Η Ελλάδα θα πρέπει να πιστέψει στον εαυτό της

Η Ελλάδα θα πρέπει να πιστέψει στον εαυτό της

10' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ζήσε και άφησε να ζήσουν – Στο τέλος όλα θα πάνε καλά με κάποιον τρόπο. Είναι τα δύο άρθρα του «νόμου» που, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, ισχύει στη Ρηνανία. Αισιόδοξος λόγω καταγωγής (Ντίσελντορφ) αλλά και εκ φύσεως, ο απερχόμενος Γερμανός πρέσβης εφάρμοσε και τα δύο κατά τη θητεία του στην Ελλάδα. Ο Πέτερ Σόοφ κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα της Αθήνας τον Φεβρουάριο του 2014, γνωρίζοντας ότι αναλαμβάνει ένα δύσκολο πόστο σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η κυβέρνηση Σαμαρά βγήκε στις αγορές, αλλά λίγους μήνες αργότερα ήρθε στα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ και η ένταση στον άξονα Αθήνας-Βερολίνου ανέβηκε επικίνδυνα, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015.

Τη νύχτα της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος δέχθηκε πολλά τηλεφωνήματα από το Βερολίνο. Ολοι εξεπλάγησαν. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη για το αποτέλεσμα. «Πιστεύω ότι τότε δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τι γινόταν. Ξέραμε από τον Φεβρουάριο του 2015 πως θα ήταν πολύ δύσκολο να συντάξουμε ένα κείμενο με κοινή ερμηνεία όσων είχαμε συμφωνήσει. Πολλοί μέχρι σήμερα έχουν πολλά ερωτήματα για το τι συνέβη. Ηταν μια δύσκολη κατάσταση. Τότε, έχοντας ήδη ζήσει ένα χρόνο στην Ελλάδα, ήξερα ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι αντιευρωπαϊκή. Η πλειοψηφία δεν ήθελε να φύγει από την Ε.Ε. Ο κίνδυνος από την πλευρά των εταίρων της Ελλάδας ήταν να μην καταλάβουν ή να μην αποδεχθούν αυτή την κίνηση που θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιηθεί  ως εργαλείο στην εσωτερική συζήτηση σε άλλες χώρες, ότι οι Ελληνες δεν ήθελαν πια να είναι Ευρωπαίοι, κάτι που δεν είναι σωστό. Για μένα το αποτέλεσμα ήταν έκπληξη. Πάντα είχα την αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι μια φιλοευρωπαϊκή χώρα που θέλει να μείνει στην Ευρώπη», λέει σήμερα. Και θεωρεί ότι το «Οχι» δεν ήταν αντιευρωπαϊκό αίσθημα, αλλά «η συναισθηματική άρθρωση ενός ευρύτερου αισθήματος».

Φανατικός ιστιοπλόος (έγινε στην Ελλάδα), αλλά και ευρωπαϊστής, γεγονός στο οποίο συνέδραμε η εμπειρία του σε πόστα κυρίως ευρωπαϊκά, θεωρεί ότι ο διπλωμάτης είναι κάτι σαν διερμηνέας. Στην περίπτωσή του, η διερμηνεία ήταν περίπλοκη και πάντα υπήρχε ο κίνδυνος οι δύο πλευρές να χαθούν στη μετάφραση. Οπως, όταν δύο 24ωρα μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ ΑΝΕΛ, δέχθηκε τηλεφώνημα από το Βερολίνο με το αίτημα να στείλει άμεσα το κείμενο συμφωνίας των κυβερνητικών εταίρων μεταφρασμένο στα γερμανικά. Εχοντας την εμπειρία των μακρών διαπραγματεύσεων και προγραμματικών συμφωνιών για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού, διαδικασία που συνήθως παίρνει μήνες, το Βερολίνο περίμενε το ελληνικό αντίστοιχο: «Ηταν πολύ νωρίς το πρωί και σκέφτηκα να τους εξηγήσω τη διαδικασία. Τους υποσχέθηκα ότι θα μελετήσω τη συμφωνία συνεργασίας και σίγουρα θα τη μεταφράσω αν τη βρω…», θυμάται.

Κακές στιγμές υπήρξαν. Οι χειρότερες, όμως, εξομολογείται, ήταν όταν έπρεπε να παραστεί σε δήμους που μνημόνευαν θύματα της Βέρμαχτ: «Για κάθε Γερμανό πρέσβη είναι πάντα η πιο δύσκολη στιγμή, γιατί εκπροσωπείς τη χώρα σου. Από την άλλη, στη γενιά μου, τη δεκαετία του ’60 και του ’70 φωνάζαμε στους παππούδες μας ότι η Γερμανία έπρεπε να αντιμετωπίσει το παρελθόν της, να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Το ότι ανήκεις σε αυτή τη γενιά και ξαφνικά είσαι στον ρόλο του πρέσβη είναι δύσκολο, για όποιον έχει ανθρωπιά μέσα του». Εξίσου δύσκολη ήταν η στιγμή με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου στο Δίστομο. Ο κ. Σόοφ θυμάται την ένταση και μετά τον Μανώλη Γλέζο που τον πήρε από το χέρι: «Δεν μίλησε, απλώς κοιταχτήκαμε. Συγκινήθηκα βαθύτατα. Επειδή είναι ο Γλέζος με την ιστορία που έχει και λόγω της μεγαλοψυχίας που έδειξε απέναντι σε μένα κυρίως ως άνθρωπο, όχι ως πρέσβη της Γερμανίας». Προτιμά να κρατά τις καλές στιγμές: «Την πρόοδο στις διμερείς σχέσεις, το κοινό σχέδιο δράσης, την αλληλεγγύη που έδειξε η Γερμανία σε μια δύσκολη κατάσταση, τέλη του 2015, ορθώνοντας ανάστημα απέναντι σε άλλα κράτη-μέλη, για να σταθεί στο πλευρό της Ελλάδας». Και τις οάσεις πολιτισμού που ταύτισε με σημαντικές εκδηλώσεις, όπως όταν στην κορύφωση της έντασης στις διμερείς σχέσεις (Μάιος 2015) η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου έπαιξε στο Μέγαρο Μουσικής και το πλήθος επευφημούσε: «Το μήνυμα ήταν ότι υπήρχε κατανόηση. Ηταν πολύ καθησυχαστική αυτή η αίσθηση της κοινότητας. Ο πολιτισμός είναι μέσο ενδυνάμωσης των σχέσεων. Εκεί βρίσκεται η πεμπτουσία της κοινωνίας, της νοοτροπίας. Περισσότερο από ό,τι στην πολιτική, ή στα Eurogroup». Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ούτε η πεποίθησή του ότι τελικά το DNA της Ρηνανίας βρίσκεται πολύ κοντά στο ελληνικό…

Συνεργαζόμαστε με κάθε εκλεγμένη κυβέρνηση

«Οταν ήρθα το 2014, το πρώτο εξάμηνο υπήρχε γενικά η αίσθηση ότι τα χειρότερα είχαν περάσει, ότι η ελληνική οικονομία ανέκαμπτε. Και τότε επήλθε μια αλλαγή με τις ευρωεκλογές του 2014, η οποία δύσκολα μπορούσε να αξιολογηθεί. Πολλοί είχαν την αίσθηση ότι το μομέντουμ για τις μεταρρυθμίσεις επιβραδυνόταν, υπήρχε η γενική αίσθηση εκτός Ελλάδας, πως η επιβράδυνση του μεταρρυθμιστικού μομέντουμ θα είχε ένα τίμημα, σε ό,τι αφορά τις αγορές. Και φυσικά υπήρχε στον ορίζοντα και η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, παράγοντας που προσέθετε αβεβαιότητα», θυμάται ο κ. Σόοφ, σημειώνοντας ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του προσπάθησαν πριν από την αλλαγή κυβέρνησης να γνωρίσουν ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ: «Η προσωπική μου αίσθηση ήταν ότι παρά τις αντιθέσεις και τις θεμελιώδεις διαφορές στην προσέγγιση, στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχε ευρωπαϊκό πνεύμα. Ηταν εμφανής η κριτική διάθεση για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο εξελισσόταν η Ευρώπη. Είχα αποκομίσει την εντύπωση ότι η τότε αντιπολίτευση δεν ήθελε να αλλάξει μόνο την Ελλάδα, αλλά και μέσω της Ελλάδας την Ευρώπη». 

– Hταν αυτή η αίσθηση στο Βερολίνο;

– Η αίσθηση ήταν ότι υπήρχε μια συμφωνία και ότι ήταν σημαντικό για την κυβέρνησή μου να τηρηθούν οι δεσμεύσεις. Εδώ ο κόσμος πάντα διερωτάται αν υπήρχε ατζέντα για σκόπιμη αλλαγή κυβέρνησης, αλλά μπορώ να πω ότι δεν υπήρξε ούτε καν σκέψη για κάτι τέτοιο. Αυτό που εισέπραξα ήταν ότι υπήρχε η πρόθεση συνεργασίας με την Ελλάδα για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί και υπήρχε μάλλον απογοήτευση για το γεγονός ότι η γερμανική θέση απεικονιζόταν μονόπλευρα ως ατζέντα λιτότητας, ενώ η εξυγίανση του προϋπολογισμού ήταν μόνο ένα από τα βήματα για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Πάντα είχαμε κατά νου ότι το σημαντικό ήταν η Ελλάδα να γίνει ανταγωνιστική για να μπορεί να είναι ανεξάρτητη απ’ όλα αυτά, από το πρόγραμμα και την επιτήρηση. 

– Eχετε κατηγορηθεί (το Βερολίνο) ότι στηρίξατε τον Αλέξη Τσίπρα…

– Αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο η ειρωνεία – ότι μια συντηρητική γερμανική κυβέρνηση θα προωθούσε την αλλαγή κυβέρνησης σε μια άλλη χώρα και μάλιστα με αριστερή ιδεολογία. Δεν λειτουργούμε με αυτό τον τρόπο… Η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι πολύ πιο απλή. Αυτή ήταν η εκλεγμένη κυβέρνηση. Είμαστε εταίροι στην Ευρώπη, υπάρχουν πολλές κυβερνήσεις και πολλά κομματικά πρόσημα στην Ευρώπη και όλοι πρέπει να συνεργαζόμαστε.

Είμαι πολύ αισιόδοξος για το μέλλον των  ελληνογερμανικών σχέσεων

– Σας τρόμαξαν η αντιγερμανική ρητορική και η συχνή επίκληση των γερμανικών επανορθώσεων κατά τους πρώτους μήνες του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία; 

– Hμουν πολύ τυχερός που λίγο μετά την άφιξή μου επισκέφθηκε την Αθήνα ο πρόεδρος Γκάουκ. Μέσω της προσωπικής του αξιοπιστίας και του παραδείγματος ζωής του, απηύθυνε ένα μήνυμα ότι πρώτον ο γερμανικός λαός συμπάσχει με τον ελληνικό όσον αφορά τις επιπτώσεις αυτής της παρατεταμένης ύφεσης. Δεύτερον, ότι δεν είμαστε όλοι ψυχροί τεχνοκράτες, ούτε έχουμε άγνοια των ευρύτερων συνεπειών της κρίσης για την ελληνική κοινωνία. Επίσης, επιχείρησε να κάνει ένα άνοιγμα στην αντιμετώπιση του γερμανικού παρελθόντος στην Ελλάδα. Γνωρίζαμε ότι για τη Γερμανία αυτό ήταν ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα, αφού η γερμανική κοινή γνώμη αγνοούσε το πολύ σκοτεινό παρελθόν της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Ξέραμε ακόμη, πως ό,τι και να κάνουμε, θα προκαλούσε αντιδράσεις που δεν θα μπορούσαμε να ελέγξουμε και ο Γκάουκ –και αυτό υπήρξε πυξίδα για μένα– υπογράμμισε ότι κατανοούμε όλους όσοι πιστεύουν ότι δεν μπορούν να συνεργαστούν με τη Γερμανία εξαιτίας του παρελθόντος. Επίσης, το μήνυμά μας προς όσους είχαν διάθεση συμφιλίωσης ήταν, ότι ανεξάρτητα από τη δύσκολη νομική διάσταση του ζητήματος, δεν μπορείς να διεκδικήσεις τη συμφιλίωση, ειδικά όταν είσαι απόγονος αυτών που διέπραξαν αυτές τις φρικαλεότητες.

– Oλα συνδέονται πάντα με το Eurogroup ή με το τι δήλωσε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Είναι το πρόβλημα των ελληνογερμανικών σχέσεων η απουσία ενός θετικού αφηγήματος; Eχουμε ακόμα δρόμο για κάτι τέτοιο;

– Νομίζω ότι οδεύουμε προς τα εκεί και είμαι πολύ αισιόδοξος για το μέλλον. Πολύς κόσμος που γνωρίζω καταλαβαίνει τον μεγάλο κίνδυνο που αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και ίσως συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι μπορούμε να παραμερίσουμε τις ματαιοδοξίες μας, γιατί ο μόνος τρόπος να επιτύχουμε στον αγώνα κατά του λαϊκισμού και του ακροδεξιού εξτρεμισμού είναι να αναπτύξουμε ένα κοινό όραμα στην Ευρώπη, όπου όλοι θα μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας. Εδώ έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος έχει ακριβώς αυτό κατά νου: η επιθυμία να κάνουμε κάτι μαζί είναι ισχυρότερη από τον πειρασμό να «τη φέρει» ο ένας στον άλλον…

– Και ο κ. Σόιμπλε;

– Είχα την ευκαιρία να τον συναντήσω κάποιες φορές. Συνάντησα έναν άνθρωπο, του οποίου όλη η ανησυχία είναι η πραγματική οικονομία, η ζωή των ανθρώπων και το πώς μπορείς να οικοδομήσεις ένα καλό μέλλον για την Ελλάδα. Στη Γερμανία από την αρχή της εισαγωγής του ευρώ το ’90, το πολιτικό μήνυμα ήταν ότι δεν προβλέπονταν πακέτα διάσωσης για άλλα κράτη της Ευρωζώνης. Πάνω σε αυτό οικοδομήθηκε η αποδοχή του γερμανικού λαού για το ευρώ. Υπάρχουν πολλά μέλη του Κοινοβουλίου που εκφράζουν αμφιβολίες για το γεγονός ότι τώρα υπάρχουν όντως πακέτα διάσωσης. Ο κ. Σόιμπλε μπορεί να είναι ένας αμφιλεγόμενος πολιτικός στην Ελλάδα, αλλά πιστεύω ότι κατάφερε, πάντα κατάφερνε, να πάρει μαζί του το σκεπτικιστικό μέρος της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα τη γερμανική Βουλή, ώστε να λάβει αυτές τις αποφάσεις. Είναι ένας από τους μεγάλους ευρωπαϊστές στη Γερμανία και συχνά υπήρχε μεγάλη δόση υπερβολής σε ό,τι γραφόταν γι’ αυτόν όχι μόνο εδώ, αλλά και αλλού. Χωρίς τον Σόιμπλε δεν θα είχαν προφανώς ψηφιστεί στην Μπούντεσταγκ τα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας. Και δεν είναι ένας άνθρωπος που ασχολείται μόνο με τα μακροοικονομικά. Πάντα ρωτά πώς μπορούμε να κάνουμε το πρόγραμμα να λειτουργήσει στην πράξη. 

– Εχοντας ζήσει στη χώρα τριάμισι χρόνια, ποιο θεωρείτε το βασικό της πρόβλημα; Ή το βασικό της πλεονέκτημα;

– Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι πίστη στον εαυτό της, πίστη να πάρετε τη χώρα στα χέρια σας. Θα ήθελα να το δω ανεξάρτητα από τη μεμονωμένη αξιολόγηση συγκεκριμένων μέτρων: Η σκέψη να επικεντρώνεται στο πώς θέλετε να είναι η χώρα για τα εγγόνια και τα δισέγγονά σας και όχι στο εάν αναγκάζεστε να λάβετε μέτρα επειδή επιβάλλονται. Εντυπωσιάστηκα από την αντοχή των Ελλήνων, αλλά και από την αξιοπρέπεια που μπορείς να δεις – αυτή με άγγιξε ιδιαίτερα και ενίοτε με έκανε να ντραπώ. Το δεύτερο που με έχει εντυπωσιάσει είναι η μεγάλη σημασία που δίνουν οι γονείς στην εκπαίδευση των παιδιών τους, όπως και η αλληλεγγύη της οικογένειας, κάτι που δεν υπάρχει στη Γερμανία. Αναρωτήθηκα συχνά γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να κατέχει μία θέση στον χάρτη σαν αυτή της Καλιφόρνιας ή της Ελβετίας. Εχει ιδανική γεωγραφική θέση, καλά πανεπιστήμια, ικανό εργατικό δυναμικό και μια οικονομία που έχει την ευκαιρία να δραστηριοποιείται σε τρεις στρατηγικούς τομείς: τη ναυτιλία, τον τουρισμό και την ενέργεια. Εχει ιδανικό κλίμα, έναν αγροτικό τομέα με υψηλό δυναμικό, τομείς που προσφέρονται για καινοτομία. Εύχομαι να έβλεπαν περισσότεροι άνθρωποι τις απίστευτες δυνατότητες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση για μια χώρα με τέτοια πλεονεκτήματα.

Η συνάντηση

Πήγαμε στον «Κόλλια», στο Παλαιό Φάληρο, κοντά στο Πλανητάριο. Ο Πέτερ Σόοφ είναι λάτρης της ψαροφαγίας και είναι από τα αγαπημένα του στέκια – μαζί με έτερο ψαροφαγικό εστιατόριο στο Κολωνάκι που βρίσκεται πολύ κοντά στη γερμανική πρεσβεία. Για πρώτα, μοιραστήκαμε φύκια με ξηρούς καρπούς, αλμύρα και μια ζουμερή μελιτζανοσαλάτα. Για κυρίως, φάγαμε ψητό φιλέτο τσιπούρας. Δεν ενδώσαμε στον πειρασμό του αλκοόλ, ούτε του γλυκού. Ισως γιατί από την αρχή ενδώσαμε στον πειρασμό του ζυμωτού μαύρου και λευκού ψωμιού. Ηπιαμε νερό και εγώ ένα αναψυκτικό. Στο τέλος ζητήσαμε αμφότεροι έναν διπλό εσπρέσο. Ο λογαριασμός, 70 ευρώ.

Oι σταθμοί του

1955

Γεννήθηκε στο Ντίσελντορφ.

1975

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αλμπερτ Λούντβιγκς του Φράιμπουργκ.

1983

Επιστημονικός συνεργάτης στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε το διδακτορικό του. Πέντε χρόνια αργότερα βρέθηκε στη Διπλωματική Ακαδημία του γερμανικού ΥΠΕΞ.

2002-2006

Ηταν εκπρόσωπος Τύπου της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Γερμανίας στην Ε.Ε.

2006-2011

Διευθυντής Θεμελιωδών Ζητημάτων της Ε.Ε. στο ΥΠΕΞ.

2011-2014

Πήρε τη θέση του εντεταλμένου Διμερών Σχέσεων του ΥΠΕΞ με μέλη της Ε.Ε.

2014

Αναλαμβάνει τα καθήκοντα του πρέσβη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα.

2016

Σε λίγες μέρες αναχωρεί από την Αθήνα για το Βερολίνο, όπου αναλαμβάνει τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή του ΥΠΕΞ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή