«Το “Αβέρωφ” είναι η ναυαρχίδα που ενώνει τους Eλληνες»

«Το “Αβέρωφ” είναι η ναυαρχίδα που ενώνει τους Eλληνες»

5' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν μ' αρέσει η λέξη Μουσείο. Νομίζω ότι αδικεί το «Αβέρωφ». Μουσεία έχουμε χιλιάδες σε όλο τον κόσμο. Αβέρωφ έχουμε μόνο ένα και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως. Είναι η ναυαρχίδα μας, είναι ένα ζωντανό πλοίο, που ενώνει τους Έλληνες». Η στεντόρεια φωνή που «γεμίζει» τον χώρο δεν ανήκει σε άλλον από τον κυβερνήτη του θρυλικού θωρηκτού, αρχιπλοίαρχο Σωτήριο Χαραλαμπόπουλο, ο οποίος με πάθος που καθρεφτίζεται στο βλέμμα του εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τι σημαίνει γι' αυτόν το πλοίο που κλήθηκε για δεύτερη φορά στη μακρά καριέρα του στις θάλασσες να υπηρετήσει (η πρώτη το 2010-2012 και η δεύτερη από τον Απρίλιο του 2015 έως σήμερα).

Ένα πλοίο που έγραψε ορισμένες από τις πλέον λαμπρές σελίδες ιστορίας του ελληνικού έθνους και που ύστερα από 72 χρόνια από το τελευταίο του ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε στην πόλη και άραξε μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον δρόμο που φέρει το όνομα του ανθρώπου που το οδήγησε στο απόγειο της δόξας του, του ναυάρχου Κουντουριώτη.

«Αυτό το πλοίο ενώνει τους Έλληνες. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι και αισιόδοξοι. Και όπως αναγεννάται το Αβέρωφ -γιατί αναγεννάται συνεχώς τα τελευταία χρόνια- έτσι θα αναγεννηθεί και η Ελλάδα» λέει ο κυβερνήτης του καταδρομικού θωρηκτού, ο οποίος δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του για το «ποτάμι» των επισκεπτών που κατακλύζει καθημερινά το πλοίο.

«"Ευχαριστούμε που ήρθατε πάνω. Είναι τιμή μας. Ευχαριστούμε που φέρατε το καράβι μας πάνω" μού λένε και η συγκίνηση είναι μεγάλη» εξηγεί και αποκαλύπτει πως όνειρό του είναι να δει το «Αβέρωφ» να κινείται μόνο του, με τα δικά του συστήματα. «Είναι ένα όνειρο που μπορεί να φαντάζει για κάποιους δύσκολο, ουτοπία, αλλά επειδή ξέρω το καράβι, ξέρω το υλικό του, το ζω, νομίζω ότι αξίζει να προσπαθήσουμε όλοι -γιατί είναι και θέμα οικονομικό- να το δούμε ξανά να λειτουργεί» λέει.

Το ταξίδι, από τη Μαρίνα Φλοίσβου έως τη Θεσσαλονίκη, μακρύ και δύσκολο, αλλά ο κυβερνήτης του δεν φοβήθηκε, όπως λέει, ούτε μια στιγμή και τόσο ο ίδιος όσο και το πλήρωμα το ευχαριστήθηκαν όσο τίποτα άλλο. «Ακούστηκαν για πρώτη φορά μετά από 72 χρόνια εντολές, διαταγές, οργανώθηκε το πλοίο, λειτούργησε με βάρδιες, όπως όταν ένα πλοίο ταξιδεύει. Άλλαξε η σελίδα για μένα στο πώς πλέον κινείται το Αβέρωφ στο πλαίσιο του Ναυτικού και της Ελλάδας» σημειώνει.

Τού ζητήσαμε να «ξεσκονίσει» το βιβλίο των αναμνήσεων από τις ιστορίες που είτε έχει διαβάσει είτε έχει ακούσει ως αφηγήσεις για το «Αβέρωφ» και δίχως δεύτερη σκέψη αρχίζει να ξεδιπλώνει πτυχές της δράσης του αρχιμανδρίτη Παπανικολόπουλου, του στρατιωτικού ιερέα που υπηρετούσε στο Αβέρωφ, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και με τις αποφάσεις του το Πάσχα του 1941 έσωσε το πλοίο.

Ήταν ο άνθρωπος που μαζί με τους περισσότερους αξιωματικούς του πλοίου, όπως λέει ο αρχιπλοίαρχος, αποφάσισε τη Μεγάλη Πέμπτη του 1941 να μην υπακούσει στη διαταγή του υπουργείου Ναυτικών να βυθίσουν το πλοίο και απευθυνόμενος στο πλήρωμα έβγαλε φλογερό λόγο κρατώντας τους όλους πάνω στο πλοίο, με αποτέλεσμα, αψηφώντας τα λυσσαλέα πυρά των Γερμανών και με απαράμιλλο θάρρος και ανδρεία όλων όσοι ήταν πάνω στο πλοίο, να φτάσουν τελικά ως το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, όπου έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από τα συμμαχικά πλοία.

«Πήγαιναν στο άγνωστο, αλλά αποφασισμένοι να πολεμήσουν για να ελευθερώσουν την Ελλάδα. Με το που φτάνουν έξω από την Αλεξάνδρεια, τα δύο εγγλέζικα καταδρομικά παραμερίζουν και αφήνουν να μπει πρώτο το "Αβέρωφ". Μπαίνει το "Αβέρωφ" -μέσα ήταν παρατεταγμένα συμμαχικά πλοία και τα πληρώματα- και ξαφνικά βλέπει ο κυβερνήτης σημαιοστολισμένα τα πλοία. Είχαν παραταχθεί για να τιμήσουν τον ελληνικό στόλο και το "Αβέρωφ", την ελεύθερη Ελλάδα, η οποία κατέβαινε να συνεχίσει τον πόλεμο. Ζητωκραύγαζαν όλα τα πληρώματα και οι μπάντες τους παιάνιζαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Έκλαιγαν όλοι στο Αβέρωφ. Μεγάλη τιμή» αφηγείται ο κυβερνήτης.

Από τα υποβρύχια και τη ζωή στον …βυθό, στο κατάστρωμα ενός θρύλου

Ο αρχιπλοίαρχος Χαραλαμπόπουλος μπήκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1978 κι αφότου αποφοίτησε υπηρέτησε για δυο χρόνια στο αντιτορπιλικό του Στόλου και στη συνέχεια σταδιοδρόμησε στα υποβρύχια. «Εκεί πηγαίνεις εθελοντικά. Δεν μπορείς να αντέξεις διαφορετικά τις συνθήκες των υποβρυχίων, αν δεν πας εθελοντικά και να το θέλεις» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξηγώντας πως είναι μεγάλη ευλογία η θητεία στα υποβρύχια, όπου έφτασε ως τον βαθμό του κυβερνήτη. «Έκανα τρία χρόνια κυβερνήτης στο υποβρύχιο "Ωκεανός", την εποχή των Ιμίων. Μία σταδιοδρομία στα υποβρύχια ονειρεμένη, πολύ ενδιαφέρουσα, που αν έδινε ο Θεός θα μπορούσα να την ξανακάνω» λέει.

«Το να υπηρετείς σ' ένα υποβρύχιο, ζεις με τον κίνδυνο συνέχεια, έναν κίνδυνο πρόσθετο απ' ό,τι στα άλλα πλοία» σημειώνει και εξηγεί: «Είναι ένας άλλος κόσμος, ένα άλλο Ναυτικό. Το συνηθίζεις όμως σε σημείο, που όταν βγαίναμε στην επιφάνεια έλεγα πότε θα ξαναπάμε κάτω. Κάτω, επειδή η εκπαίδευση είναι συνεχής και γίνεσαι επαγγελματίας 100%, ο καθένας έχει μία αποστολή που ένα λάθος του μπορεί να στοιχίσει τη ζωή στους υπόλοιπους, αποκτάς έναν ρυθμό κι έναν επαγγελματισμό, ξέρεις πολύ καλά το υλικό, δένεσαι με το καράβι κι αυτό σε κάνει να νιώθεις σίγουρος και λες ό,τι και να γίνει, ό,τι κι αν συμβεί είναι στο υποβρύχιο, στα 200 μέτρα».

Στα υποβρύχια, συνεχίζει ο αρχιπλοίαρχος, «βρίσκεις τον εαυτό σου, ισορροπείς, τα βρίσκεις με τους υπολοίπους και αυτό που είναι σημαντικό εκεί είναι το δέσιμο του πληρώματος, μια γροθιά σαν μια οικογένεια, όπου δεν επιβάλλεσαι με τον βαθμό, αλλά με την πείρα και τις γνώσεις. Και ο καθένας έχει τη θέση του, ανάλογα με τις γνώσεις του κι αυτά που ξέρει. Ενσυνείδητη πειθαρχία».

Tο πλήρωμα είναι οικογένεια

Είναι άραγε το πλήρωμα οικογένεια για όσους έχουν «δέσει» τη ζωή τους με τη θάλασσα; «Ναι, είναι οικογένεια και πολλές φορές έχει κόστος αυτό. Νιώθεις ότι είναι η πρώτη σου οικογένεια και ίσως να αμελείς την πραγματική οικογένεια. Δεν γίνεται διαφορετικά. Κάπου πρέπει να είσαι ταγμένος, αν θέλεις να κάνεις κάτι σωστό. Δεν μπορείς να μοιραστείς στα δύο. Κάπου πρέπει να δώσεις το μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού σου και της ψυχής σου» απαντά ο αρχιπλοίαρχος Χαραλαμπόπουλος.

Στο δίλημμα «Αβέρωφ» ή υποβρύχια, απαντά: «Μέχρι πριν έρθω στο Αβέρωφ, γιατί εμείς οι υποβρύχιοι έχουμε κι έναν εγωισμό, έλεγα ότι αυτό που έκανα στα υποβρύχια ήταν το πιο σημαντικό και ότι ήταν η μεγαλύτερή μου αγάπη το υποβρύχιο. Όταν ήρθα στο Αβέρωφ, άλλαξε αυτό. Είδα ότι δεν πρέπει να λες μεγάλη κουβέντα στη ζωή σου και ένιωσα ότι υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να με τραβήξει, να με κάνει να ασχοληθώ, να το αγαπήσω και να αφοσιωθώ. Τελείως διαφορετικό απ' αυτό που είχα μάθει. Βρέθηκε μια ακόμη μεγάλη αγάπη, εξίσου δυνατή. Δεν μπορώ να πω ποια είναι πιο δυνατή».

Η ώρα κυλάει σαν …νερό και από το κατάστρωμα ακούγονται επιφωνήματα ενθουσιασμού από επισκέπτες που μόλις είχαν ανέβει στο πλοίο. Το απογευματινό επισκεπτήριο μόλις είχε αρχίσει και ο κυβερνήτης μας αποχαιρετά και ανανεώνει το «ραντεβού» μας για μια από τις επόμενες ημέρες, έως τις 10 Νοεμβρίου που θα παραμείνει το «Αβέρωφ» στην πόλη. Άλλωστε, ποιος μπορεί να αντισταθεί στη γοητεία της ίδιας της ζωντανής Ιστορίας; 

(πηγή ΑΠΕ – ΜΠΕ)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή