Αν πριν από δέκα χρόνια κάποιος έλεγε στον τότε μάγειρα του ελληνικού στρατού, Θωμά Δελιόπουλο, ότι οι New York Times θα εκθείαζαν τη δουλειά του, θα ξεκαρδιζόταν με το γάργαρο γέλιο του. Κι όμως, η «Καλημέρα», το σουβλατζίδικο που άνοιξε προ εξαετίας στη Μελβούρνη με τη σύζυγό του, φωτογράφο, Sylvia Gabriel, αποτελεί μια σπάνια ιστορία επιτυχίας. Οι New York Times έκαναν αφιέρωμα στον χοιρινό του γύρο, ενώ αντίστοιχα διθυραμβικά σχόλια, που η «Κ» κατόπιν επιτόπιας έρευνας… συνυπογράφει, αποσπά από ειδήμονες και μη. Ο περαστικός, ωστόσο, που αντικρίζει την «Καλημέρα» δεν εκπλήσσεται διόλου, καθώς βρίσκεται στο «ελληνικό» προάστιο Oakleigh. Στους δρόμους γύρω από τον κεντρικό σταθμό, τα καταστήματα είναι ελληνικών συμφερόντων και το εκδηλώνουν με κάθε τρόπο: οι ταμπέλες είναι γραμμένες με ελληνική γραμματοσειρά, οι εργαζόμενοι είναι Ελληνες και η μουσική –συχνά εκκωφαντική– είναι επίσης ελληνική.
Οι ουρές στην «Καλημέρα» είναι καθημερινές. «Το 70% των πελατών είναι ξένοι», διευκρινίζει ο 45χρονος Θωμάς, που παραιτήθηκε έπειτα από 17 χρόνια υπηρεσίας από τον στρατό το 2011. «Δεν θα αποτολμούσα να αφήσω το Δημόσιο, αν η σύζυγός μου δεν είχε αυστραλιανή υπηκοότητα». Αν και το ζευγάρι γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, ο δρόμος που διέσχισε δεν ήταν στρωμένος με ρόδα. «Εμπιστευτήκαμε λάθος ανθρώπους», λέει με ειλικρίνεια, «γι’ αυτό συστήνω στους ενδιαφερόμενους να είναι προσεκτικοί». Στα έξι χρόνια που μεσολάβησαν ο Θωμάς συνομίλησε με χιλιάδες νεομετανάστες, που «έρχονταν με μπαγκάζια και μωρά, χωρίς καμία προεργασία». Σύμφωνα με τον ίδιο, το μεγάλο κύμα μετανάστευσης έχει αναχαιτιστεί. «Απ’ όσους κατέβηκαν τότε άναρχα, στέριωσαν μόνον όσοι είχαν μυαλό ή ένα πλούσιο βιογραφικό».
Ενας από αυτούς είναι αναμφισβήτητα ο ίδιος. «Οταν διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος εμπιστοσύνης μας είχε γίνει καπνός, δεν το έβαλα κάτω», διηγείται, «κατάφερα να νοικιάσω ένα παλιό νυφάδικο και έστρωσα μέσα μόνος μου τα πλακάκια, γιατί γνώριζα από τέτοιες δουλειές». Εν συνεχεία, καινοτόμησε με ένα είδος ήδη γνωστό. «Εδώ ζουν Ελληνες για πολλές δεκαετίες, όλες μας οι σπεσιαλιτέ είναι γνωστές». Ομως, το σουβλάκι της Μελβούρνης είχε μείνει στη… δεκαετία του ’80. «Σέρβιραν γύρο από αρνί μαζί με μαρούλι, σε ένα περιβάλλον λίγο έως πολύ παλιομοδίτικο». Εκείνος έφερε τον χοιρινό γύρο, μέσα σε μικρή πίτα και δημιούργησε έναν χώρο με υψηλή αισθητική. «Το χοιρινό κρέας είχε δυσφημηστεί, καθώς ζουν πολλοί μουσουλμάνοι και Εβραίοι, που λόγω δόγματος δεν το τρώνε», σημειώνει, «στον κόσμο, όμως, άρεσε».
Στήριξη από το κράτος
Ζώντας στην Αυστραλία ο Θωμάς μαθαίνει τι σημαίνει «οργανωμένο κράτος». «Κάθε μέρα λαμβάνω μέιλ από το δημόσιο σχολείο του γιου μου, που με ενημερώνει για την πρόοδό του». Επίσης, διαπιστώνει την έννοια του κοινωνικού κράτους. «Είμαι γιος δύο κωφάλαλων και γνωρίζω τις συνθήκες ζωής που τους επιφυλάσσει η Ελλάδα» δηλώνει, «εδώ, το κράτος τους στηρίζει». Η οικονομική ευημερία είναι εμφανής: το μεροκάματο ενός ψήστη στην Ελλάδα είναι στην καλύτερη περίπτωση 3 ευρώ την ώρα μεικτά, στην Αυστραλία είναι 25 δολάρια μεικτά. «Δεν συμβιβάζονται στα επαγγελματικά τους, αν κάτι δεν τους αρέσει, παραιτούνται, δουλειές υπάρχουν». Στα χρόνια που κυλούν, ανακάμπτει και η ζωή των εργαζομένων του, πολλοί εκ των οποίων είναι Ελληνες οικονομικοί μετανάστες: ο ένας ξεπλήρωσε τα χρέη, ο άλλος πήρε πτυχίο ή αγόρασε σπίτι.
«Στις 26 Ιανουαρίου ορκίζομαι Αυστραλός πολίτης, είναι η δεύτερη πιο σημαντική ορκωμοσία στη ζωή μου» λέει συγκινημένος ο Θωμάς, που άνοιξε παράλληλα και ένα μεζεδοπωλείο, τη «Μύκονο», όπου όλα παραπέμπουν στο ελληνικό νησί. «Οταν βρίσκομαι εκεί, ξεχνιέμαι, νομίζω ότι θα βγει η μάνα μου να σκουπίσει».