«Εκλεισε ο κύκλος, αγάπη μου…»

«Εκλεισε ο κύκλος, αγάπη μου…»

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ωραία γυναίκα δεν υπήρξα ποτέ, η ξαδέρφη μου, η Ζωή Λάσκαρη, ήταν η ωραία», μου έλεγε με θαυμασμό η τραγουδίστρια Ζωή Κουρούκλη πριν από έναν χρόνο σε μια συνέντευξή μας. Η Ζωίτσα ήταν πράγματι το θηλυκό. Η Ζωίτσα του ελληνικού σινεμά, των κινηματογραφικών πλατό, το κορίτσι που ήθελαν να υιοθετήσουν ο Φιλοποίμην Φίνος και η σύζυγός του, η Τζέλλα, η ξανθιά που τρέλαινε ηθοποιούς, τραγουδιστές, τεχνικούς, ακόμη και όταν τους «έστηνε» στα πρωινά γυρίσματα. Η Ζωίτσα της δεκαετίας του ’60 που το πρόσωπό της έμοιαζε να ακινητοποιεί κάθε πλάνο στη μεγάλη οθόνη, η μοιραία της δεκαετίας του ’70 που έκαιγε καρδιές, σε μια Ελλάδα που πάλευε με τον συντηρητισμό της και τα μετεμφυλιακά της πάθη.

«Είχε αστέρι από μικρή», έλεγαν οι τεχνικοί πίσω από τις κάμερες. «Ή γεννιέσαι μ’ αυτό ή όχι», είχε παραδεχθεί η ίδια, σε μια από τις τελευταίες μας συνεντεύξεις το 2015, στο «Κ» της «Καθημερινής». Η Ζωή Κουρούκλη, Λάσκαρη όπως τη «βάφτισε» ο Φίνος για να μη την ταυτίζουν με τη συνονόματη –τραγουδίστρια της τζαζ– ξαδέρφη της, ήταν το ατίθασο κορίτσι που ποτέ δεν του ταίριαξε ο ρόλος της γλυκιάς. «Ημουν ζωηρό παιδί, αλλά και λόγω της ορφάνιας μου δεν ήθελαν οι μητέρες να κάνουν πολλή παρέα τα παιδιά τους μαζί μου. Σε μια εποχή που η συμβουλή που σου έδιναν ήταν “ένας καλός γαμπρός”. Οταν άκουσα μια μέρα τη γιαγιά μου, σε μια συζήτηση με τον παππού, να λέει “να της βρούμε ένα καλό παιδί να την παντρέψουμε, είναι πολύ ζωηρή”, είπα τέρμα».

Διάλεξε τον δρόμο των καλλιστείων για να ξεφύγει. Ο θείος της το πρότεινε – είναι μια άλλη εκδοχή. Είτε έτσι είτε αλλιώς, «περπατούσε στη Θεσσαλονίκη κι έτριζαν τα πεζοδρόμια», έλεγαν όσοι τη γνώριζαν τότε.

Σταρ Eλλάς 1959

Στα 15 της, το 1959, στέφθηκε Σταρ Ελλάς. «Tο βράδυ του Σαββάτου 20 Iουνίου 1959, στη «φαντασμαγορικήν χοροεσπερίδα εις τα Aστέρια της Γλυφάδας, εξελέγη Σταρ Eλλάς 1959 η 18έτις δεσποινίς Ζωίτσα Kουρούκλη, με το ψευδώνυμον “Aμαρυλλίς” (αριθμός 12), υπό τας επευφημίας του πλήθους που είχε κατακλύσει το κέντρον». 

Ωσπου αποκαλύφθηκε ότι είχε δηλώσει μεγαλύτερη για να λάβει μέρος στον διαγωνισμό. Λίγο μετά, έφυγε στην Αμερική. Δύο χρόνια έμεινε εκεί, δουλεύοντας άλλοτε ως πωλήτρια, άλλοτε κάνοντας διαφημίσεις. «Δούλεψα σε κατάστημα με ρούχα, ετοιμάζαμε πακέτα με Μεξικάνες υπαλλήλους. Πάντα με γοήτευε το ρίσκο. Η ασφάλεια είναι ένας μικρός θάνατος. Η ζωή είναι να τολμάς, να αποτυγχάνεις, να σηκώνεσαι, να ξαναπέφτεις». Οταν της έλεγες ότι ήταν τυχερή ακόμη και για εκείνα τα χρόνια, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στο εξωτερικό, διαφωνούσε: «Κάνεις λάθος. Ο θάνατος των γονιών μου με ωρίμασε απότομα και γρήγορα».

Ηταν η «άτακτη» που αρνιόταν να γίνει η «καλή» του σινεμά. Σε μια εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος αναζητούσε παρηγοριά στη λαϊκή τσαχπινιά και στο σκέρτσο της καλόψυχης ταλαιπωρημένης φτωχής, εκείνη έσπασε το καλούπι σμιλεύοντας το δικό της: τολμηρή, παθιασμένη, λάγνα, ακόμα και αναιδής, καταστροφική – το θηλυκό που μπορεί να φτάσει στα άκρα και να καεί. Ετσι κι αλλιώς το παραδεχόταν: «Ο Φίνος είχε την Αλίκη που κάλυπτε αυτό το πρόσωπο» – της ναζιάρας. Αναγνώριζε όμως ότι «ήταν ξεχωριστό αυτό που έκανε εκείνη».

Η πρώτη της ταινία, ο «Κατήφορος», την εκτίναξε αμέσως ως πρωταγωνίστρια του Φίνου με αποκλειστικό συμβόλαιο. Η Λάσκαρη τσαλάκωσε την εικόνα της στη «Στεφανία», στον «Νόμο 4000», τον «Ιλιγγο» κ.α., ενώ αργότερα ακολούθησε το ρεύμα της εποχής σε διάφορους χαριτωμένους ρόλους στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» κ.ά.

Στο μεταξύ, η Ελλάδα άλλαζε. Η πρώτη θεατρική της εμφάνιση στην Αθήνα έγινε το 1970 με την παράσταση «Μαριχουάνα Στοπ», επιτυχία της εποχής. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν οι «Εραστές του ονείρου» του Γιάννη Δαλιανίδη, με τον Tόλη Bοσκόπουλο το 1972. Ανάμεσά τους γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας που διαρκεί περίπου τρία χρόνια και συντηρείται σαν λαϊκό ρομάντσο σε πίστες, εξώφυλλα και κουτσομπολιά. Αλλωστε, η «ξανθή αγαπημένη Παναγιά» ποτέ δεν το έκρυψε: «Ερωτευόμουν…». Και μάλιστα παράφορα… Αναζητώντας ίσως τον πατέρα που έχασε όταν ήταν μωρό. Αλλά γι’ αυτό δεν ήθελε να λέει πολλά…

«Ηταν ωραία εποχή, τα χρωστάω όλα στον Φίνο»…

Από τον γάμο της το 1967 με τον επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο η Λάσκαρη απέκτησε τη Μάρθα, που θα παντρευόταν τον Βλάση Μπονάτσο. Και από τον δεύτερο γάμο της με τον ποινικολόγο Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με τον οποίο έζησαν από το 1976 μέχρι το τέλος, απέκτησαν τη Μαρία-Ελένη, με την οποία έπαιζαν μαζί και στο θέατρο.

Στη νεαρή Ζωίτσα άρεσε να σοκάρει. Τη δεκαετία του ’80 «η δεξιά Ζωή», όπως έλεγαν τότε, άφησε άναυδους τους οπαδούς της Ν.Δ. όταν μίλησε με θαυμασμό για τον Λεωνίδα Κύρκο. «Τον λάτρευα, τι κύριος!» έλεγε. Περισσότερο απ’ όλους θαύμαζε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. «Μεγάλη φυσιογνωμία ήταν κι ο Ανδρέας Παπανδρέου, άλλο αν ήταν όπως λένε λαοπλάνος. Εχει καμία σχέση η Βουλή εκείνων των χρόνων με τη σημερινή; Ολα έχουν απαξιωθεί. Πάνω απ’ όλα με θλίβει η ισοπέδωση. Δεν υπάρχει πατρίδα, εθνικός ύμνος, οικογένεια, θρησκεία. Αν τα πεις αυτά, σε λένε φασίστα».

Ακόμα περισσότερο της άρεσε να μιλάει για την προσπάθεια που έκανε γυρίζοντας σελίδα στο θέατρο. Για το πώς πέρασε από τα ευχάριστα μπουλβάρ σε πιο απαιτητικά έργα. Αν και ποτέ «δεν μετάνιωσε» για ό,τι έκανε. Τη δεκαετία του ’90 ο Μίνως Βολανάκης τής άνοιξε τον δρόμο σε ένα άλλο θέατρο και από κοντά ο Ανδρέας Βουτσινάς, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Σταύρος Τσακίρης, η Αθανασία Καραγιαννοπούλου και άλλοι. Ετσι, ερμήνευσε ηρωίδες του Τενεσί Ουίλιαμς, του Σέπαρντ, του Αλμπι, του Ο’ Νιλ, του Πίντερ, της Λούλας Αναγνωστάκη, του Μάρτιν Σέρμαν…

Οταν οι ερωτήσεις γίνονταν πιο προσωπικές, η Λάσκαρη σπανίως απέφευγε να απαντήσει. Αρκεί να μην ήταν επίμονες για ό,τι αφορούσε περιπέτειες των παιδιών. Η εφηβεία της Μάρθας και της Μαρίας-Ελένης «την τρέλαναν». «Αν βλέπεις ότι το παιδί σου πάει να πέσει στον γκρεμό, δεν το αφήνεις». Τις στήριξε μαζί με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, που ήταν πάντα «το πιο γερό λιμάνι» της.

«Πρέπει να αφήνεις τα παιδιά να κάνουν λάθη. Οταν έχουν βάσεις, όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Εγώ στερήθηκα τους γονείς μου, μεγάλωσα με τη γιαγιά και τον παππού, όμως είχα σωστή αγωγή. Ασχολήθηκα, διάβασα, προσπάθησα».

Δεν έβλεπε τις ταινίες

Το βράδυ εκείνης της συνέντευξης στο καμαρίνι της παράστασης του έργου «Νύφη κουράγιο», μου μιλούσε μέσα από τον καθρέφτη. Σκέφτηκα πως όλες οι συνεντεύξεις μας, από το 1984, πάντα μέσα από έναν καθρέφτη έγιναν. Με ένα βλέμμα άλλοτε ευγενικό, σίγουρο, καμιά φορά και κουρασμένο. Εκείνο το βράδυ γλύκανε δύο φορές: Η πρώτη όταν εισέβαλε με άγχος η κόρη της Μαρία-Ελένη, που έπαιζε μαζί της. «Τι έγινε, αγάπη μου;» ρώτησε με ηρεμία, καθησυχάζοντάς την. Και η δεύτερη, όταν άκουσε τη φωνή της εγγονής της, της Ζένιας (Μπονάτσου) στο τηλέφωνο. «Εχει καλλιτεχνικές ανησυχίες. Πηγαίνει στη δραματική σχολή. Θα δούμε…». Ομως την είχε προειδοποιήσει για κάτι που η ίδια ήξερε καλά: «Το θέατρο έχει απογοητεύσεις».

Τώρα οι ταινίες της γεμίζουν πάλι την οθόνη. Η Ρέα Νικολάου («Κατήφορος»), η Μαρία Οικονόμου («Νόμος 4000»), η Ελλη («Ιλιγγος»), η Μαρία («Εγωισμός»), η Τζένη Ελευθερίου («Κορίτσια για φίλημα»)… επιστρέφουν νοσταλγικά. Και όσο σκέφτομαι ότι δεν έβλεπε ποτέ καμία από εκείνες τις ταινίες όλα αυτά τα χρόνια. «Εκλεισε ο κύκλος, αγάπη μου. Ηταν πολύ ωραία εποχή, τα χρωστάω όλα στον Φίνο».

Διαβάστε τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η Ζωή Λάσκαρη στην «Κ» πριν από τρία χρόνια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή