Ο Μακάριος στην Αθήνα

7' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 28 Μαρτίου 1957, έπειτα από ένα χρόνο εξορίας στις Σεϋχέλλες, ο Βρετανός υπουργός Αποικιών, Αλαν Λένοξ Μπόιντ, ανακοίνωσε την απελευθέρωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Είχαν προηγηθεί η προσφυγή της Ελλάδας στον ΟΗΕ, τον Φεβρουάριο του 1957 (αποτέλεσμα της οποίας ήταν ψήφισμα το οποίο ζητούσε την επανάληψη διαπραγματεύσεων με σκοπό επίτευξη λύσης) και η κήρυξη εκεχειρίας εκ μέρους της ΕΟΚΑ στα μέσα Μαρτίου της ίδιας χρονιάς, τόσο για την ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών όσο και για αναδιοργάνωση σε επιχειρησιακό επίπεδο. Καθώς οι Βρετανοί απαγόρευσαν την επιστροφή του Ελληνοκύπριου ηγέτη στη Μεγαλόνησο, ο Μακάριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Από εκεί, μαζί με την ελληνική κυβέρνηση, παρακολούθησε την εξέλιξη του Κυπριακού Ζητήματος μέχρι τη σύναψη των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου το 1959.

Η είδηση της απελευθέρωσης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προκάλεσε ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς τόσο στην Κύπρο όσο και σε ολόκληρο τον ελληνισμό. Ο Αρχιεπίσκοπος έφθασε στην Αθήνα με αεροπλάνο των γαλλικών αερογραμμών τη Μεγάλη Τετάρτη 17 Απριλίου 1957, όπου πλήθος κόσμου ανέμενε να τον υποδεχθεί στο αεροδρόμιο του Eλληνικού. Εκεί ανέμεναν επίσης να τον υποδεχθούν εκπρόσωποι της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή (όπως ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ και ο υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος), βουλευτές όλων των πολιτικών κομμάτων, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος καθώς και μέλη της Εθναρχίας. Τα συνθήματα «Ζήτω ο Μακάριος», «Αυτοδιάθεση», «Κάτω ο Χάρντινγκ», ήταν μερικά από αυτά που το πλήθος φώναζε.

Από το αεροδρόμιο ο Μακάριος μαζί με τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό οδηγήθηκαν στην πόλη μέσα σε μια λευκή Κάντιλακ. Οι δύο ιεράρχες στέκονταν όρθιοι στο ανοικτό αμάξι κατά τα αμερικανικά πρότυπα των προεκλογικών περιοδειών και τα ράσα τους που ανέμιζαν δημιουργούσαν μια εντυπωσιακή εικόνα. Σε πολλά σημεία της διαδρομής η πορεία σταματούσε για να μιλήσουν διάφοροι τοπικοί παράγοντες. Στην Πύλη του Αδριανού, άλλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί, υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τον Εθνάρχη. Ωστόσο, για να μην προκληθεί η Αγκυρα, η οποία είχε απειλήσει για νέες διώξεις κατά του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, παραλείφθηκε η καθιερωμένη κατά τις επίσημες επισκέψεις κατάθεση στεφάνου στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.

Η ομιλία στο Σύνταγμα

Το κεντρικό γεγονός της ημέρας της άφιξης του Μακαρίου στην Αθήνα ήταν η εμφάνιση του Αρχιεπισκόπου στο μπαλκόνι της σουίτας του στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» για να απευθυνθεί στο τεράστιο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί. Στην ομιλία του εξήρε την «υπέροχη στάση των Κυπρίων», οι οποίοι είχαν αρνηθεί κάθε διαπραγμάτευση κατά την απουσία του και κατήγγειλε τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» και τα «βασανιστήρια του καταπιεστή» δίνοντας έτσι καθαρά αντιβρετανικό χαρακτήρα στη διαδήλωση. Παράλληλα, απέφυγε να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στον στόχο της ένωσης, ωστόσο σημείωσε ότι «θα συνεχίσω τον αγώνα για την αυτοδιάθεση… Πιστεύω ότι η κυπριακή υπόθεση θα φτάσει το τελικό στάδιο. Αυτό το εγγυάται η ακλόνητη απόφαση των Κυπρίων να αποτινάξουν τον βρετανικό ζυγό και να ζήσουν ελεύθεροι». Εύστοχα σημειώνει ο Ρόμπερτ Χόλαντ ότι η σκηνή της επιστροφής του Μακαρίου σε ελληνικό έδαφος υπήρξε από πολλές απόψεις το απόγειο της πορείας του. Στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών ο Αρχιεπίσκοπος είχε συναντήσεις, ανάμεσα σε άλλους, με τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, τον υπουργό Εξωτερικών Ε. Αβέρωφ, τον βασιλιά Παύλο, όπως επίσης και με ξένους διπλωμάτες. Την Κυριακή του Πάσχα χοροστάτησε στον ναό της Αγίας Ειρήνης στον οποίον είχε υπηρετήσει ως διάκονος κατά τα φοιτητικά του χρόνια.

Συνεχείς πολιτικοί και διπλωματικοί ελιγμοί

Από την Αθήνα ο Μακάριος δραστηριοποιήθηκε σε συντονισμό με την ελληνική κυβέρνηση για το Κυπριακό Ζήτημα. Παρά τις αντιδράσεις της Αγκυρας, η απελευθέρωση του Μακαρίου επέτρεψε την αποκατάσταση της επικοινωνίας Αθήνας – Λονδίνου, καθώς η πρώτη απέστειλε ως πρέσβη στο Λονδίνο τον Γ. Σεφεριάδη (Σεφέρη). Ηδη στις αρχές του 1957 η άνοδος του Χάρολντ Μακμίλαν στη βρετανική πρωθυπουργία σηματοδότησε και μιαν αλλαγή στις επιδιώξεις του Λονδίνου. Πράγματι, ο Μακμίλαν πίστευε ότι η Βρετανία δεν είχε πια ανάγκη την κυριαρχία ολόκληρης της Κύπρου, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να αρκεστεί σε βάσεις στο νησί. Ωστόσο, αυτή η απόφαση δεν μετρίασε την εξάρτηση της Βρετανίας από την Τουρκία, η οποία, μετά τη δήλωση του Βρετανού υπουργού Αποικιών Αλαν Λένοξ Μπόιντ για διπλή αυτοδιάθεση, τον Δεκέμβριο του 1956, επιδίωκε ανοικτά πια τη διχοτόμηση της Κύπρου, ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση του Μακαρίου. Η Βρετανία, στηρίζοντας τη διπλή αυτοδιάθεση, εξαπέλυσε δυνάμεις και ενίσχυσε τις τουρκικές διεκδικήσεις σε βαθμό που δεν μπορούσε πια να τις ελέγξει. Στόχος επομένως της ελληνικής πλευράς ήταν να εμποδίσει το ενδεχόμενο εφαρμογής λύσης διχοτόμησης. Παράλληλα όμως ήδη από το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς πολλοί αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον άρχισαν να βλέπουν για διάφορους λόγους έναν αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας στην προσπάθεια αναχαίτισης της σοβιετικής επιρροής στη Μέση Ανατολή. Αναπόφευκτα, η στάση αυτή θα επιβάρυνε στη συνέχεια τις εξελίξεις στο Κυπριακό Ζήτημα.

Από τα πρώτα ζητήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Αρχιεπίσκοπος ήταν κατά πόσο θα έπρεπε να ζητήσει τόσο τον οριστικό τερματισμό των επιχειρήσεων της ΕΟΚΑ όσο και την απομάκρυνση του αρχηγού της Γεωργίου Γρίβα από το νησί προκειμένου να διευκολυνθεί η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, όπως επιθυμούσαν δηλαδή Βρετανία και ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Γρίβας δεν ήταν διατεθειμένος να συναινέσει σε νέες παραχωρήσεις πριν δεχθεί η Βρετανία την αυτοδιάθεση. Επειτα από ανταλλαγή μηνυμάτων, ο Μακάριος τελικά στήριξε τις απόψεις του αρχηγού της ΕΟΚΑ. Παράλληλα, ο Αρχιεπίσκοπος, ερμηνεύοντας το ψήφισμα του ΟΗΕ του Φεβρουαρίου 1957, για «επανάληψη διαπραγματεύσεων», ως συνέχιση των διμερών συνομιλιών μεταξύ του ιδίου και της βρετανικής κυβέρνησης, εξέτασε την πιθανότητα να μεταβεί στο Λονδίνο. Παρά τους δισταγμούς του, ανέλαβε τελικά ο ίδιος πρωτοβουλία και στις 28 Μαΐου έστειλε σχετική επιστολή στον Βρετανό πρωθυπουργό, ο οποίος όμως απέρριψε την ιδέα. Στην πραγματικότητα, όπως παρατηρεί ο Φρανσουά Κρουζέ, την άνοιξη του 1957 οι θέσεις των δύο πλευρών παρέμεναν εξαιρετικά απομακρυσμένες. Αυτό το γεγονός έκανε αδύνατη την επανέναρξη διαπραγματεύσεων.

Το Λονδίνο δεν ήθελε να προχωρήσει πέρα από τη φιλελεύθερη χειρονομία απελευθέρωσης του Μακαρίου. Η κίνηση αυτή είχε δυσαρεστήσει τόσο τη συντηρητική Δεξιά (ο συντηρητικός πολιτικός λόρδος Σάλισμπουρι είχε παραιτηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας) όσο και την Τουρκία. Πράγματι, η αδιάλλακτη και επιθετική στάση της Αγκυρας θα διαδραμάτιζε ουσιαστικό ρόλο στην παρεμπόδιση κάθε προόδου στην επίλυση του Κυπριακού. Ετσι, πρωτοβουλίες που λήφθηκαν το καλοκαίρι του 1957, όπως αυτή που είχε σχεδιάσει ο Πολ-Ανρί Σπάακ, ως νέος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, σκόνταψαν πάνω στην τουρκική αντίδραση.

Η ίδια η Αθήνα πάντως ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Μετά την αποτυχία για έναρξη διαπραγματεύσεων η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στις 15 Ιουλίου νέα προσφυγή στα Ηνωμένα Εθνη με την οποία ζητούσε την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο.

Ενα άλλο σημαντικό θέμα που προβλήθηκε το καλοκαίρι του 1957 από την Εθναρχία αφορούσε στοιχεία για τη διενέργεια βασανιστηρίων από Βρετανούς σε βάρος Ελληνοκυπρίων. Στις 19 Ιουνίου 1957 σε συνέντευξη Τύπου στο κτίριο της «Ενωσης Συντακτών» στην Αθήνα, ο Αρχιεπίσκοπος έδωσε στη δημοσιότητα 317 μαρτυρίες Κυπρίων, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια από τις βρετανικές Δυνάμεις Ασφαλείας.

Στη Βουλή των Κοινοτήτων

Οι καταγγελίες αυτές είχαν αντίκτυπο και στον βρετανικό Τύπο, ιδιαίτερα στη βρετανική φιλελεύθερη και αριστερή κοινή γνώμη. Βρετανοί βουλευτές επισκέφθηκαν τις φυλακές στο Wormwood Scrubs στο Λονδίνο, για να μιλήσουν με Κυπρίους που ήταν εκεί φυλακισμένοι. Παράλληλα έγιναν οι πρώτες επερωτήσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων σχετικά με το αν η κυβέρνηση σκόπευε να ερευνήσει περαιτέρω τις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες οι δυνάμεις του αποικιακού καθεστώτος έκαναν χρήση βίας κατά τις ανακρίσεις. Στα μέσα Ιουλίου η αντιπολίτευση συγκρούστηκε ξανά με την κυβέρνηση στη Βουλή των Κοινοτήτων για την Κύπρο σε μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια συζητήσεις που έγιναν ποτέ στη Βουλή για την περίπτωση της Κύπρου. Η αποικιακή κυβέρνηση στη Λευκωσία δημοσίευσε μια Λευκή Βίβλο υπό τον τίτλο «Ισχυρισμοί περί Ωμοτήτων στην Κύπρο», στην οποία διαψεύδονταν οι σχετικές καταγγελίες. Η έντονη δραστηριότητα της Εθναρχίας σε συντονισμό με την ελληνική κυβέρνηση, η οποία υπέβαλε καταγγελία για το θέμα στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, κέρδισε στο πεδίο αυτό τις εντυπώσεις.

Η λύση της ανεξαρτησίας κερδίζει σταδιακά έδαφος

Στα τέλη Αυγούστου ο Αρχιεπίσκοπος αναχώρησε, μαζί με συνοδεία, για τη Νέα Υόρκη με σκοπό την ενημέρωση της αμερικανικής κοινής γνώμης για το Κυπριακό. Επίσης παρακολούθησε τις εργασίες της 12ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που έλαβαν χώρα τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Η ελληνική πρόταση που ζητούσε την άμεση εφαρμογή της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο συγκέντρωσε την πλειοψηφία στην αρχική ψηφοφορία στην Πολιτική Επιτροπή. Δεν απέσπασε όμως στην Ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης την απαραίτητη πλειοψηφία των δύο τρίτων, έτσι ώστε να έχει το κύρος Ψηφίσματος. Ανεξάρτητα από αυτό, η πλειοψηφία των 31 ψήφων που απέσπασε (έναντι 23 εναντίον και 24 αποχών) αποτέλεσε σημαντική επιτυχία για την ελληνική πλευρά. Ηταν η πρώτη φορά που μια απλή έστω πλειοψηφία σημειωνόταν στα Ηνωμένα Εθνη υπέρ της αυτοδιάθεσης της Κύπρου. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών, Κρίσνα Μένον (ο οποίος ήδη είχε από τον Φεβρουάριο εκφρασθεί υπέρ του σεναρίου ανεξαρτησίας), συμβούλευσε την ελληνική πλευρά να μεταβάλει το αίτημά της και να καταθέσει ψήφισμα για ανεξαρτησία, πράγμα το οποίο δεν δέχθηκε ο Μακάριος. Ηταν πάντως μια ισχυρή ένδειξη ότι το ενδεχόμενο της ανεξαρτησίας κέρδιζε σταδιακά έδαφος ως εναλλακτική λύση. Πράγματι, κατά την επόμενη χρονιά, νέα κρίσιμα δεδομένα, ιδιαίτερα η προώθηση του βρετανικού σχεδίου Μακμίλαν, το οποίο προέβλεπε ανάμεσα σε άλλα έναν «συνεταιρισμό» Ελλάδας και Τουρκίας στη διοίκηση της Κύπρου, θα ωθήσουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να προτείνει ο ίδιος τη λύση της ανεξαρτησίας.

* Η δρ Αναστασία Γιάγκου είναι ειδική επιστήμων στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή