Η απίστευτη καινοτομία του Μουσείου Μπενάκη

Η απίστευτη καινοτομία του Μουσείου Μπενάκη

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο πρόσφατος διορισμός του νέου διευθυντή στο Μουσείο Μπενάκη αποτελεί πρωτόφαντη καινοτομία του δημόσιου βίου. Η Ελλάδα θέλει με το δίκιο της να εκσυγχρονισθεί πάση θυσία και άρα είναι πρόθυμη να υιοθετήσει ασυζητητί κάθε νέα τάση, όπως της επάνδρωσης σημαντικών εθνικών φορέων επί τη βάσει διεθνών διαδικασιών προσλήψεως.

Το πρώτο βήμα στα καθ’ ημάς φαίνεται να είναι η επιλογή του κ. Ολιβιέ Ντεκότ στην κεφαλή του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο, επί σειρά ετών, υπηρέτησε ο κ. Δεληβορριάς με γνώση, πάθος και δημιουργική φαντασία. Σε αυτόν οφείλεται άλλωστε και η ιδιαίτερη αίγλη του Μουσείου κατά τα τελευταία χρόνια, ως τόπου πνευματικής διαμεσολάβησης μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Ο κ. Δεληβορριάς κατάφερε να διασυνδέσει την τοπική με την πανελλήνια κλίμακα, τον εθνικό χώρο με την οικουμένη, καθιστώντας το Μουσείο μια πύλη του παρόντος προς τα μέσα και προς τα έξω, δίνοντας έτσι νόημα σ’ αυτό που αποκαλούμε Πολιτισμό, χωρίς να πολυκαταλαβαίνουμε τι ακριβώς εννοούμε.

Ο τρόπος που ζούμε και τα ερωτήματα που μας βασανίζουν δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά. Ενα σοβαρό Μουσείο θα δείχνει πάντα πώς βιώθηκε στο παρελθόν, και άρα πώς διασχηματίζεται στο παρόν, η αντινομία αυτή. Καλείται να κάνει αισθητό τον συνεκτικό πυρήνα των διεστώτων μεταξύ ιστορικής ζωής και τέχνης, μεταξύ γηγενών και εξωγενών διασταυρώσεων, αφήνοντας ανοικτά τα ερωτήματα. Δεν υπάρχει πολιτισμός χωρίς ερωτήματα, όπως δεν υπάρχει διαχρονικότητα χωρίς παρόν και συγκεκριμένο τόπο. Καλώς ή κακώς, παρόν μας είναι η Ελλάδα.

Ανεξαρτήτως βιογραφικού και ατομικών προσόντων, η επιλογή ενός ξένου υπηκόου στη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη θέτει ένα δεινό ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να ανατίθεται ο πνευματικός προσανατολισμός ενός σημαίνοντος φορέα εθνικής αυτοκατανόησης σε έναν διπλωμάτη της Γαλλίας;

Ενα μουσείο δεν εξαρτάται απλώς από την αποτελεσματική διαχείρισή του, είναι και έκφραση της εθνικής ψυχής, πράγμα που δεν έχει να κάνει τίποτε απολύτως με τους εθνικισμούς ή την ξενοφοβία. Γίνεται ίσως ντεμοντέ να χρησιμοποιούνται όροι που απάδουν προς το -κακοχωνεμένο- ήθος του παγκοσμιοποιημένου εκσυγχρονισμού, αλλά οι ίδιοι οι Γάλλοι θα αντιδρούσαν έντονα, έστω και ανεπιτυχώς, μπροστά σε μια παρόμοια απόφαση.

Ποια μπορεί να είναι η ευαισθησία ενός ξένου σε ζητήματα, όπως η διαμάχη περί γλωσσικού, περί τόνων κ.λπ. που σημάδεψαν τη νεότερη Ιστορία μας; Τι μπορεί να καταλάβει σχετικά με την ιδιόρρυθμη σχέση κράτους και Εκκλησίας φερ’ ειπείν, όταν οι εταίροι μας θεωρούν ότι θα μπορούσε να λυθεί μια χαρά à l’ européenne; Τίποτε, φοβάμαι.

Γι’ αυτό και δεν πρέπει να παραθεωρούνται οι εθνικές ιδιαιτερότητες τις οποίες και υπερασπίζεται, ή τουλάχιστον υπερασπιζόταν μέχρι πρότινος, η Ενωμένη Ευρώπη στα καταστατικά της κείμενα.

Τι εγγυήσεις υπάρχουν για τον μουσειακό σχεδιασμό ενός λαμπρού πιθανώς διαχειριστή, πλην εντελώς αναρμόδιου ως προς τα πνευματικά προβλήματα που θέτει ένα ελληνικό μουσείο;

Με τη συγκεκριμένη απόφαση διορισμού καταδεικνύεται ότι δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη τίποτε πέραν της περιβόητης εξωστρέφειας, δηλ. της οικονομικής απόδοσης. Αλλά κι αν συμφωνήσουμε ότι χωρίς απόδοση, κινδυνεύει η ύπαρξη του Μουσείου, τότε οι καινοτόμοι θα έπρεπε να προβούν και σε μιαν επιπρόσθετη καινοτομία: να διαχωρίσουν τη θέση του Διευθυντού στα δύο, και να επιλέξουν έναν πεπειραμένο Ελληνα που θα έχει την πνευματική ευθύνη του μουσειακού προγραμματισμού. Είναι κωμικό, πάντως, να θεωρείται ότι κανείς από τους Ελληνες δεν ενδείκνυται ούτε για το ήμισυ της θέσης αυτής, εφόσον το Μουσείο Μπενάκη δεν είναι ποδοσφαιρική ομάδα ούτε επιχειρησιακός όμιλος.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έτυχε να συνεργασθώ ως εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών με τον κ. Δεληβορριά για την έκδοση μιας βιογραφίας του Αγγελου Σικελιανού. Εκτοτε δεν τον ξαναείδα. Η συνεργασία πάντως ευοδώθηκε, διότι ο κ. Δεληβορριάς γνώριζε ποιος είναι ο Αγγελος Σικελιανός και τι σημαίνει Σικελιανός για τον τόπο. Σκέπτομαι ότι κάτι παρόμοιο θα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τελεσφορήσει με έναν διεκπεραιωτή, ο οποίος δεν είναι καν Ελληνιστής.

Σήμερα, ο Βορειοηπειρώτης π.χ. πρέπει να πείσει ότι διαθέτει εθνική συνείδηση για να αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα. Και την αποκτά ένα πολύ μικρό ποσοστό και μόνο. Πώς συμβαίνει λοιπόν να προκρίνεται Γάλλος υπήκοος μεταξύ των εκατό σχεδόν υποψηφιοτήτων για τη διεύθυνση ενός σπουδαίου κέντρου ελληνικού πολιτισμού!

Εζησα όλη μου τη ζωή στην Ευρώπη και ξέρω πως οι Γάλλοι, μεταξύ άλλων, είναι κατά πολύ ανώτεροί μας, αλλά τότε γιατί τέλος πάντων δεν εισάγουμε και πάλι έναν άξιο κυβερνήτη της ανωτάτης σχολής πρωθυπουργών για να μας βγάλει από τα μίζερα αδιέξοδά μας;

* Ο κ. Αντώνης Ζέρβας είναι ποιητής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή