Παλαιοπωλείο Μαρτίνου: ευγένεια και ομορφιά από το 1926

Παλαιοπωλείο Μαρτίνου: ευγένεια και ομορφιά από το 1926

2' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια ασπρόμαυρη παλαιά φωτογραφία –τη δεκαετία του ’60 πρέπει να είναι τραβηγμένη– ο Γιάννης Μαρτίνος έχει στα κομψά του δάχτυλα ένα τσιγάρο. Από τους πρώτους και ελάχιστους επαγγελματίες παλαιοπώλες της Ελλάδας, ήξερε να «διαβάζει» ένα αντικείμενο, αγγίζοντάς το. Με το μάτι και το χέρι μπορούσε ενστικτωδώς να καταλάβει ολόκληρη τη σιωπηλή του ιστορία. Η επιχείρηση ξεκίνησε το 1895 από τον πατέρα του, Θανάση, στο Θησείο. Σπίτι και μαγαζί. Το 1926, το παλαιοπωλείο μεταφέρθηκε πια στην οδό Πανδρόσου, αριθμός 50. Στέκεται μέχρι τις ημέρες μας. Το 2000 προσετέθη η Πινδάρου. Κάθε φορά που περνώ έξω από τη βιτρίνα στο Κολωνάκι, κοντοστέκομαι, αναλογιζόμενη την ευωδιαστή μυρωδιά των κεριών που υπάρχει στον χώρο αυτό, τα περίτεχνα αντικείμενα, τα υφάσματα, τα έργα τέχνης.

Η «οικοδέσποινα» Ελένη, θυγατέρα του Γιάννη, έχει τις ίδιες λεπτές κινήσεις των ακροδακτύλων, όταν ακουμπά κάτι. Αποφάσισε να καταπιαστεί με αυτό που αγαπούσε ο πατέρας της και όχι με τη ναυτιλία, όπως η υπόλοιπη οικογένεια. Επραξε σωστά, αν κρίνει κανείς από τη δική της αίσθηση του γούστου, κληρονομημένη ή έμφυτη, δεν έχει σημασία. Συναντηθήκαμε λίγες ημέρες μετά τα εγκαίνια μιας πολύ ιδιαίτερης έκθεσης στην Πινδάρου: εκείνης του διεθνούς φήμης σχεδιαστή μόδας Αγγελου Μπράτη, που παρουσιάζει μερικά από τα ενδύματά του στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο. Στον δεύτερο φιλοξενούνται τα έργα του Δημήτρη Ρουσσέτου, που γνωρίζει να χαϊδεύει το ξύλο της ελιάς και να δίνει στη «σάρκα» του δένδρου άλλη οντότητα. Θαυμάσιες οι δουλειές και των δύο.

«Ο πατέρας μου λάτρευε τη δουλειά του. Οταν έβρισκε κάτι που του άρεσε, το πρόσωπό του φωτιζόταν με έναν πολύ χαρακτηριστικό τρόπο» μου λέει η Ελένη. «Ηξερε τα χαλιά, τα νομίσματα, τις εικόνες, τα κεντήματα. Εκείνη την εποχή, έχοντας και νόμιμη άδεια αρχαιοπώλη, γνώρισε από κοντά και τα αρχαία αντικείμενα. Επιασε φιλία με τους επικεφαλής στις ξένες σχολές αρχαιολογίας στην Αθήνα. Θυμάμαι, ως παιδάκι, να με φιλοξενούν οι αρχαιολόγοι για πολλές ημέρες στη Δήλο. Μαγικές εικόνες. Εκτός από τη δουλειά του, ο πατέρας μου λάτρευε και τη μάνα μου, τη Νουνού. “Βρήκα μία από τις κόρες της Ακροπόλεως!”, έλεγε στους φίλους του. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Αυτός ήταν σαραντάρης και εκείνη μόλις είκοσι ετών. Την είδε να ψαρεύει σε μια βάρκα. Η Νουνού ψάρευε και κυνηγούσε από παιδί. Ακόμα το κάνει. Ηταν δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες. Εκείνη εξωστρεφής, αυτός εσωστρεφής».

«Ο Γιάννης Μαρτίνος έφτιαξε μερικές από τις γνωστότερες συλλογές στην Ελλάδα. Και μαζί, φιλίες με τους ανθρώπους που τους έδινε τα αντικείμενα. Οι Κανελλόπουλοι, οι Σταθάτοι, ο Αντώνης Μπενάκης με τον οποίον είχε πολύ εγκάρδια σχέση. Μεγάλωσα στο μαγαζί. Πολλές φορές ο πατέρας μας έβαζε να γυαλίζουμε τα ασημικά. Δεν το ήθελα καθόλου. Οταν αρρώστησε βαριά, ήμουν 20 ετών και τότε πήρα τη θέση του. Θυμάμαι πως γέννησα την κόρη μου και τη θήλαζα εκεί. Με τον καιρό, αγάπησα πολύ αυτήν τη δουλειά. Είναι γεμάτη εκπλήξεις ομορφιάς. Οπου επενδύεις τον εαυτό σου, στο τέλος επενδύεις και αγάπη. Και τα αντικείμενα θέλουν αγάπη για να τα καταλάβεις», μου είπε. Με ξεπροβόδισε, δίνοντάς μου ένα όμορφο λεύκωμα για την ιστορία του παλαιοπωλείου, με αυτή την παλαιωμένη ευγένεια που δεν υπάρχει πια στην Αθήνα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή