Αποψη: Η δικαστική εξουσία και οι μισθοί των δικαστών

Αποψη: Η δικαστική εξουσία και οι μισθοί των δικαστών

5' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον τελευταίο καιρό δημοσιεύονται και ακούγονται πολλά σχετικά με την πρόσφατη ψήφιση της διάταξης νόμου για τους μισθούς των δικαστών και τη συναφή νομολογία και, με αφορμή τα ζητήματα αυτά, διατυπώνονται θέσεις που αφορούν γενικότερα τη Δικαιοσύνη και, ιδίως, το Συμβούλιο της Επικρατείας. Πολλές από τις θέσεις αυτές περιέχουν ανακρίβειες που διαστρέφουν την πραγματικότητα και απηχούν αντιλήψεις που αντιστρατεύονται τη θεσμική κατά το Σύνταγμα φύση της δικαστικής λειτουργίας. Ενόψει αυτών, θεωρήσαμε υποχρέωσή μας να θυμίσουμε τα ακόλουθα σε όποιον θα ήθελε να έχει μια στάση έντιμη και υπεύθυνη:

Η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος βασίζεται στη διάκριση των εξουσιών και προϋποθέτει δικαιοσύνη ανεξάρτητη, με βασική, μεταξύ άλλων, αποστολή τον έλεγχο της τηρήσεως του Συντάγματος από τη νομοθετική εξουσία. Η τελευταία, όσο κι αν στηρίζεται στην εκάστοτε εκλογική πλειοψηφία, δεν είναι ανεξέλεγκτη. Τελικός εγγυητής των συνταγματικών θεσμών και δικαιωμάτων είναι η δικαστική εξουσία. Βεβαίως, οριοθετημένη και εκείνη στο δικό της συνταγματικό πλαίσιο του ελέγχου των συνταγματικών ορίων του νομοθέτη και όχι της υποκατάστασης στις πολιτικές του επιλογές.

Η ανεξαρτησία αυτή μεταφράζεται κυρίως στην υποχρέωση αλλά και τη δυνατότητα των δικαστών να διαμορφώνουν τη δικαιοδοτική τους κρίση με νηφαλιότητα και αμεροληψία, απερίσπαστοι από πιέσεις και υπό καθεστώς ουσιαστικής ισοτιμίας με τις λοιπές κρατικές εξουσίες, τις πράξεις των οποίων ελέγχουν. Η δυνατότητα αυτή αποτελεί, ώς έναν βαθμό, ζήτημα προσωπικού φρονήματος και ήθους, το οποίο ασφαλώς, όταν υπάρχει, δεν περιμένει ανταλλάγματα. Διαμορφώνεται όμως, παράλληλα, και καλλιεργείται σε πρόσφορες προς τούτο συνθήκες. Η οικονομική ανεξαρτησία του δικαστή, υπό την έννοια της εξασφάλισης ενός ελάχιστου ορίου αναγκαίου για την αξιοπρεπή διαβίωση και την επιτέλεση του έργου του, θεωρήθηκε πάντοτε ως κατεξοχήν τέτοια συνθήκη. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, και όχι βέβαια ως «προνόμιο», αναγνωρίζεται συνταγματικά σε διεθνές επίπεδο, καθώς και από το ελληνικό Σύνταγμα, στο άρθρο 88 του οποίου ορίζεται ότι «οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους».

Με την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, οι Ελληνες δικαστές υπέστησαν σε λιγότερο από δύο χρόνια, εκτός από άλλα βάρη, τρεις αλλεπάλληλες μισθολογικές μειώσεις (ν. 3833/2010, 3845/2010 και 4002/2011), οι οποίες πλησίασαν το 40% των αποδοχών τους. Τις μειώσεις αυτές συνειδητά επέλεξαν να μην αμφισβητήσουν, αναλογιζόμενοι τη θεσμική τους ιδιότητα, την ανάγκη οικονομικής ανόρθωσης της χώρας και τη δεινή θέση μεγάλης μερίδας συνανθρώπων τους. Ακολούθησε όμως, με το ν. 4093 του Νοεμβρίου του 2012, και τέταρτη περικοπή, σε επίπεδο που υπερέβη, σε ορισμένες περιπτώσεις αισθητά, το 50% και μάλιστα αναδρομικά, από τον Αύγουστο, την ίδια στιγμή που εζητείτο από τους δικαστές υπερένταση των δυνάμεων, ώστε να αντιμετωπιστούν διαφορές πρωτοφανείς σε αριθμό, ένταση και πολυπλοκότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι δικαστές άσκησαν τα σχετικά ένδικα μέσα, με αίτημα όχι την επάνοδο στο καθεστώς προ της κρίσεως αλλά τον χαρακτηρισμό των τελευταίων ως άνω, τέταρτων κατά σειρά, περικοπών ως αντισυνταγματικών. Επί των ενδίκων αυτών μέσων εκδόθηκε, τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, η απόφαση 88/2013, όχι του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως ανακριβώς εγράφη, αλλά του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 του Συντάγματος, του λεγομένου «Μισθοδικείου». Του δικαστηρίου δηλαδή εκείνου το οποίο θεσπίστηκε στο Σύνταγμα, κατά την αναθεώρηση του 2001, με σύνθεση κατά πλειοψηφία από μη δικαστές (καθηγητές πανεπιστημίου και δικηγόρους), προκειμένου ακριβώς να κρίνει τις ευρύτερης έκτασης μισθολογικές διαφορές των δικαστών, χωρίς υπόνοια μεροληψίας. Εκρινε λοιπόν το δικαστήριο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη συναφή προηγούμενα σε νομολογία του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αλλοδαπών ανωτάτων δικαστηρίων, ότι οι τελευταίες ως άνω περικοπές ήταν αντισυνταγματικές και ανίσχυρες, με τη βασική σκέψη ότι δεν προέκυπτε αν είχαν σχεδιασθεί κατ’ εκτίμηση των επιπτώσεων που, ενόψει της αθροιστικά μεγάλης τους έκτασης, επρόκειτο να έχουν για την ανεξαρτησία και την εν γένει καλή λειτουργία της Δικαιοσύνης. Οι κρίσεις αυτές ούτε καθορισμό δικαστικών αποδοχών αποτελούν ούτε άσκηση μισθολογικής πολιτικής με ανεπίτρεπτη υποκατάσταση των αντιλήψεων των δικαστών στις επιλογές του νομοθέτη. Συνιστούν, αντιθέτως, άσκηση του συνταγματικού καθήκοντος του «Μισθοδικείου» να εξετάζει, εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας, αν οι ανέλεγκτες στην ουσία τους νομοθετικές επιλογές βρίσκονται μέσα στα όρια που διαγράφει το Σύνταγμα. Στην αντίθετη περίπτωση, το συνταγματικό καθήκον τού, οριακού μεν, πλην όμως πραγματικού, δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων θα εξέπιπτε σε «έλεγχο» καθαρά προσχηματικό.

Σε συμμόρφωση προς την απόφαση του «Μισθοδικείου», που αποτελεί συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας, ψηφίστηκε η πρόσφατη διάταξη νόμου, η οποία, αποκαθιστώντας τη συνταγματική τάξη στο σημείο όπου διαταράχθηκε, ούτε μισθούς προ κρίσεως απονέμει ούτε προνόμια των δικαστών, εν μέσω κρίσεως, δημιουργεί.

Η λειτουργία της Δικαιοσύνης, ιδίως σε περιόδους γενικευμένης αστάθειας όπως αυτή που διέρχεται η χώρα, αποτελεί μείζον ζήτημα για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με την ανάλογη σοβαρότητα από όσους έχουν τη δυνατότητα και, επομένως, την ευθύνη να επιδρούν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Είναι πράγματι δύσκολο να πείσεις έναν κόσμο στα όρια της απόγνωσης και σε εποχή γενικής δυσπιστίας ότι σε κάποιους πρέπει να δοθούν μέσα που βρίσκονται εν ανεπαρκεία για να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα συμφέροντα και τα δικαιώματά του. Αντ’ αυτού, είχαμε, μέχρι στιγμής, έναν δημόσιο λόγο απαράδεκτα εμπαθή, ρηχό όσο και θορυβώδη, απληροφόρητο και συγχυτικό. Ακόμη και από πλευρές που δεν θα το περίμενε κανείς, μπερδεύτηκε το «Μισθοδικείο» με το ΣτΕ, οι δικαστές με τους ενστόλους, η αιτίαση για τις τελευταίες περικοπές έγινε αίτημα για παχιές αγελάδες, η καθυστερημένη νομοθετική συμμόρφωση σε απόφαση του περασμένου Δεκεμβρίου παρουσιάστηκε ως οικειοθελής σπουδή ανταπόκρισης σε απόφαση του καλοκαιριού, το ΣτΕ εμφανίστηκε απορριπτικό για τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ενώ δεν έκρινε ποτέ γι’ αυτούς, αφού η σχετική δίκη καταργήθηκε κ.λπ. Και μόνο κοινό, το ίδιο μένος για τους Ελληνες δικαστές, οι οποίοι μεροληπτούν, αργοπορούν, μηχανορραφούν, δικαιώνουν κάποιους ως προπέτασμα για να ευλογήσουν τα γένεια τους και είναι τόσο ομοιογενείς και εκδηλωμένοι πολιτικά, ώστε να μη χρειάζεται καν η έρευνα που συνηθίζεται κατά την εκλογή των Αμερικανών συναδέλφων τους.

Η πρόσφατη δημόσια επιστολή του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας προς τους δικαστές του δικαστηρίου ανέδειξε τους κινδύνους που εγκυμονεί αυτού του είδους ο δημόσιος λόγος. Ενώνοντας τη φωνή μας μαζί του, θέλουμε να διαβεβαιώσουμε τους πολίτες και τους κατοίκους αυτής της χώρας ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι στην ελληνική Δικαιοσύνη και, ειδικότερα, στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Στον χώρο αυτόν, μια κοινότητα δικαστών εργάζεται με αφοσίωση, υψηλό φρόνημα, σεβασμό στους διαδίκους και πλουραλισμό ιδεών, διαμορφώνει, σε πλειοψηφίες και μειοψηφίες, μια δυναμικά εξελισσόμενη νομολογία και είναι, πάντοτε, σε θέση να εγγυηθεί ότι το δικαστήριο αυτό αποτελεί καταφύγιο για τα δικαιώματα των πολιτών.

*Ο κ. Ιωάννης Γράβαρης (Σύμβουλος Επικρατείας) είναι πρόεδρος και ο κ. Βασίλειος Γκέρτσος (Εισηγητής Συμβουλίου Επικρατείας) είναι γενικός γραμματέας της Ενωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή