Κυριακή μεσημέρι, με τον μπαμπά

Κυριακή μεσημέρι, με τον μπαμπά

2' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μ​​έχρι τα 16-17 μου χρόνια, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να απουσιάσω από το κυριακάτικο γεύμα. Ολη η οικογένεια καθόταν στο τραπέζι και η μαμά σέρβιρε το κλασικό κρέας, συνήθως κατσαρόλας, μοσχάρι νουά με σπιτικό πουρέ ή κοκκινιστό με ρύζι, και σπανιότερα κάποιο φουρνιστό. Γιουβέτσι με μοσχάρι ή κατσικάκι με πατάτες.

Ηταν αδιαπραγμάτευτη η κυριακάτικη συνάντηση και ξέραμε από πριν πώς θα εξελιχθεί.

Ο μπαμπάς θα είχε άποψη για το φαγητό. Θα έκανε παρατηρήσεις για την ποσότητα αλατιού, το ψήσιμο του κρέατος, την υφή του πουρέ, το ντρέσινγκ της σαλάτας. Και όλα αυτά τη στιγμή που όχι μόνο δεν είχε ιδέα από μαγειρική, αλλά δεν είχε και καμία διάθεση να ασχοληθεί έστω και επικουρικά. Μετά θα περνούσαμε στην πολιτική επικαιρότητα, που είχε χρώμα πράσινο εκείνα τα χρόνια, εν συνεχεία στον καιρό της εβδομάδας και μετά στα νέα της ευρύτερης οικογένειας. Φυσικά, θα κλείναμε με το τι θα τρώγαμε το βράδυ ή το επόμενο μεσημέρι. Αρκετά χρόνια αργότερα, από οικογενειακές ιστορίες φίλων συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν δική μας ιδιαιτερότητα προτού καν τελειώσουμε το φαγητό μας να συζητάμε για το επόμενο. Το έκαναν κι άλλοι!

Το πρόβλημα με τα κυριακάτικα τραπέζια μας ήταν ότι ο μπαμπάς έτρωγε βασανιστικά αργά. Είχαμε τελειώσει και το γλυκό όταν εκείνος βρισκόταν ακόμη στο κύριο πιάτο. Δεν βλέπαμε την ώρα να σηκωθούμε με λίγα λόγια. Οταν έφτασε η εποχή που μπορούσα να αποφασίζω μόνη μου με ποιον θα γευματίσω, τις Κυριακές απουσίαζα πάντα από το σπίτι. Ετρωγα είτε έξω είτε σε φιλικά σπίτια. Ηταν ωραία αυτή η ιεροτελεστία της Κυριακής που ξεκινούσε από το πρωί με καφέ έξω, συνεχιζόταν με φαγητό και έκλεινε με σινεμά πριν από την επιστροφή στην οικογενειακή εστία.

Την περασμένη Κυριακή έφαγα πάλι με τον μπαμπά το μεσημέρι. Οπως κάνω εδώ και λίγα χρόνια. Στρώνει το τραπέζι για δυο ή για τρεις. Ολα έχουν αλλάξει φυσικά. Το πιο συγκλονιστικό είναι ότι ο μπαμπάς μαγειρεύει. Αναγκάστηκε να μάθει αλλά δεν του έφταναν τα απολύτως απαραίτητα. Διψούσε για περισσότερα. Μια φορά μου σέρβιρε ένα νοστιμότατο κοτόπουλο. Το φιλετάρισε, το γέμισε με σοταρισμένο σπανάκι και τυριά, το «έραψε» και το έψησε στο φούρνο, αφού προηγουμένως το πέρασε από το τηγάνι και το έσβησε με κονιάκ. «Το είδα στον Δρίσκα», είπε. Στο τραπεζάκι του καθιστικού έχει ένα τετράδιο γεμάτο συνταγές που αντιγράφει από την τηλεόραση.

Οπως έφευγα από το πατρικό σπίτι σκεφτόμουν πως το κλισέ «η ζωή κάνει κύκλους» είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ξαναμπήκα στην εποχή που τα κυριακάτικα μεσημέρια τρώω στο «σπίτι». Με τον μπαμπά μου, που μαγειρεύει υπέροχα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή