Κάποτε στην εξορία της Αμοργού

Κάποτε στην εξορία της Αμοργού

4' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«…αυτοί οι κύριοι ήρθαν να με συλλάβουν». Αυτή η φράση μάλλον ειπώθηκε και ακούστηκε από πάρα πολλούς στα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας. Στην προκειμένη περίπτωση ανήκει σε έναν κεντρώο πολιτικό, τον Γεώργιο Μυλωνά, και περιλαμβάνεται σ’ ένα πολλαπλώς ενδιαφέρον βιβλίο που θα κυκλοφορήσει την εβδομάδα που αρχίζει αύριο με τίτλο «Απόδραση από την Αμοργό», από τις εκδόσεις «Ποταμός», σε μετάφραση της Βίκυς Ποταμιάνου (είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1974 στα αγγλικά).

Πρόκειται για το προσωπικό αφήγημα του ηγετικού στελέχους της Ενωσης Κέντρου και πρώην υπουργού Προεδρίας Γεωργίου Μυλωνά, που υπήρξε και μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Δημοκρατική Αμυνα», στα χρόνια της δικτατορίας.

Ο Γεώργιος Μυλωνάς στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου  ήταν  υφυπουργός  Παιδείας, με υπουργό τον Ευάγγελο Παπανούτσο.

Στις σελίδες του βιβλίου, το ιστορικό στέλεχος της προδικτατορικής κεντροαριστεράς, περιγράφει την προσωπική του περιπέτεια, αλλά και τις συνθήκες της εποχής, με τρόπο άμεσο, γλαφυρό, διεισδυτικό. Οπως σημειώνει ο ο ιστορικός Ευάνθης Χατζηβασιλείου στον προλογικό του σημείωμα, «Γράφοντας για μια εποχή που –όπως ξέρουμε σήμερα– υπήρξε ορμητικά και πολλαπλά μεταβατική και για την Ελλάδα και διεθνώς, περιγράφει επάλληλους κόσμους: τη νοοτροπία της ανώτερης τάξης, στην οποία άλλωστε ανήκε ο ίδιος, τη μοντερνιστική πρωτοπορία των νέων ανθρώπων που τον απελευθέρωσαν από την Αμοργό –εκφραστική της δυτικοευρωπαϊκής νέας γενιάς της δεκαετίας του 1960– και την καθημερινότητα του απλού ανθρώπου της ελληνικής υπαίθρου· και μάλιστα της πιο αδικημένης υπαίθρου, αυτής της άγονης γραμμής. Το κείμενο κινείται με χαρακτηριστική ευχέρεια σε τούτα τα πολλά επίπεδα, από την απόγνωση των μετριοπαθών της αθηναϊκής κοινωνίας, στην απαστράπτουσα νεότητα των απελευθερωτών που έρχονται από τη θάλασσα, στην αδιαμεσολάβητη ελληνικότητα των φτωχών ανθρώπων που προσέβλεπαν σε αυτόν για ηγεσία».

Από αυτές τις σελίδες η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα και η αφήγηση (στην ελληνική έκδοση) ξεκινάει από τις μνήμες των παιδιών του Γεωργίου Μυλωνά, και το πώς έζησαν την επιβολή της δικτατορίας: η κόρη του Ελένη Μυλωνά ως φοιτήτρια στις ΗΠΑ -που βοήθησε μαζί με τον σύζυγό της στην απόδραση του πατέρα της- και ο γιος του, Αλέξανδρος Μυλωνάς (ο εξαιρετικός ηθοποιός) ως μαθητής στην Αθήνα: «Ο πατέρας μου είχε φύγει λίγη ώρα πριν για το πατρικό του στην Κηφισιά, φοβούμενος ότι θα έρθουν να τον συλλάβουν. Τους άνοιξα και τους είπα ότι ο πατέρας μου δεν είναι σπίτι. Μπήκαν μέσα πέντε-έξι και άλλοι τόσοι έμειναν απ’ έξω. Φορούσαν πολιτικά. Είχα την αίσθηση ότι, ενώ είχαν τον αέρα της εξουσίας, η είσοδός τους σε ένα πολύ μοντέρνο, για την εποχή του, αστικό σπίτι, τους έβγαζε απ’ τα νερά τους και τους μπέρδευε λιγάκι. Αρχισαν να ψάχνουν το σπίτι, αλλά όχι πολύ μεθοδικά. (…) Το τηλέφωνό μας ήταν κομμένο, είχαμε όμως μια δεύτερη γραμμή που τους είχε διαφύγει. Αυτό το δεύτερο τηλέφωνο ήταν κλειδωμένο σε μια μικρή ντουλάπα. Πήρα αμέσως τον πατέρα μου στην Κηφισιά και του λέω: “Φύγε, έρχονται”. Έφυγε αμέσως με τον αδελφό του για την Αθήνα, όπου θα τον έκρυβε ένας φίλος. Την ώρα που τα αυτοκίνητα της Ασφάλειας ανηφόριζαν την Κηφισίας, τα δύο αδέλφια την κατηφόριζαν προς Αθήνα και στο Ζηρίνειο διασταυρώθηκαν με τους ασφαλίτες».

Μετά τη σύλληψη, έδωσαν στον Γιώργο Μυλωνά «κυβερνητική διαταγή σύμφωνα με την οποία θα εξοριζόμουν στην Αμοργό, ένα μικρό ξερονήσι στις Κυκλάδες, για το οποίο δεν γνώριζα πολλά πράγματα».

Εκεί, «ο γενναιόδωρος φίλος μου δεν δέχτηκε ενοίκιο, παρά την επιμονή μου. Το σπίτι ήταν τουλάχιστον διακοσίων ετών και το κατοικήσιμο κομμάτι βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Υπήρχαν συνολικά τέσσερα δωμάτια, τα οποία δεν χρειαζόμουν, και ελάχιστα έπιπλα. Το δωμάτιο όπου τελικά εγκαταστάθηκα είχε ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. Είχε μια μικρή κουζίνα αλλά η τουαλέτα ήταν πρωτόγονη, μια απλή τρύπα στο πάτωμα. Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, μόνο μια υπόγεια στέρνα που γέμιζε τον χειμώνα με το νερό της βροχής. Το μπάνιο ήταν πρόβλημα. Για να πλυθώ κουβαλούσα κουβάδες με νερό από το υπόγειο και το έριχνα πάνω μου. Στο τέλος το συνήθισα αυτό το σύστημα και συνέχισα να το εφαρμόζω όλο τον χειμώνα, όταν το κρύο έγινε τσουχτερό».

Στην Αμοργό, ο Μυλωνάς θα βιώσει την αλληλεγγύη και των τουριστών, όπως στην περίπτωση μιας συντροφιάς Γάλλων: «Καθόμουν στη μοναχική γωνιά μου στην ταβέρνα, όταν ξαφνικά μια από τις δυο κυρίες, χωρίς να κοιτάζει εμένα αλλά έναν από τους φίλους της, σήκωσε το ποτήρι της και είπε στα γαλλικά: “Ξέρουμε ποιος είστε. Ελπίζουμε ότι γρήγορα θα ελευθερωθείτε και ότι η δημοκρατία θα έρθει και πάλι στην πατρίδα σας”». Οσο για την ιδέα της απόδρασης, ο Γεώργιος Μυλωνάς την σκέφτηκε «σχεδόν αμέσως μόλις πάτησα το πόδι μου στην Αμοργό». Μια απόδραση πραγματική κινηματογραφική…

Οι μετριότητες

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Σκέψεις και προσδοκίες» ο Μυλωνάς γράφει για τις πολιτικές ιδέες του, τις διαπιστώσεις του, τις πολιτικές του ευχές για το τότε και το μέλλον του κόσμου: «Σήμερα η ηγεσία του κόσμου, με σπάνιες εξαιρέσεις, βρίσκεται στα χέρια μετριοτήτων. Ισως έτσι εξηγείται εν μέρει γιατί τα πράγματα προχωρούν με βήμα χελώνας. Τα γεγονότα τρέχουν και οι ηγέτες ακολουθούν. Για κάποιο περίεργο λόγο λείπουν οι πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Ο κόσμος ακολουθεί τους τεχνοκράτες και τους γραφειοκράτες και όχι τους δημόσιους άνδρες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή