Υπόθεση Λιαντίνη: «Η πράξη του θα προβοκάρει πάντα»

Υπόθεση Λιαντίνη: «Η πράξη του θα προβοκάρει πάντα»

4' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

1η Ιουνίου 1998, Σπάρτη. Μια άσπρη BMW σταθμεύει στην οδό Λυκούργου. Ο οδηγός της μπαίνει στο ταξί που τον περιμένει εκεί. Κρατά έναν στρατιωτικό σάκο. «Πού πάμε;» «Στο καταφύγιο του Ταϋγέτου». Φτάνοντας στον προορισμό τους, ο επιβάτης πληρώνει τον ταξιτζή, αλλά δεν τον αφήνει να φύγει αμέσως. «Κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο». «Δεν καπνίζω». «Δεν πειράζει, κάνε μου παρέα». Καπνίζουν αμίλητοι στην ησυχία του βουνού. Στο τέλος αποχαιρετιούνται. «Γεια σου, φίλε», του λέει ο άγνωστος άνδρας. «Μισό λεπτό, πώς σας λένε;» αναρωτιέται ο ταξιτζής. «Λιαντίνη».

2α Ιουνίου 1998, Αθήνα. «Αλικάκο, τρέχα!» ακούγεται να φωνάζει ο αρχισυντάκτης της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ. Η είδηση της περίεργης εξαφάνισης του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη είχε σημάνει συναγερμό στα newsroom. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των καναλιών ήταν τότε ανελέητος. Το κάθε μέσο έστειλε τον καλύτερο. Και ο νεαρός τότε ρεπόρτερ Δημήτρης Αλικάκος ήταν «μαμούνι». Το μόνο που ήξερε για τον καθηγητή τότε ήταν αυτό που του είχε πει η συντάκτις του υπουργείου Παιδείας: γέμιζε τα αμφιθέατρα. Εφυγε για το Μαράσλειο, όπου έμαθε ότι δίδασκε εκτός από τη Φιλοσοφική. Βρήκε μόνο μια γυναίκα στην καντίνα. «Εχουν τελειώσει τα μαθήματα, δεν θα βρεις κανέναν», του είπε. Βγαίνοντας αποθαρρυμένος στο προαύλιο, είδε μια κοπέλα ντυμένη στα μαύρα. «Δεσποινίς, ξέρατε μήπως τον Λιαντίνη;» τη ρωτά. «Τον δάσκαλό μου με ρωτάτε αν ήξερα;» του απαντά εκείνη, βγάζοντας από την τσάντα την «Γκέμμα», το τελευταίο του βιβλίο. «Ορίστε, εδώ τα λέει όλα, ακόμα και για τον θάνατό του». Το ρεπορτάζ του Αλικάκου εκείνο το βράδυ «έσπασε τα μηχανάκια της AGB» κατά το κοινώς λεγόμενον τότε.

«Στην επαγγελματική σου καριέρα θα έχεις καλύψει χίλια θέματα. Από αυτά, μπορεί να συμπάθησες 50, να αγάπησες 15 και να σε διαπέρασαν 1-2, παραπάνω δεν γίνεται. Ε, αυτό συνέβη με μένα και την υπόθεση Λιαντίνη», μου λέει ο Δημήτρης Αλικάκος, καθισμένος απέναντί μου σε ένα καφέ του Νέου Ψυχικού. Μπροστά μας δύο εσπρεσάκια και το απόσταγμα 18 χρόνων συνεχούς και αδιάλειπτης δημοσιογραφικής έρευνας: «Λιαντίνης: Εζησα ήρεμος και ισχυρός» (εκδόσεις Ελευθερουδάκης). Κυκλοφόρησε, όχι τυχαία, 1η Ιουνίου. Το ξεκαθαρίζει από την αρχή: δεν είναι «γκρούπι» του Λιαντίνη, από αυτούς που θα βρεις στο Ιντερνετ να κρατούν ενεργά τα σχετικά φόρουμ. «Δεν πρόκειται για μια αγιογραφία του. Πολλοί τον αναφέρουν ως σωτήρα, τον άνθρωπο που θα άλλαζε την Ελλάδα. Αυτά είναι ανοησίες. Αν ζούσε, θα γέλαγε». Ομως δεν κρύβει ότι όσο περισσότερα μάθαινε γι’ αυτόν στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, γοητευόταν τόσο από τον άνθρωπο όσο και από τον στοχαστή. «Στην τηλεόραση έλεγε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του γι’ αυτόν, του έβαζαν διάφορες ταμπέλες, ενώ την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο της έρευνας, εγώ έβλεπα άλλα πράγματα. Ολοι μου περιέγραφαν έναν άνθρωπο ευαίσθητο, γλυκό, ερωτικό, αλλά ταυτόχρονα ορθολογιστή, με λογική που έκοβε σαν ξυράφι, ένα δωρικό πλάσμα. Αυτή η αδικία που έβλεπα να γίνεται εις βάρος του με έκανε να θέλω να συμπληρώσω το παζλ».

Τα ντοκουμέντα που έχει συγκεντρώσει είναι δεκάδες και συγκλονιστικά. Στο βιβλίο μιλάει, μεταξύ άλλων, για πρώτη φορά ο εξάδελφος αλλά αδερφικός φίλος του καθηγητή, Παναγιώτης Νικολακάκος, στον οποίο ο Λιαντίνης είχε τότε εμπιστευθεί το μυστικό. «Εγώ τελειώνω τη ζωή μου», του είχε πει ένα μήνα περίπου πριν εξαφανιστεί. «Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ». Λάκωνας και ο άλλος, του είπε, «λέγε, αντέχω». Ο Λιαντίνης του εκμυστηρεύθηκε πού θα βρίσκεται, του σχεδίασε μάλιστα και χάρτη. Του ζήτησε να τον εντοπίσει λίγο αφότου φύγει, αλλά να μην αποκαλύψει τίποτα πριν περάσουν επτά χρόνια. «Τότε μόνο θα πάρεις την οικογένειά μου». Ετσι κι έγινε. Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου του 2005, ο Νικολακάκος τηλεφωνεί στη σύζυγο του Λιαντίνη. «Ηρθε η ώρα να σου πω πού είναι ο Δημήτρης».

«Ο Νικολακάκος βασανίστηκε πολύ να βρει το μέρος. Ανέβηκε τρεις φορές στον Ταΰγετο μέχρι να το εντοπίσει. Ο Λιαντίνης είχε πάει σε σημείο απάτητο, χάραξε δικό του μονοπάτι. Πρέπει να είχε εντοπίσει τον τάφο του χρόνια πριν, δεν ξέρουμε ακριβώς πότε», λέει ο Αλικάκος. Ηταν μια βραχοσκεπή, ένας φυσικός τάφος. «Το 2005, ο Παναγιώτης ανέβηκε με την κόρη του Λιαντίνη, Διοτίμα, και τον τότε σύζυγό της. Η σκηνή ήταν τρομερή όταν η Διοτίμα αναγνώρισε τον προσωπικό του φακό. Ακολούθησε σιωπή αρκετών λεπτών, η ησυχία του βουνού συμπληρώθηκε με τον βουβό πόνο». Την άλλη μέρα, ανέβηκε η ΕΜΑΚ. Η σορός ταυτοποιήθηκε με τη μέθοδο του DNA, αλλά και από οδοντιατρικό έλεγχο. «Το καλοκαίρι του 2005 τελείωσε όλη η παραφιλολογία και το συνωμοσιολογικό του πράγματος για το τι έχει γίνει με τον Λιαντίνη. Επί επτά χρόνια οργίαζαν οι φήμες, μέχρι και στην Αργεντινή είχε γραφτεί ότι κάθεται και πίνει τον καφέ του».

Ο Αλικάκος, με τη βοήθεια του ιατροδικαστή Φίλιππου Κουτσάφτη, επιχειρεί για πρώτη φορά στο βιβλίο του μια στέρεη υπόθεση για το πώς ο Λιαντίνης έδωσε τέλος στη ζωή του. Οσο για το γιατί: «Η ζωή του όλη ήταν ένας αγώνας να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, να τον κοιτάξει κάποτε άφοβα στα μάτια», εκτιμά ο δημοσιογράφος. «Ο ίδιος αναφερόταν στο τελευταίο του βιβλίο ως το κύκνειο άσμα του, χωρίς κανείς να καταλαβαίνει τότε τι σημαίνει αυτό. Ολα του τα βιβλία τα διαπερνά ο θάνατός του. Η πράξη του δεν θα πάψει ποτέ να προβοκάρει. Στο άκουσμα του ονόματός του οι μισοί νιώθουν αμηχανία, το πρόσωπο των άλλων μισών γλυκαίνει. Ο Λιαντίνης κατέληξε να είναι συνείδηση θανάτου για τον καθένα μας. “Εγραψε” με έναν τρόπο στο υποσυνείδητο. Κι αυτό που θέλησε να πει μ’ αυτό είναι “ζήστε, τρυγήστε τη ζωή σαν να είναι η τελευταία σας μέρα”».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή