Η απόφαση για Σύνδεση με την ΕΟΚ

Η απόφαση για Σύνδεση με την ΕΟΚ

7' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα ερώτημα που τίθεται συχνά στη δημόσια ιστορία είναι, αν η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επέλεξε ή υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να προσδέσει την Ελλάδα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης με τη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ του 1961-62. Το επιχείρημα του μονόδρομου θεμελιώνεται στον δυτικό προσανατολισμό της χώρας: η Σύνδεση επιβαλλόταν από την οικονομική πορεία της Δυτικής Ευρώπης ώστε να εμπεδωθεί η συνεργασία με τη Δύση. Ηταν ένα αυτονόητο βήμα. Το επιχείρημα της πολιτικής επιλογής βασίζεται στη διαπίστωση ότι η γεωστρατηγική σχέση με τη Δύση δεν περνούσε τότε απαραίτητα μέσα από τον εξευρωπαϊσμό. Με τη Σύνδεση η Ελλάδα δεσμευόταν σε φιλόδοξο αναπτυξιακό υπόδειγμα, συμβατό με τις προτεραιότητες των ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρώπης. Δεν επρόκειτο για οικονομικό βήμα, αλλά για πολιτικό άλμα. Εκ των υστέρων υιοθετείται εύκολα η πρώτη ανάγνωση. Από τη σκοπιά της εποχής, που καθορίζει το βλέμμα του ιστορικού, επικρατέστερη είναι η δεύτερη.

Η ευρωπαϊκή σύγκλιση και οι κίνδυνοι ενός αποκλεισμού

Κοινή συνισταμένη των δύο ερμηνειών είναι ότι η Ελλάδα έσπευσε να αγκιστρωθεί στη ναυαρχίδα της ΕΟΚ που απομακρυνόταν σταθερά από το λιμάνι της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ανασυγκρότησης. Η αρχή είχε γίνει ήδη το 1951/52 με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και την Ιταλία. Με τη δημιουργία της ΕΟΚ και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) το 1957/58, το ιδιότυπο και πρωτόγνωρο πολιτικό «πείραμα» παγιωνόταν διαφοροποιώντας αυτές τις «Εξι» χώρες από τις υπόλοιπες έντεκα, με τις οποίες είχαν συνιδρύσει τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ/OEEC) το 1948 για την αξιοποίηση του Σχεδίου Μάρσαλ. Επί δέκα χρόνια ο ΟΕΟΣ είχε λειτουργήσει σαν κέντρο συντονισμού του μοντέλου ανασυγκρότησης και ανάπτυξης που εφάρμοσαν τα μέλη του. Στη λογική του Οργανισμού -και των ΗΠΑ που είχαν απαιτήσει τη σύστασή του- δεν αποτελούσαν άθροισμα χωρών, αλλά ενιαία οικονομική και πολιτική σφαίρα. Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες υπόσχονταν την τελειοποίηση της αλληλεξάρτησης με τη μετάβαση από τον διακυβερνητικό συντονισμό εθνών-κρατών σε υπερεθνικούς θεσμούς και πολιτικές.

Το γεγονός ότι ξεκίνησαν με έξι δυτικοευρωπαϊκά κράτη οφειλόταν στο ότι οι υπόλοιπες χώρες του ΟΕΟΣ είτε δεν ήθελαν είτε δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν οι οικονομικά ασθενέστερες, οι οποίες συνέβαινε να είναι και γεωπολιτικά εκτεθειμένες απέναντι στο κομμουνιστικό μπλοκ: Ελλάδα, Τουρκία, Ιρλανδία, Πορτογαλία – ειδική περίπτωση η Ισλανδία.

Στην πρώτη κατηγορία ηγετική θέση κατείχε η Βρετανία, η οποία ήθελε αφενός να αποφύγει υπερεθνικές παρεμβατικές πολιτικές, αφετέρου να διατηρήσει ευνοϊκούς όρους εμπορίου για τις πρώην αποικίες της.

Μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία μιας μεγάλης ζώνης ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της ΕΟΚ και των υπολοίπων χωρών του ΟΕΟΣ το 1957-58, η Βρετανία δρομολόγησε, μαζί με άλλες έξι χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Πορτογαλία, Δανία, Νορβηγία, Σουηδία), τη σύσταση μιας μικρότερης αυτόνομης τέτοιας ζώνης (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών: ΕΖΕΣ/EFTA) με τη Συνθήκη της Στοκχόλμης (3 Μαΐου 1960). Ταυτόχρονα, ο ΟΕΟΣ μετεξελίχθηκε στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ, OECD) κατόπιν προσχώρησης των ΗΠΑ και του Καναδά (14 Δεκεμβρίου 1960).

Οι μετέωρες χώρες

Εν όψει του διαχωρισμού ΕΟΚ-ΕΖΕΣ το 1957-58, οι τέσσερις «μετέωρες» χώρες -Ελλάδα, Τουρκία, Ιρλανδία και Ισλανδία- ζήτησαν να μελετηθούν τα ειδικά πολιτικο-οικονομικά τους προβλήματα από ειδική επιτροπή του ΟΕΟΣ. Η τελική έκθεση καταδείκνυε την αδυναμία τους να εκτεθούν άμεσα στον ανταγωνισμό της μιας ή της άλλης κατεύθυνσης, αλλά και τις καταστροφικές συνέπειες ενός μακροχρόνιου αποκλεισμού. Για την Ελλάδα, συγκεκριμένα, τονίστηκε ο κίνδυνος βύθισης στην υπανάπτυξη λόγω ολοένα μειούμενης δυνατότητας εξαγωγών στη Δύση, επομένως ο κίνδυνος εσωτερικής αποσταθεροποίησης και πολιτικής απομάκρυνσης από αυτήν. Ηδη το Κυπριακό υπονόμευε την πίστη πολλών Ελλήνων στον δυτικό προσανατολισμό ενισχύοντας ουδετερόφιλες τάσεις. Ταυτόχρονα, η εντυπωσιακή βελτίωση της οικονομίας δεν μεταφραζόταν σε ανύψωση του επιπέδου ζωής συγκρίσιμη με εκείνη της Δυτικής Ευρώπης. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων (240 δολάρια), παρότι είχε διπλασιαστεί μέσα σε μία δεκαετία, αντιστοιχούσε στο 25% εκείνου των ανεπτυγμένων χωρών και κατατασσόταν ανάμεσα στα τρία χαμηλότερα του ΟΕΟΣ και του ΝΑΤΟ (μαζί με των Τούρκων και των Πορτογάλων). Οι ελληνικές εξαγωγές δυσκολεύονταν να τοποθετηθούν σε δυτικές αγορές λόγω της χαμηλής τους ποιότητας, οπότε αναγκαστικά διοχετεύονταν στο σοσιαλιστικό μπλοκ («Ανατολικό εμπόριο»). Η σύγκριση με τις κοινωνίες της Δυτικής, αλλά και της Ανατολικής, Ευρώπης σε επίπεδο απασχόλησης, συνοχής και κράτους δικαίου δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας σε περίπτωση που η Ελλάδα αποκοβόταν σε βάθος χρόνου από τα πολιτικο-οικονομικά άλματα που, με τη μία ή την άλλη μορφή, επιχειρούσαν οι εταίροι της.

Ηταν η πρώτη «τρίτη χώρα» που υπέβαλε σχετική αίτηση

Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αντέδρασε επιδιώκοντας άμεση συμμετοχή στις εξελίξεις. Αρχές του 1959 ελήφθη η απόφαση να ζητηθεί απευθείας σύνδεση με την ΕΟΚ. Η Ελλάδα έσπευσε να είναι η πρώτη «τρίτη χώρα» που υπέβαλε σχετική αίτηση, στις 8 Ιουνίου 1959 (ακολούθησαν Τουρκία, Μάλτα, Κύπρος). Η πρωτιά θα διευκόλυνε να διαπραγματευθεί χωρίς δεσμεύσεις από προτεραιότητες άλλων ενδιαφερομένων και χωρίς διαμορφωμένο υπόδειγμα εκ μέρους της ΕΟΚ. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1959 και διήρκεσαν δύο χρόνια. Η Συμφωνία Σύνδεσης -χαρακτηρίστηκε «ένταξη εν σμικρώ»- υπεγράφη στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1962. Ως στόχο έθετε τη μελλοντική πλήρη ένταξη στην ΕΟΚ.

Μεγάλη επιτυχία της ελληνικής πλευράς ήταν οι γενναιόδωρες παραχωρήσεις της ΕΟΚ ως προς τα χρονοδιαγράμματα, τις εξαιρέσεις προσαρμογής και την αναπτυξιακή χρηματοδότηση. Η Κοινότητα θα μείωνε δασμούς και κάθε είδους περιορισμούς για τα ελληνικά προϊόντα στην Κοινή Αγορά εντός 12 ετών, ενώ η Ελλάδα θα έκανε το ίδιο έναντι της Κοινής Αγοράς εντός 22 ετών. Οι «Εξι» υποσχέθηκαν παραγωγικές επενδύσεις στο πλαίσιο του παραλλήλως σχεδιαζόμενου ελληνικού Πενταετούς Προγράμματος Οικονομικής Αναπτύξεως (1959-1964) και χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας με 125.000.000 δολάρια. Οι δύο τελευταίες ρυθμίσεις έδιναν ανάσα και προοπτική ενόψει του τερματισμού της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας (1962) -ζωτική πηγή δημοσιονομικής ισορροπίας από το 1947- με δεδομένη την έλλειψη πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας λόγω εξωτερικού χρέους. Η σταδιακή και με εξαιρέσεις προσαρμογή δικαίωνε το επιχείρημα της ελληνικής «ιδιαιτερότητας» χωρίς, ωστόσο, να αναιρεί την υποχρέωση εναρμόνισης πριν από την πλήρη ένταξη.

Σε αυτή την αδήριτη υποχρέωση βρισκόταν το κλειδί της ευρωπαϊκής επιλογής. Η ΕΟΚ, σε αντίθεση με τη βρετανικής εμπνεύσεως ΕΖΕΣ, αποσκοπούσε στην άσκηση κοινών πολιτικών σε ολοένα περισσότερα πεδία.

Το κέρδος για μια μικρή χώρα σε ένα τέτοιο σχήμα ήταν ότι, εφόσον τηρούσε τις υποχρεώσεις σύγκλισης, πολλαπλασίαζε την πολιτική της βαρύτητα στα κέντρα λήψης αποφάσεων, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης με τις ολιγομελείς κοινότητες και δεσπόζουσα την αρχή της ομοφωνίας στις ψηφοφορίες των οργάνων. Μακροπρόθεσμο πολιτικοοικονομικό όφελος ήταν οι μεταρρυθμίσεις που θα της επιβάλλονταν εκ των πραγμάτων στο σύνολο του κράτους και της οικονομίας για να ανταγωνιστεί την υψηλότερου επιπέδου παραγωγή των δυτικοευρωπαϊκών εταίρων. Η δικαιότερη φορολόγηση ώστε να ενθαρρυνθούν ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, η μείωση της γραφειοκρατίας, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, η άρση της προστασίας εγχώριων βιομηχανιών από τον ξένο ανταγωνισμό, ο εκσυγχρονισμός της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, η αναβάθμιση και διαφοροποίηση των αγροτικών εξαγωγών ήταν ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις που θα έθετε στο τραπέζι αργά ή γρήγορα η ΕΟΚ για την αποτελεσματική συμμετοχή της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά.

Προσδοκίες για συνολικές μεταρρυθμίσεις

Αυτή την αλληλουχία αντανακλούσε η προσδοκία του Καραμανλή, ότι η Σύνδεση άνοιγε τον δρόμο για συνολική μεταρρύθμιση των αναχρονιστικών θεσμών και νοοτροπιών που εμπόδιζαν τον ουσιαστικό εσωτερικό εκδυτικισμό. Η Σύνδεση δεν βόλευε απαραίτητα κατεστημένες πολιτικές και οικονομικές ελίτ, καθώς θα δοκίμαζαν άμεσα την πίεση του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού. Στις εξαιρέσεις προσαρμογής επέμεναν ιδιαίτερα ο βιομηχανικός κόσμος, εμπορικά επιμελητήρια, επαγγελματικές ενώσεις και εργατικά συνδικάτα (ΣΕΒ, ΕΒΕΑ, ΓΣΕΕ κ.ά.). Αντιδράσεις εκδηλώθηκαν, εύλογα, και από την ΕΔΑ, αξιωματική αντιπολίτευση τότε (1958-1961), η οποία απέρριψε τη Συμφωνία Σύνδεσης ως επιλογή αποικιακού τύπου, ασύμβατη με τα συμφέροντα της αδύναμης «περιφερειακής» ελληνικής οικονομίας. Ασυμβατότητα επικαλέστηκε σε ηπιότερους τόνους και μέρος του Κέντρου, παρότι συναίνεσε στη Σύνδεση. Αντίθετα, το Κόμμα Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη αντιπρότεινε άμεση ένταξη στην ΕΟΚ για δραστικότερη προσαρμογή. Η στάση των πολιτικών δυνάμεων έμελλε να αντιστραφεί κατά την κύρωση της Συμφωνίας Προσχώρησης το 1979, την οποία απέρριψε το ΠΑΣΟΚ, αλλά υπερψήφισε μεγάλη μερίδα της Αριστεράς (ΕΔΑ και ΚΚΕ Εσωτερικού).

Η κυβέρνηση Καραμανλή προέκρινε το 1959 τη Σύνδεση ακριβώς για να μην υποστούν τις παρενέργειες μιας θεραπείας-σοκ η ελληνική οικονομία και κοινωνία (πλημμυρίδα εισαγωγών, ανεργία, νομισματική αποσταθεροποίηση κ.λπ.). Ιδια ήταν και η εισήγηση της ομάδας διαπραγμάτευσης με την ΕΟΚ, στελεχωμένη από ειδικούς που προέρχονταν κυρίως από τον χώρο του Κέντρου, με επικεφαλής τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ιωάννη Πεσμαζόγλου.

Χάρη στη Συμφωνία Σύνδεσης άρχισε έντονη αλληλεπίδραση ελληνικής οικονομίας-ΕΟΚ, στοιχείο κρίσιμο για την ένταξη μετά τη Μεταπολίτευση – παρά την αναστολή της Σύνδεσης επί δικτατορίας. Το 1961-62 η ευρωπαϊκή περιπέτεια είχε αρχίσει. Σαν νόμισμα με δύο όψεις, η επιτυχία της συναρτάτο ήδη τότε από τον βαθμό στον οποίο θα εξευρωπαΐζονταν κράτος, οικονομία και κοινωνικές δομές. Το διατύπωσε με ενάργεια -και κάπως προφητικά- ο Παναγής Παπαληγούρας, υπουργός Συντονισμού και κυβερνητικός εισηγητής στη συζήτηση για την κύρωση της Συμφωνίας Σύνδεσης στη Βουλή τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1962:

«Εις το βάθος καλούμεθα να αποδείξωμεν ότι είμεθα αρκούντως ώριμοι διά να ανθέξωμεν εις το ψυχρόν κλίμα του οικονομικού ρεαλισμού των προηγμένων χωρών της Δύσεως. Από ημάς κυρίως, από όλους μας, από την κυβέρνησιν και την αντιπολίτευσιν, από την πολιτικήν ηγεσίαν και από την ηγεσίαν των παραγωγικών τάξεων και ένα έκαστον των Ελλήνων εργαζομένων εξαρτάται εάν θα αποδειχθεί η σύμβασις σταθμός προς οικονομικάς επιτεύξεις πρωτοφανείς, ή αντιθέτως εάν θα γίνει αρχή μεγάλων οδυνών».

* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή