Ούτε κομπλεξικός ούτε ψευδοεπαναστάτης

Ούτε κομπλεξικός ούτε ψευδοεπαναστάτης

3' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κ​​αλοκαίρι του 1929. Μέσα σε ένα κλίμα όπου όλα τα προβλήματα της χώρας φαντάζουν ανυπέρβλητα, λίγα μόλις χρόνια μετά το σοκ της Μικρασιατικής Καταστροφής, και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, με την ενσωμάτωση των προσφύγων ακόμη ανοικτή, και με τον Εθνικό Διχασμό επί της ουσίας πάντα παρόντα, ένας αδέσμευτος διανοούμενος, ηλικίας μόλις 24 ετών, έρχεται να ταράξει τα βαλτωμένα νερά της εγχώριας πνευματικής ζωής. Ο Γιώργος Θεοτοκάς ολοκληρώνει ένα μικρό δοκίμιο, υπό τον τίτλο «Ελεύθερο πνεύμα». Από τον ίδιο τον τίτλο διαφαίνεται η στόχευση. Κάτι είναι αυτό που εμποδίζει τον Ελληνα διανοούμενο της εποχής να παράγει ελεύθερο και πρωτότυπο στοχασμό. Μπορεί να είναι αγγλοτραφής, γαλλοτραφής ή γερμανοτραφής και να πιθηκίζει μια ξενόφερτη γνώση, αλλά στην ευρωπαϊκή παιδεία δεν συμμετέχει ισότιμα, δεν είναι ουσιαστικός εταίρος της. Στην πραγματικότητα, ο Γ. Θεοτοκάς θέτει από τους πρώτους την κύρια πρόκληση της περίφημης γενιάς του ’30: ποιο θα είναι το περιεχόμενο μιας σύγχρονης «ελληνικότητας», αν θέλουμε αυτή να μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όχι ως απλός μιμητής της, αλλά ως πρωτότυπη φωνή μιας πληθυντικής ευρωπαϊκότητας; Ο μαρξισμός και ο εθνικισμός, μας λέει, είναι ατελέσφοροι, πρόκειται για δύο όψεις ενός πνευματικού «μιλιταρισμού». Τότε, πού άραγε να στραφούμε;

Ανοιξη του 2016. Εννέα δεκαετίες μετά, πολλές από τις προκλήσεις που θέτει η σημαίνουσα αυτή μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων παραμένουν ανοικτές, μέσα σε ένα περιβάλλον εξίσου καταθλιπτικό. Μια χρεοκοπημένη χώρα, οικονομικά και πολιτικά, εξακολουθεί, ύστερα από έξι χρόνια διεθνούς επιτήρησης, να μην μπορεί να βρει τον προσανατολισμό της μέσα σε μια ρευστή Ε.Ε. Την ίδια ώρα που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες του μνημονίου καταφέρνουν να κάνουν βήματα εξόδου από την κρίση, η ελληνική περίπτωση μοιάζει να βυθίζεται σε ένα είδος εξαιρετισμού που έρχεται να ενεργοποιήσει όλα τα διαχρονικά στερεότυπα περί Ελλάδας. Στη βάση του το ζήτημα παραμένει πάντως διανοητικό, ένα πρόβλημα δυσκολίας αλληλοκατανόησης με τους Ευρωπαίους συνομιλητές της.

Γνωρίζουμε βέβαια ότι ήδη από τα χρόνια της επανάστασης του 1821 η σχέση με την «Ευρώπη» εξελίσσεται δυναμικά μέσα στον χρόνο. Οπως, επίσης, ότι είναι μια σχέση με δύο εταίρους που κατασκευάζουν για τον συνομιλητή τους άλλοτε ακριβείς αναπαραστάσεις, άλλοτε διαστρεβλωμένες φαντασιώσεις. Απογοητευμένο που δεν συνάντησε, τελικά, εδώ τους αυθεντικούς απογόνους των Αρχαίων Ελλήνων, το ευρωπαϊκό φαντασιακό δημιούργησε μερικές φορές στερεότυπα για τους Νεοέλληνες που ήταν προβληματικά. Και αυτό είχε ως συνέπεια το ελληνικό φαντασιακό, με τη σειρά του, να βιώνει μέσα από συχνές ματαιώσεις τη σχέση του με τις ισχυρές δυνάμεις της ηπείρου.

Δεν υπάρχει βεβαίως ουδεμία αμφιβολία ότι οι γενεσιουργές αιτίες της σημερινής ελληνικής κρίσης είναι ελληνικές και όχι ευρωπαϊκές ή διεθνείς, όπως αρέσκεται να υποστηρίζει μια εθνολαϊκιστική βουλγκάτα.

Ωστόσο από τη στιγμή που το ζήτημα απέκτησε εκ των πραγμάτων ευρωπαϊκή και διεθνή διάσταση, ελέω Τρόικας και της ιδιαίτερης σύνθεσής της, το πρόβλημα περιπλέχθηκε. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο φάσεις έως τώρα σε αυτήν τη σχέση: Είτε μιας άκριτης αποδοχής όλων των ξένων υποδείξεων από την παραπαίουσα κυβερνώσα πολιτική τάξη, ιδίως στο πρώτο μνημόνιο το οποίο είχε καταφανείς αστοχίες (τις παραδέχτηκε, άλλωστε, εκ των υστέρων και η ίδια η Τρόικα). Είτε μία ακόμη πιο άφρονα επίδειξη «αντιστασιακού» πνεύματος από την παρούσα κυβέρνηση που έφτιαξε έναν φαντασιακό εχθρό για να στηρίξει την έωλη βάση της εθνοπατριωτικής ριζοσπαστικότητάς της.

Γι’ αυτό τώρα ξαναθυμόμαστε τον Θεοτοκά. Διότι μας δείχνει έναν τρίτο δρόμο. Ούτε του κομπλεξικού βαλκάνιου, ούτε του ψευδοεπαναστάτη. Αλλά μιας δημιουργικής σχέσης που δεν θα ξεκινά από τη βάση της καχυποψίας. Η ευθύνη για μια τέτοια μεταστροφή βαραίνει και τις δύο πλευρές, ασφαλώς. Προϋποθέτει όμως ένα διαφορετικό πρότυπο ηγεσίας από την ελληνική πλευρά που να έχει να καταθέσει και να εφαρμόσει ένα σύγχρονο (ακόμη και επώδυνο όπου χρειάζεται) μεταρρυθμιστικό σχέδιο, πιο βαθύ ακόμη και από αυτό που μας προτείνουν οι εταίροι μας. Υπάρχει;

*Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα»,

αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή