Εν δυνάμει οικογένειες στην αναμονή, χωρίς κίνητρα

Εν δυνάμει οικογένειες στην αναμονή, χωρίς κίνητρα

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καταβλήθηκαν τελικά προ ημερών, με καθυστέρηση εβδομάδων, τα επιδόματα τέκνου γ΄ τριμήνου σε 643.290 δικαιούχους. Στο διάστημα που προηγήθηκε έγινε πολύς λόγος για τα νέα συμπτώματα ταμειακής αδυναμίας του κράτους. Αγνοήθηκε (όπως συνηθίζεται) το ευρύτερο ζήτημα της ανεπαρκούς στήριξης που παρέχει η Πολιτεία σε άτομα που θέλουν να κάνουν οικογένεια.

Οι συνέπειες της ανεπάρκειας αυτής είναι πολυσχιδείς: από τη φτωχοποίηση μη πολύτεκνων νοικοκυριών και τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσει μια γυναίκα -ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα- για να συνδυάσει τη μητρότητα με την εργασία έως την αναβολή (συχνά επ’ αορίστου) της τεκνοποίησης από ζευγάρια που δεν βλέπουν πώς θα μπορέσουν να παράσχουν τα απαραίτητα για τα παιδιά τους όταν δυσκολεύονται να τα εξασφαλίσουν για τους ίδιους.

Το διαχρονικό ζήτημα των οικογενειακών επιδομάτων συνδέεται, ήδη πριν από την κρίση, με τις επιλεκτικές ευαισθησίες του κράτους πρόνοιας ελληνικής κοπής.

Οπως σημείωνε ο Μάνος Ματσαγγάνης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών προ διετίας («Η πολιτική κατά της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης», Ενημερωτικό Δελτίο Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής), οι μόνες κατηγορίες που λάμβαναν αξιόλογες οικογενειακές παροχές ήταν οι πολύτεκνοι (νοικοκυριά με τρία ή περισσότερα παιδιά), οι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ, των τραπεζών και -ώς έναν βαθμό- του Δημοσίου.

Αντίθετα, η μεγάλη πλειονότητα, τα νοικοκυριά των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα με ένα ή δύο παιδιά και χαμηλά εισοδήματα, λάμβανε πενιχρά επιδόματα (8 ευρώ τον μήνα για ένα παιδί, 25 ευρώ για δύο) ή δεν λάμβανε τίποτα.

Ευρωπαϊκή πρακτική

Με τον νόμο 4093/2012 εισήχθη το ενιαίο επίδομα τέκνων, το ύψος του οποίου κυμαίνεται από 13 έως 40 ευρώ τον μήνα ανά παιδί, ανάλογα με το εισόδημα της οικογένειας και τον αριθμό των παιδιών. Το επίδομα αυτό, ακολουθώντας την πάγια ευρωπαϊκή πρακτική, ισχύει από το πρώτο παιδί, διορθώνοντας κάποιες από τις αδικίες του προηγούμενου καθεστώτος.

Παράλληλα θεσπίστηκε νέο ειδικό πολυτεκνικό επίδομα, ύψους 500 ευρώ ανά παιδί πέραν των δύο πρώτων ετησίως. Το εισοδηματικό κριτήριο σε αυτή την περίπτωση είναι 45.000 ευρώ (για τρίτεκνες οικογένειες) και προσαυξάνεται κατά 3.000 ευρώ για το τέταρτο παιδί και κατά 4.000 ευρώ για κάθε παιδί πέραν των τεσσάρων. Καταργήθηκε ωστόσο επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά σειρά από άλλες παροχές προς τους πολύτεκνους, από την ισόβια σύνταξη της μητέρας ώς το αυξημένο επίπεδο αφορολογήτου.

Σημειώνεται, χάριν σύγκρισης, ότι την ίδια χρονιά που θεσπίστηκε το ενιαίο επίδομα τέκνων, η Συντηρητική κυβέρνηση στη Βρετανία επέβαλε κι αυτή εισοδηματικά κριτήρια στο αντίστοιχο επίδομα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με βάση τους νέους όρους, το δικαίωμα στο επίδομα χάνεται όταν το ετήσιο εισόδημα ενός εκ των δύο γονέων υπερβεί τις 60.000 λίρες (84.000 ευρώ).

Για τους δικαιούχους το επίδομα είναι 20,50 λίρες (28,70 ευρώ) την εβδομάδα για το πρώτο παιδί και 13,55 λίρες την εβδομάδα για καθένα από τα άλλα παιδιά.

Η ανισότητα επιμένει

Εν τω μεταξύ, η χώρα μας -όπως και άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης- χαρακτηρίζεται από μια πατριαρχική αντίληψη σχετικά με τον ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια, που αντικατοπτρίζεται σε σειρά διατάξεων της εργασιακής νομοθεσίας και (κυρίως) πρακτικής και στα κενά των υπηρεσιών φροντίδας παιδιών.

Οπως σημειώνει ο Συνήγορος του Πολίτη στην τελευταία ετήσια έκθεσή του, «στον ιδιωτικό τομέα, η μητρότητα φαίνεται να αποτελεί για τους εργοδότες βάρος από το οποίο προέχει να απαλλαγούν, και όχι πεδίο προστασίας.

Καταγγελίες συμβάσεων εργασίας, εξώθηση σε παραίτηση μέσω δυσμενών μεταβολών των συνθηκών εργασίας εργαζομένων στη διάρκεια της περιόδου προστασίας λόγω εγκυμοσύνης και μητρότητας, υποχρεωτική συνταξιοδότηση με χρήση ευεργετικών, κατ’ αρχήν, διατάξεων με σκοπό την απομάκρυνση γυναικών από το εργασιακό περιβάλλον χωρίς τη συναίνεσή τους αποτελούν χαρακτηριστικές συμπεριφορές ιδιωτών εργοδοτών».

Παράλληλα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται μακριά από τους ευρωπαϊκούς στόχους και σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο ποσοστό των παιδιών (τόσο ώς την ηλικία των τριών όσο και από τα τρία ώς την Α΄ Δημοτικού) σε οργανωμένα ιδρύματα παιδικής φροντίδας.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση (στοιχεία 2011), ενώ υπολείπεται περισσότερο του ποσοστού των ανδρών από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος πλην της Ιταλίας και της Μάλτας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή