Εχουν κάτι παράξενα δικό τους, μοναδικό, οι εκδρομείς του ελληνικού αποκαλόκαιρου. Το βλέμμα τους, όσων βρίσκονται στην αρχή του ταξιδιού τους σ’ ένα νησί, ας πούμε, της άγονης γραμμής, έχει την ηρεμία του βασανισμένου το καλοκαίρι που πέρασε ή, στην καλύτερη περίπτωση μάλλον, την ηρεμία της ησυχίας που κατακλύζει τα πάντα μακριά από την πόλη· στα μάτια τους βλέπεις μία ήδη εκπληρωμένη προσδοκία. Κι όταν φτάσουν στον προορισμό τους; Σαν μια ομερτά να έχει συναφθεί μεταξύ των εκδρομέων του Σεπτέμβρη. Καμία περιττή λέξη· κανένα βεβιασμένο «καλημέρα»· οι ώρες του Σεπτέμβρη, κατά τις λεγόμενες διακοπές, μετρούν αλλιώς, η σχετικότητα του χρόνου γίνεται ακόμη σχετικότερη. Οι μέρες και οι νύχτες καθορίζονται από τις αντοχές και όχι από το πηγαινέλα του ήλιου· οι εκδρομείς του Σεπτέμβρη δοκιμάζουν τις αντοχές τους με τον χρόνο· έχουν δωρίσει τις αισθήσεις τους σε ό,τι βλέπουν, μυρίζουν, ακούν, γεύονται, αγγίζουν· με ακονισμένα, το καλοκαίρι που πέρασε, όλα τα αισθητήρια όργανα μετρούν τις ημέρες με τις αισθήσεις.
Υπερβολές; Μπορεί. Το καράβι, όμως, του Σεπτεμβρίου, ακόμη κι αν φύγει «γεμάτο» από τον Πειραιά, η ελαφρότητά του είναι εκεί· στο «αθόρυβο», βέβαια· κι αυτό, διότι η αναμονή αλλά και η κούραση του προηγούμενου διαστήματος χαζεύoυν τα κύματα, που ακόμη κι εκείνα, τον Σεπτέμβρη, χτυπούν αλλιώς τα πλευρά του καραβιού· μ’ εκείνη την ηρεμία του βαρκάρη που σε πάει από τη μία παραλία στην άλλη, αλλά δεν σε ζηλεύει που εσύ βουτάς, ενώ εκείνος παραμένει ένας θαλάσσιος ταξιτζής· δεν σε ζηλεύει, ούτε εκείνος ούτε τα κύματα, διότι δεν τους επιβαρύνεις με τα «πρέπει να διασκεδάσω» του Αυγούστου, με την επιβαλλόμενη χαρά. Οι εκδρομείς του Σεπτέμβρη είναι η συνωμοσία της ησυχίας και της αδιαφορίας του χρόνου. Και του χρόνου…