήριο μένει να πληρωθεί με τον μισθό της μάνας τους. «Κι αν τελικά δεν μπεις σε καμία σχολή, τι θα γίνει;», τον ρωτάω. «Αν δεν μπω, θα πρέπει να εξαφανιστώ, να χαθώ απ’ το σπίτι», κάνει το παιδί γελώντας – αλλά όχι και πολύ πειστικά.

Και μετά, μου λέει πως στα φροντιστήρια τελευταία οι «εξαφανίσεις» είναι πια συνηθισμένο φαινόμενο. «Κάθε τόσο, όλο και κάποιος χάνεται απ’ το φροντιστήριο. Και ξέρουμε τότε πως τελείωσε το σκόντο στα χρωστούμενα». Ο Ευθύμης το λέει σαν γεγονός, χωρίς τίποτε να αποκλείει πως του χρόνου μπορεί να είναι ο αδελφός του που θα «χαθεί απ’ το φροντιστήριο». Γιατί τώρα πια στη μικρή κοινωνία των μαθητών που δίνουν Πανελλαδικές, δεν αρκεί να διαβάσεις για να μπεις.

«Ζητάς συνέχεια ευκολίες απ’ το φροντιστήριο, κάποια έκπτωση, κάτι… Αλλά όταν τελειώσει το ρευστό, δεν σε σώζει τίποτα», λέει ο κ. Κώστας που ο γιος του ο Γιάννης είναι στην τρίτη Λυκείου. «Η φετινή χρονιά», μου εξηγεί, «μας έχει ρημάξει. Πανελλαδικές, εγγλέζικα, μήνας και πεντακοσάρικο». Ο Γιάννης όπως μας πλησιάζει αργά απ’ το βάθος του δρόμου, σχολιάζει πως «πέρυσι, όμως, ήταν λίγο πιο κάτω οι τιμές». Ο πατέρας του κουνάει το κεφάλι. «Ναι», λέει, «η πρώτη λυκείου μας ήρθε περίπου 2.500 ευρώ, και η δευτέρα περίπου 3.000». Κάνω στο μυαλό μου τον υπολογισμό – περίπου 9.000 ευρώ. «Σε δύο χρόνια θα παίρνεις σπίτι με αυτά τα λεφτά», ακούω τον κ. Κώστα να λέει. «Ναι», πετιέται ο Γιάννης. «Αλλά σε τέσσερα χρόνια θα είμαι εγώ αρχιτέκτονας. Οπότε περίμενε. Θα σου το χτίσω εγώ το σπίτι!».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή