Το «αίνιγμα» του γεφυριού

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγοι, μάλλον, θυμούνται ότι πριν από ένα χρόνο και κάτι κατέρρευσε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία λαϊκού πολιτισμού στην Ηπειρο – το γεφύρι της Πλάκας. Την άποψη ότι την Ιστορία τη γεννούν πράξεις βίας, τη διατύπωσε ο Μαρξ το 1867, χωρίς, κατά πάσα πιθανότητα, να έχει διδαχθεί από το γεγονός ότι οι βίαιες καταρρεύσεις έχουν ανά τους αιώνες αναδειχθεί σε ό,τι θα μπορούσε να ονομασθεί «η μαμή της Ιστορίας» της αρχιτεκτονικής.

Πράγματι: η πρώτη γέφυρα, πάνω από τον ποταμό Αραχθο, σύνορο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το Βασίλειο της Ελλάδος, κατέρρευσε το 1860. Η δεύτερη το 1863. Το 1866, γράφοντας μια λαμπρή σελίδα αρχιτεκτονικής Ιστορίας, ο πρωτομάστορας Κώστας Μπέκας ξαναέχτισε τη γέφυρα για τρίτη φορά.

Ο Μπέκας ήταν ένας λαϊκός χτίστης, ένας εμπειρικός τεχνίτης. Την τέχνη του τη διδάχτηκε με τη μακρόχρονη μαθητεία, σαν τσιράκι σ’ ένα μπουλούκι –μια συντροφιά γεφυροποιών (κιουπουρλήδων)– μέχρι ο ίδιος να φτιάξει τη δική του συντροφιά.

Συντροφιές περιπλανώμενων μαστόρων έχουμε την ίδια εποχή και στη Δυτική Ευρώπη – στη Γαλλία, τους compagnons du devoir et du tour de France. Εκεί, βέβαια, είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται η επιστήμη του Μηχανικού. Από την εποχή της Εγκυκλοπαίδειας (1751-1772) (Encyclopédie, ou dictionnaire raisonné des sciences, des arts et des métiers), η επαγγελματική εμπειρία περιγράφεται με κείμενα και με σχέδια, τα οποία σώζονται στους θαυμάσιους πίνακές της, συγκροτώντας ένα σώμα έγκυρης καταγεγραμμένης γνώσης. Παράλληλα, η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών δημιουργούσε και προσέφερε τη δυνατότητα προσομοιώσεων και υπολογισμών. Ετσι, την εποχή που στην Ευρώπη κατασκευάζονταν χαλύβδινες γέφυρες, στα Βαλκάνια οι παραδοσιακές τεχνικές της πέτρας άγγιζαν τα όριά τους. Σαράντα μέτρα είναι άνοιγμα ιδιαίτερα μεγάλο για ένα πέτρινο τόξο. Δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε με βεβαιότητα αν της κατασκευής προηγείτο κάποιο σχέδιο, αν υπήρχε κάποιος ιδιότυπος, εμπειρικός τρόπος υπολογισμού των φορτίων και των στατικών μεγεθών.

Η αναφορά σε ξύλινο σχέδιο οδήγησε τον Μίλτο Πολυβίου στην ανακάλυψη της μακέτας του καθολικού της Μονής Ξηροποτάμου στο Αγιον Ορος το 1993. Φαίνεται ότι προοριζόταν για ζητεία και δεν είναι καθόλου προφανές ότι, εκτός από τυπολογικό και εν μέρει μορφολογικό, ήταν και στατικό μοντέλο, όπως, βεβαίως, οι μακέτες του Filippo Brunelleschi (1337-1446) για τον τρούλο της Santa Maria del Fiore της Φλωρεντίας ή, πολύ αργότερα, οι αλυσοειδείς μακέτες του Antoni Gaudi (1852-1926) για τη Sagrada Familia της Βαρκελώνης.

Η απουσία σχεδιασμού ή, τουλάχιστον, σχεδίου δημιουργεί αμηχανία στον σημερινό μηχανικό, όταν καλείται να αξιολογήσει τα προβλήματα ευστάθειας και αντοχής του μνημείου. Οι αρχιτέκτονες, σε μια αγχώδη αναζήτηση επιστημονικής αξιοπιστίας, παλινδρομούμε ανάμεσα στη λαογραφία και την οικολογία, στην εδαφομηχανική και τη χημεία.

Οχι σπάνια, καταφεύγουμε σε μοντέλα και από τη βιολογία – τα εγχειρίδια της αρχιτεκτονικής τεχνολογίας αυτοκολακεύονται, δανειζόμενα  εικόνες  από τον D’ ArcyThomson  («On Growth  and Form»)  έως  τον  Frei  Otto  («Form manipulates  itself»).  Η ανίχνευση του DNA της συζύγου  του πρωτομάστορα  στο κονίαμα  της  γέφυρας θα μπορούσε, ασφαλώς, να  επαληθεύσει  τον δημοφιλή μύθο.

Ομως η ατελής σχεδίαση ή η κατασκευαστική αστοχία, την οποία ο καθηγητής Γιώργος Σταυρουλάκης και η ομάδα του διαπίστωσαν, ήδη από το 2006 («Computational Mechanics for Heritage Structures»), θέτει εν αμφιβόλω όχι μόνο τη δεινότητα του τεχνίτη, αλλά και ολόκληρη την ιδεολογική ρητορική για την υπεροχή και για τη συνέχεια του λαϊκού πολιτισμού, απέναντι στις ρήξεις που η καινοτομική επιστημονική γνώση επιφέρει.

Πρόκειται για ένα ιδεολόγημα, το οποίο συχνά, αν όχι πάντα, οι φορείς προστασίας το περιφρουρούν πολύ περισσότερο από όσο τα ίδια τα μνημεία, όπως πρόσφατα, στο «Εθνος και τα ερείπιά του», συζητεί διεξοδικά ο Γιάννης Χαμηλάκης.

Ο γρίφος του Κώστα Μπέκα

Μπροστά στα ερείπια της παλιάς γέφυρας της Πλάκας, ο μάστορας Μπέκας, το 1866, έλαβε την απόφαση της νέας κατασκευής. Σε αυτή την απόφαση η γνώση του μάστορα συναντιέται με την επιστήμη του μηχανικού. Ο θετικός επιστήμονας αναλύει και ερμηνεύει. Πλην, κατά την εποπτική διατύπωση του Στέφανου Τραχανά στο «Φάντασμα της Οπερας», ο επιστήμονας δεν έχει πελάτη.

Ο μηχανικός Μπέκας αποφασίζει και μελετά την κατασκευή μιας γέφυρας: πού θα πρέπει να πατήσει, πώς τα θεμέλιά της θα είναι γερά, πώς πρέπει να κατασκευασθεί για να αντέξει στο ορμητικό νερό και στα μεγάλα φορτία; Μάλιστα για χρόνια, για πάντα. Πρόκειται για ένα αίνιγμα, για ένα γρίφο που ζητούσε τη λύση του. Ο Μπέκας το απάντησε με ένα μεγαλειώδες, περίπου ημικυκλικό, τόξο. Και η απάντησή του αποδείχθηκε καλή για τα επόμενα 149 χρόνια.

Τον Φεβρουάριο του 2015, μετά την πτώση της γέφυρας του Μπέκα, ο αρχιτέκτονας Μανώλης Κορρές, εξετάζοντας τα κυκλώπεια ερείπια, μοιάζει αποφασισμένος να ανακατασκευάσει τη γέφυρα, σχεδόν «εκ θεμελίων»: αυτός άραγε δεν θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, στο οποίο θα εμπλέκονταν αρχαιολόγοι, οικολόγοι, πολιτικοί και saboteurs; Ενας αρχιτέκτονας – συγγραφέας αστυνομικών διηγημάτων θα μπορούσε, ίσως, να μας δώσει πληροφορίες και υλικό, που θα φωτίσουν τις αιτίες της κατάρρευσης του γεφυριού και της αξιοπιστίας μας.

*Ο κ. Αγγελος Παπαγεωργίου είναι αναπληρωτής καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή