Η επίσκεψη Καραμανλή στη Γαλλία

Η επίσκεψη Καραμανλή στη Γαλλία

6' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Ιούλιο του 1960 ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, συνοδευόμενος από τον υπουργό των Εξωτερικών, Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, και υπηρεσιακούς παράγοντες, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Καραμανλής είχε σειρά επαφών με τον Γάλλο ομόλογό του, Μισέλ Ντεμπρέ, καθώς και με τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Σαρλ ντε Γκωλ. «Η Ελλάς και η Γαλλία», υπογράμμισε κατά την άφιξή του στο Παρίσι ο Ελληνας πρωθυπουργός, «είναι προορισμέναι να έχουν την αυτήν αποστολήν εν τω κόσμω, διότι τας ενώνουν κοινά πνευματικά και ανθρώπινα ιδανικά, η ελευθερία, η ισότης και η αδελφοσύνη». «Η παιδεία μας, το πνεύμα μας, δεν θα ήσαν ό,τι είναι εάν δεν είχον μεσολαβήσει, εις το απώτερον παρελθόν, οι αιώνες του ελληνισμού. Δεν ευρίσκεσθε εδώ επί ξένης γης», επεσήμανε κατά την προσφώνησή του ο Ντεμπρέ.

Στρατηγική επιλογή η προσέγγιση με Παρίσι και Βόννη

Η επίσκεψη του Καραμανλή στο Παρίσι θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής «ανοίγματος» του Ελληνα πρωθυπουργού προς τις δύο δυνάμεις που κυριαρχούσαν στον ευρύτερο χώρο της ηπειρωτικής Ευρώπης: την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τη Γαλλία. Ηδη, το προηγούμενο διάστημα, οι δεσμοί των Αθηνών με τη Βόννη είχαν ενισχυθεί σημαντικά, με αποκορύφωμα την επίσημη επίσκεψη των Καραμανλή και Αβέρωφ στη δυτικογερμανική πρωτεύουσα, τον Νοέμβριο του 1958. Αντίθετα, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι παραδοσιακοί δεσμοί της Ελλάδας με τη Γαλλία είχαν ατονήσει.

Αν και οι δύο χώρες αποτελούσαν μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας και ευρύτερα του δυτικού κόσμου, αντικρουόμενα συμφέροντα και διαφορετικές προτεραιότητες (όπως για παράδειγμα έναντι του αραβικού κόσμου και του Κυπριακού ζητήματος) δεν είχαν επιτρέψει τη στενότερη συνεργασία τους. Δεν ήταν τυχαίο, άλλωστε, ότι η πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της αναθέρμανσης των ελληνογαλλικών σχέσεων ελήφθη προσωπικώς από τον Ελληνα πρωθυπουργό τον Μάρτιο του 1959, αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου και την οριστική διευθέτηση του Κυπριακού ζητήματος. Τότε ακριβώς, με επιστολή που απηύθυνε στον Ντε Γκωλ μέσω του Ελληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, Φίλωνος Φίλωνος, ο Καραμανλής εξέφραζε την επιθυμία του για επανασύσφιγξη των ελληνογαλλικών σχέσεων.

Δύο δρόμοι

Σε μία περίοδο ψύχρανσης των σχέσεων της Ελλάδας με την παραδοσιακή σύμμαχό της Βρετανία λόγω του Κυπριακού, η προσέγγιση των Αθηνών με τη Βόννη και το Παρίσι απέβλεπε τόσο στη σταδιακή απαγκίστρωση της χώρας από τη μονομερή –έως τότε– συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην ενίσχυση της ελληνικής συμμετοχής στην εξελισσόμενη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Εξάλλου, οι δύο αυτοί στόχοι δεν ήταν άσχετοι μεταξύ τους. Σταθερός υπέρμαχος της οργανικής ένταξης της Ελλάδας στους δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς, ο Καραμανλής διείδε στη στενότερη συνεργασία με τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης το μέσο για την εξισορρόπηση της αμερικανικής επιρροής στις ελληνικές υποθέσεις, αλλά και για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της διεθνούς θέσης της χώρας. Μέχρι το 1958-1959, ενώπιον του Καραμανλή παρουσιάστηκαν δύο επιλογές: από τη μία πλευρά η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) στην οποία μετείχαν η Γαλλία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιταλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο· και από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, ευρωπαϊκός διακυβερνητικός οργανισμός υπό τη βρετανική ηγεσία. Η τελική απόφαση του Καραμανλή υπέρ της ΕΟΚ ήταν απολύτως συμβατή με τη στρατηγική αναζήτησης ερεισμάτων πέραν των παραδοσιακών σχέσεων με το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον.

Η Γαλλία και η αίτηση σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ

Το αίτημα της κυβέρνησης Καραμανλή για σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα είχε κατ’ αρχήν γίνει αποδεκτό, στις 27 Ιουλίου 1959, από τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών της ΕΟΚ. Σύντομα, όμως, ανέκυψαν δυσκολίες, τεχνικής κυρίως φύσης, προκαλώντας την ανάσχεση των διαπραγματεύσεων και καθιστώντας πιθανή ακόμα και τη ματαίωση της σύνδεσης. Ενώπιον του κινδύνου αυτού, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Παρίσι, τον Ιούλιο του 1960, ζήτησε την προσωπική παρέμβαση του Ντε Γκωλ ώστε να αρθεί το αδιέξοδο. Στο σημείο αυτό, η υποστήριξη του Γάλλου προέδρου υπήρξε καθοριστική, ιδιαίτερα κατά την τελευταία φάση των διαπραγματεύσεων. Η Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ υπογράφηκε τελικά στις 9 Ιουλίου 1961, καθιστώντας την Ελλάδα το πρώτο συνδεδεμένο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. «Ημπορώ να πω –παραδέχτηκε μεταγενέστερα ο ίδιος ο Καραμανλής– ότι χωρίς την παρέμβαση του Ντε Γκωλ κατά την τελευταία στιγμή, η προσπάθεια της συνδέσεως θα είχε ναυαγήσει».

Η επιλογή του Ντε Γκωλ να υποστηρίξει την πορεία της Ελλάδας προς την ΕΟΚ δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη. Εξάλλου, ο στρατηγός ήταν εκείνος που την επαύριον ήδη της εκλογής του στον προεδρικό θώκο της Γαλλικής Δημοκρατίας, τον Δεκέμβριο του 1958, είχε ταχθεί υπέρ μιας «Ευρώπης των εθνών», εκτεινόμενης από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια Ορη. Οπωσδήποτε, σε μια εποχή έντονης ιδεολογικής και πολιτικής πόλωσης, το όραμα του Ντε Γκωλ ήταν τουλάχιστον φιλόδοξο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, καταληκτικός στόχος του Ντε Γκωλ ήταν η ανάδυση μιας Ευρώπης ισχυρής, η οποία θα έπαιζε τον ρόλο μιας «Τρίτης Δύναμης» ανάμεσα στο δίπολο που συνιστούσαν οι δύο υπερδυνάμεις της εποχής: η Σοβιετική Ενωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στο πλαίσιο αυτό, ο Γάλλος πρόεδρος διείδε στην Ελλάδα έναν σημαντικό εταίρο. Ο έντονος, πηγαίος και ειλικρινής φιλελληνισμός του Ντε Γκωλ αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της ελληνικής πλευράς στην προσπάθεια για σύνδεση με την ΕΟΚ.

Από την πλευρά του, ο Καραμανλής δεν συμφωνούσε με τη διστακτική στάση του Γάλλου ηγέτη ως προς τους υπερεθνικούς Κοινοτικούς θεσμούς. Ωστόσο, επιζητούσε την προσέγγιση με τη Γαλλία, ως νέα ανερχόμενη ευρωπαϊκή δύναμη, στο πλαίσιο της νέας αρχής που εκπροσωπούσε η εποχή εκείνη για την ελληνική οικονομία, κοινωνία και εξωτερική πολιτική. Η νέα αυτή αρχή συνοψιζόταν στην προσπάθεια να επιτύχει ο ελληνικός κόσμος –επιτέλους– έναν στόχο αιώνων, που είχε τεθεί τουλάχιστον από την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αν όχι και από πιο πριν: να ενταχθεί στον σκληρό πυρήνα του ανεπτυγμένου κόσμου και ειδικά στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η προσέγγιση με το Παρίσι, κατά τη στρατηγική της κυβέρνησης Καραμανλή, θα λειτουργούσε συμπληρωματικά με την ελληνοαμερικανική σχέση. Δεν θα την αντικαθιστούσε. Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν θεωρούσε ότι ο ευρωπαϊσμός και η ένταξη στην ευρύτερη Δύση ήταν πρωτοβουλίες αντιφατικές μεταξύ τους.

Η θεμελίωση μιας πολύχρονης συνεργασίας

Η συνάντηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Σαρλ ντε Γκωλ, τον Ιούλιο του 1960, δεν απέβλεπε μόνο στην εξασφάλιση της γαλλικής υποστήριξης κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Κατά τη διάρκεια των διμερών επαφών στη γαλλική πρωτεύουσα, οι δύο πλευρές προέβησαν και στην ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τη διεθνή κατάσταση, τις σχέσεις της Δύσης με τα αραβικά κράτη, αλλά και τις εξελίξεις στη Βαλκανική. Παράλληλα, η ελληνική πλευρά έλαβε τη δέσμευση των Παρισίων για ενίσχυση των γαλλικών επενδύσεων στην Ελλάδα και σύσφιγξη των διμερών οικονομικών σχέσεων. Κυρίως, όμως, η επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στη γαλλική πρωτεύουσα σηματοδότησε την απαρχή μιας στενής και μακροχρόνιας συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Σε μεταγενέστερο σημείωμά του, ο ίδιος ο Καραμανλής επεσήμανε σχετικά: «Η επίσκεψη [στο Παρίσι] απεδείχθη πολύ χρήσιμη και πέτυχε πλήρως του σκοπού της. Εδημιούργησε κλίμα εγκαρδιότητας και τις προϋποθέσεις στενώτερης συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών μας και έδωσε την ευκαιρία να αναπτυχθεί ένας δεσμός φιλίας μεταξύ εμού και του Ντε Γκωλ, ο οποίος απεδείχθη εν συνεχεία πολύτιμος». Πράγματι, η «ειδική σχέση» με την γκωλική Γαλλία επιβεβαιώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1963, όταν ο στρατηγός επισκέφθηκε επίσημα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, και προσέφερε στην κυβέρνηση Καραμανλή πρόσθετες διαβεβαιώσεις για την κατοχύρωση της ελληνικής ασφάλειας. Δύο δεκαετίας αργότερα, όταν η Ελλάδα έβγαινε τραυματισμένη από την επταετή δικτατορία, ένας άλλος Γάλλος πρόεδρος, ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, θα προσέφερε την αμέριστη στήριξή του στην προσπάθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

* Ο κ. Μανώλης Κούμας είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή