Με απόλυτη ελευθερία κινήσεων εντός της φυλακής, τεράστιο δίκτυο συνεργατών σε όλη την επικράτεια και «αφθονία τεχνικών και οικονομικών μέσων», όπως επισημαίνεται στη δικογραφία, η συμμορία των βαρυποινιτών και των συνεργών τους ασκούσε εκτεταμένη, πολυσχιδή και βαριάς μορφής εγκληματικότητα, με στόχο τον πλουτισμό και το χρήμα.
Οι τρεις βαρυποινίτες, Παναγιώτης Βλαστός, Γιάννης Σκαφτούρος και Βασίλης Στεφανάκος, που συγκροτούσαν τον σκληρό πυρήνα της συμμορίας, προστατευμένοι μέσα στις φυλακές δρούσαν με μαφιόζικες πρακτικές, έχοντας στη διάθεσή τους βαρύ οπλισμό και ποσότητες εκρηκτικών. Μόνον η εξαδέλφη του Παναγιώτη Βλαστού, που φοβούμενη για τη ζωή της αποκάλυψε στις διωκτικές αρχές κρίσιμα στοιχεία για τη δράση της συμμορίας, κάνει λόγο για 70 κιλά ζελατοδυναμίτιδας και 20 με 25 πιστόλια και Καλάσνικοφ που είχε η ίδια για τις ανάγκες της οργάνωσης. Η συγγενής του Βλαστού ήταν ο άνθρωπος που κατασκεύαζε τους μεγάλη ισχύος εκρηκτικούς μηχανισμούς, τους οποίους άλλα μέλη της συμμορίας τοποθετούσαν σε σπίτια στόχων. Οι εκρηκτικοί μηχανισμοί, όπως η ίδια αποκαλύπτει, είχαν βάρος 15 με 20 κιλών και είχαν προκαλέσει τεράστιες ζημιές σε σπίτια και καταστήματα. Ενδεικτικό της επικινδυνότητας με την οποία δρούσαν τα μέλη της συμμορίας είναι οι δύο βόμβες που τοποθετήθηκαν στο σπίτι της αδελφής του Γιάννη Σμπώκου (καταδικασμένου για τις μίζες των εξοπλιστικών, άλλοτε στενού συνεργάτη του Ακη Τσοχατζόπουλου). Από τις εκρήξεις αυτές καταστράφηκαν το σπίτι της και διπλανά μαγαζιά στη Νέα Ερυθραία.
Οι φυλακές για τον σκληρό πυρήνα της οργανωμένης συμμορίας λειτουργούσαν, όπως προκύπτει από την ογκωδέστατη δικογραφία, ως το καταλληλότερο κέλυφος προστασίας και αναζήτησης συνεργών, αλλά και μελλοντικών στόχων. Στις φυλακές Κορυδαλλού (λόγω της συνεχιζόμενης δευτεροβάθμιας δίκης για την απαγωγή Παναγόπουλου) οι τρεις βαρυποινίτες είχαν ελευθερία να κάνουν ό,τι θέλουν. Κινούνταν με άνεση από πτέρυγα σε πτέρυγα, είχαν επισκεπτήρια στα κελιά τους, όποτε ήθελαν, ακόμη και ερωτικές συνευρέσεις με συντρόφους τους, ενώ, άλλοτε με την απειλή και άλλοτε με την εξαγορά, σωφρονιστικοί υπάλληλοι τους επέτρεπαν επικοινωνίες και συμπεριφορές έξω από κάθε κανόνα κράτησης – ο Παναγιώτης Βλαστός κυκλοφορούσε με προσοχή μέσα στον Κορυδαλλό και πολλές κάμερες δεν τον κατέγραφαν γιατί ήταν γυρισμένες αλλού!
Το γεγονός, άλλωστε, ότι έξι σωφρονιστικοί εμπλέκονται στη δράση του κυκλώματος, εκ των οποίων ο Γεώργιος Σκάλκος με βαριές κατηγορίες, καταδεικνύει ότι οι φυλακές για τους βαρυποινίτες ήταν ιδανικός τόπος για να κάνουν τις δουλειές τους. Εκεί εντόπιζαν εύπορους κρατούμενους, τους οποίους απειλούσαν ή τους πουλούσαν προστασία, αλλά και κακοποιούς που τους ανέθεταν την είσπραξη χρημάτων. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του Γιάννη Σμπώκου, από τον οποίο ο Σκαφτούρος κυρίως –και επικουρικά ο Βλαστός– ζητούσε 10 εκατ. ευρώ, αλλά και ο Σωτήρης Εμμανουήλ, πρώην διευθύνων σύμβουλος των Ελληνικών Ναυπηγείων –και αυτός μέσα για μίζες στα υποβρύχια– που τους έδινε λεπτομερείς αναφορές για τη VIP πτέρυγα του Κορυδαλλού – τον Βίκτωρα Ρέστη, τον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη κ.ά. Ή ο καταδικασμένος για ναρκωτικά Α. Αγγελόπουλος, που ανέθεσε στον Βλαστό την είσπραξη ενός εκατ. ευρώ, που θεωρούσε ότι όφειλε να του επιστρέψει ο δικηγόρος Πέτρος Μαντούβαλος. Για την είσπραξη του ποσού ο Βλαστός οργάνωσε συμβόλαιο θανάτου για τον Μαντούβαλο, το οποίο για άγνωστο λόγο δεν εκτελέστηκε…
Η φήμη τους ανάγκαζε πολλά από τα θύματά τους να υποκύψουν στις απειλές τους. Ο φόβος και ο τρόμος για τις συνέπειες όσων είχαν στοχοποιηθεί ήταν τέτοιος, που πολλοί αισθάνονταν απροστάτευτοι ακόμη και μέσα στις φυλακές, όπως ο Γ. Σμπώκος, που τον περασμένο Αύγουστο έστειλε επιστολή για προστασία στον ίδιο τον Αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ.