Το επίτευγμα του Διονυσίου Σολωμού

Το επίτευγμα του Διονυσίου Σολωμού

6' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ὁ ριζικὸς λόγος τῆς κορυφαίας θέσης τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ (1798- 1857) μέσα στὴν ἐξέλιξη τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας εἶναι ἡ καθαρὰ ποιητικὴ δημιουργικότητα καὶ ἰσχὺς τοῦ ἔργου του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι λόγοι-παράγοντες (ἀφαιρετικὰ αἰσθητικοί, γλωσσικοί, γραμματολογικοὶ καὶ γενικὰ ἱστορικοί) περιβάλλουν, βέβαια, ὀργανικὰ τὸν πρῶτο, ἀλλὰ δὲν ἰσοδυναμοῦν μὲ αὐτὸν οὔτε κεχωρισμένοι οὔτε ὡς σύνολο. Ὁπότε καὶ ἡ κρισιμότερη καὶ σημαντικότερη σολωμικὴ βιβλιογραφία, ἀπὸ τὰ ἐξαίρετα ἑρμηνευτικὰ καὶ ἀξιολογικὰ κείμενα τοῦ Ἐμμανουὴλ Στάη (1853) καὶ τοῦ Ἰακώβου Πολυλᾶ (1859) ἕως τὰ ὀξυδερκῆ μελετήματα τῆς ἐποχῆς μας, ἐπικεντρώνεται τελικὰ στὴν προσπάθεια προσδιορισμοῦ αὐτῆς τῆς ἀμιγῶς ποιοτικῆς ἰδιότητας· καὶ οἱ σχετικὲς προτάσεις συμβάλλουν συμπληρωματικὰ μεταξύ τους στὴν ὥριμη ἐπίγνωση τοῦ φαινομένου. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀξιολογικὰ οὐδέτερες, καθαρὰ γνωστικὲς καὶ διαπιστωτικὲς ἔρευνες δὲν θὰ εἶχαν λάβει τὴν ἔκταση ποὺ ἔλαβαν, ἂν δὲν τὶς προκαλοῦσε ἡ ἀξιακὴ στάθμη τοῦ ἀντικειμένου. Αὐτὴ ἡ προτεραιότητα τοῦ ποιητικοῦ /ποιοτικοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ μιὰ περίπτωση Ἕλληνα ποιητῆ ἐντάσσεται, φυσικά, σὲ ἕνα καθολικὸ αὐτονόητο τῆς σπουδῆς κάθε λογοτεχνίας: ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἑκάστοτε διαφορετικὸ ἀντικείμενό της, διεθνῶς ἡ μείζων φιλολογία-κριτικὴ ἐπαληθεύει τὴν δυνατότητα τοῦ ἀναγνώστη νά διαμορφώσει ἐπάξια στάση γνώσης καὶ εὐεργετικῆς πρόσληψης ἀπέναντι σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως εἶναι ἡ λογοτεχνία.

Αὐτονόητα ἀναγκαῖες ὅμως στάθηκαν καὶ οἱ μορφὲς ἀσχολίας μὲ τὸν Σολωμὸ ποὺ κινοῦνται πρὶν ἀπὸ τὴν ἀξιολογικὴ ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑρμηνευτικὴ πράξη καὶ διερευνοῦν συστατικὰ καὶ παράγοντες τοῦ ἔργου του, ὡς «ὕλη» ποὺ δὲν ἔχει μετασχηματισθεῖ ἀκόμη σὲ ποιητικὸ γεγονός. Οὔτε μπορεῖ νὰ ἀγνοηθεῖ ἡ «ὕλη», γιατὶ τὸ ποιητικὸ σῶμα δὲν προκύπτει ἐν κενῷ, οὔτε μπορεῖ καθαυτὴν να ἐξηγήσει τὴν ποιητικότητα. Ἀλλὰ ἡ ὁλοένα ἀμεσότερη ἐνασχόληση μὲ τὴν φύση καὶ τὴν διεργασία τοῦ μετασχηματισμοῦ ὁρίζει τὸ δυσκολότερο καὶ ἀποτελεσματικότερο ἔργο τῶν μελετῶν. Τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχουν στεγανὲς διακρίσεις μεταξὺ προποιητικῶν δεδομένων καὶ ποιητικοῦ ἀποτελέσματος διευκολύνει τὸν μελετητὴ στά πρῶτα στάδια τῆς σπουδῆς, ἀλλὰ καὶ καθιστᾶ στὴν συνέχεια διαρκῶς ἀπαιτητικότερη τὴν κατανόηση τοῦ δημιουργικοῦ γίγνεσθαι. Εἶναι ἀρκετὴ ἡ ὑπόμνηση τριῶν βασικῶν παραδειγμάτων ἀναγωγῆς ἀπὸ τὸ προποιητικὸ ἐπίπεδο στὸ ποιητικό: ἀναγωγὴ τοῦ ἱστορικοῦ-συλλογικοῦ κόσμου (Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι)· τοῦ κυρίως ἀτομικοῦ ἠθικοῦ-συναισθηματικοῦ κόσμου (Ὁ Λάμπρος)· καὶ τοῦ μεικτοῦ, ἱστορικοῦ καὶ ἀτομικοῦ κόσμου (Ὁ Κρητικός). Μέσα στὸν συνδυασμὸ τῶν γενικῶν ποιητικῶν κατηγοριῶν τοῦ κλασικοῦ καὶ τοῦ ρομαντικοῦ, λειτουργοῦν ὑπὸ διαφορετικὲς ἀναλογίες οἱ εἰδικότερες ἰδιότητες τοῦ λυρικοῦ, τοῦ τραγικοῦ καὶ τοῦ δραματικοῦ. Διασταυρώνεται, ἐπίσης, μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πειστικότερους τρόπους στὴν ποίηση τοῦ Σολωμοῦ ἡ γνώση τῆς πραγματικότητας κατὰ τὶς θετικὲς καὶ ἀρνητικὲς ὄψεις της μὲ τὴν σύλληψη ἰδεωδῶν προτύπων-ἀξιῶν. Ὁ ποιητὴς κινεῖται σὲ συνειδησιακὴ τάξη ἀσύγκριτα ὑψηλότερη τόσο ἀπὸ τὸν μικρονοϊκὰ ἀπαισιόδοξο ρεαλισμὸ ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἀφελὴ καὶ ρητορικὴ αἰσιοδοξία.

Ἡ ποίηση τοῦ Σολωμοῦ συνιστᾶ μέσα στὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία τὴν ὀργανικότερη καὶ σπουδαιότερη ἕως τότε ἀλληλουχία διανοητικῶν, ἠθικῶν καὶ συναισθηματικῶν δυνάμεων. Αὐτὲς οἱ δυνάμεις ὑφίστανται μόνο σὲ μικρότερον βαθμὸ καὶ ὑπὸ χαλαρότερον συνδυασμὸ σὲ ὅλη τὴν προηγούμενη νεοελληνικὴ ποίηση (καὶ πρώιμη πεζογραφία) καὶ σὲ ὅλη τὴν ἑπόμενη – ἕως τὴν ἐμφάνιση τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ ἀναμφίβολα ἐπανενδυνάμωσε σοβαρὰ μιὰ τέτοια τρισδιάστατη καὶ ἄκρως καθοριστικὴ βάση ποιητικῆς, φθάνοντας καὶ αὐτὸς σὲ κορυφώσεις, ποὺ ὡστόσο κατανέμονται μέσα σε ἓνα ποιοτικὰ διαβαθμισμένο σύνολο ἔργου. Ἐνῶ ὁ Σολωμὸς δὲν ὑποχώρησε στὸν πειρασμὸ ὁλοκληρώσεων ποὺ ἐγκυμονοῦσαν τὸν κίνδυνο ἀποδυνάμωσης.

Ὁ Σολωμὸς διέθετε διανοητικὴν ἰσχὺ καὶ ἔγκυρη γνωστικὴ ἐμπειρία. Σὲ κανένα σημεῖο τῆς ποίησης καὶ τῶν πεζῶν κειμένων του δὲν παρατηρεῖται ἴχνος πρωτογονισμοῦ καὶ ἀνορθολογικῆς κοσμοαντίληψης ἢ συγκεχυμένης πρόσληψης διαστάσεων τῆς πραγματικότητας. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν γερμανικὴ ἰδεοκρατικὴ φιλοσοφία, ἡ ροπή του πρὸς τὸ ὑπερβατικό, ὁ «μυστικισμὸς» καὶ ἡ θρησκευτικότητά του ἀποτελοῦν ἀναζήτηση μιᾶς ἀνοδικής πνευματικότητας, ποὺ προϋποθέτει πλήρως τὴν ὀρθολογικὴ καὶ ρεαλιστικὴ βαθμίδα καὶ ἀνοίγεται διερευνητικὰ πρὸς τὸ ὑπερ-ορθολογικό, ὅπως συμβαίνει διαχρονικὰ μὲ πλείστους ἀνθρώπους εὐρείας καὶ ἀνήσυχης συνείδησης. Στὴν περίπτωσή του, καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν ὁ ἀναγνώστης συμμερίζεται αὐτὲς τὶς ἀναζητήσεις, τελικὴ σημασία ἔχει ἡ ποιητικὴ καταξίωσή τους.

Στερεότητα καὶ διαύγεια χαρακτηρίζουν τὸν ἠθικὸ συνειδησιακὸ κόσμο τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ ἐνῶ ἡ καθαρὰ ἀφαιρετικὴ ἀντίληψη τοῦ ἠθικοῦ «χρέους» διέπεται ἀπὸ αὐστηρότητα καντιανοῦ βαθμοῦ, οἱ συγκεκριμένες μορφοποιήσεις της μέσα στὰ κείμενα συνδυάζονται μὲ ἀνθρωπιστικὴ κατανόηση τῆς τραγικότητας ποὺ προκαλοῦν οἱ ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων.

Στὸν Κρητικὸ καὶ στὸν Πόρφυρα ὑπάρχει ὁ ἄδικος θάνατος τῶν ἀπολύτως ἀθώων, ποὺ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ἐξαγνίζονται περαιτέρω καὶ ἀνάγονται σὲ μορφὲς ὁραματικῆς εὐγένειας. Στὸν Λάμπρο, ἡ τραγικότητα ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας (παράλληλα καὶ ἐκεῖ μὲ τὴν ἄδικη τύχη ἀθώων) φθάνει στὰ ἔσχατα καὶ ἐπέρχεται ἕνα εἶδος ἀριστοτελικῆς «κάθαρσης» στὴν συνείδηση τοῦ ἀναγνώστη. Στοὺς Ἐλεύθερους Πολιορκημένους, τὸ ἡρωικὸ ἦθος κατανικᾶ πρῶτα τὸν «πειρασμὸ» καὶ στὸ τέλος καὶ τὴν ἴδια τὴν τραγικότητα, τοποθετώντας τοὺς ἀγωνιστὲς σὲ ἐπίπεδο ἀπρόσβλητο πιὰ ἀπὸ τὸ κακὸ γενικά.

Διανοητικὲς καὶ ἠθικὲς συνιστῶσες τοῦ ἔργου τοῦ Σολωμοῦ ἐλέγχουν καὶ προάγουν τὴν συναισθηματικὴ δύναμη τῶν κειμένων – καὶ ἀντίστροφα. Ἡ ὑψηλὴ ἔνταση τοῦ λυρισμοῦ δὲν ἐκτρέπεται σὲ πλαδαρότητα συναισθηματισμοῦ. Ἀγάπη, θλίψη, ἐνθουσιασμὸς ἀπέναντι στὴν ὀμορφιὰ κάθε τάξης, ἔξαρση αἰσιοδοξίας καὶ μελαγχολικὴ περιστολή, ὀργὴ καὶ τρυφερότητα – παραμένουν ἐκδηλώσεις πειστικὲς καὶ ἑλκυστικές, γιατὶ πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ  ποιητὴς σέβεται τὴν ποιότητά τους καὶ τὴν προστατεύει ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἐπιπολάιοτητας. Κατὰ κανόνα, ἐξάλλου, ἠθικὴ καὶ συναίσθημα συναιροῦνται στὴν ποίηση τοῦ Σολωμοῦ· καί, μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ «νοῦ», ἀποκτοῦν τὸ κύρος καὶ τὴν ἐμβέλεια συμβόλων, πέρα ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ καὶ ἐμπειρικὴ ἀφορμή τους. Ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ προτεραιότητα νοητικὲς συλλήψεις «ἐξανθρωπίζονται» μὲ τὸ θερμὸ ψυχικὸ ρεῦμα ποὺ τὶς διατρέχει.

Ἀπὸ τὴν σύνολη αὐτὴ πνευματικὴ ὡριμότητα τοῦ Σολωμοῦ ἀπορρέει τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ τὸ ἐθνικὸ θέμα στάθηκε κεντρικὸ στὴν ποίησή του, ἀπουσιάζει ἀπὸ αὐτὴν ἡ ἐθνικὴ μεγαληγορία. Ὁ ποιητὴς συλλαμβάνει ἐξαρχῆς τὸν ἀγώνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς πράξη δικαιοσύνης καὶ ὡς δραματικὴ πορεία. Εὐνοοῦσε, βέβαια, τὴν σοβαρότητα αὐτὴν ἡ χρονικὴ παραλληλία καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἐγγύτητα πρὸς τὴν κρίσιμη ἀγωνιστικὴ περίοδο καὶ τὸ ὅτι δὲν εἶχε δημιουργηθεῖ ἢ ἐνταθεῖ ἀκόμη τὸ μεταγενέστερο κλίμα τῆς ἐθνικῆς ρητορείας, γιατὶ αὐτὴ δὲν προσιδίαζε οὔτε στὸ λαϊκὸ αἴσθημα οὔτε στὴ νοοτροπία καὶ στήν ἀγωνία τῶν λογίων τοῦ Διαφωτισμοῦ, ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἡ πραγματοποίηση τῶν οὐσιαστικῶν σκοπῶν τῆς Ἐπανάστασης. Ἐπῆλθε ἀργότερα μιά, ἀναπόφευκτη ἴσως, ἀλλοίωση τῆς ἀρχικῆς γνησιότητας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἕως ἕναν βαθμὸ εὔλογη ἔνταση θυμικῶν διεργασιῶν καὶ λόγων μιᾶς κοινωνίας ποὺ ἀδημονοῦσε γιά τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐθνικῶν ἐπιδιώξεών της, καθηλωμένη πιὰ μέσα στὶς στατικὲς μετεπαναστατικὲς συνθῆκες. Ἀλλά τὸ μόνιμα σημαντικὸ και ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴν στὸ ἔργο τοῦ Σολωμοῦ εἶναι ὅτι δὲν προκαλεῖ ἐνθάρρυνση τῆς ἐθνικῆς αὐταρέσκειας, τοῦ συμβατικοῦ πατριωτικοῦ λόγου ἢ καὶ τῆς ἐκτροπῆς πρὸς τὸν ἐθνικισμό (παρὰ μόνο ὑπὸ ριζικὰ λανθασμένη πρόσληψη). Ἡ ἔγκυρη λειτουργία του εἶναι ἡ ἐντελῶς ἀντίθετη: διαρκὴς ὑπόμνηση τοῦ «ἀληθοῦς» ὡς «ἐθνικοῦ».

Στὴν ποιοτικὴ κατάκτηση ὅπου ἔφθασε ὁ Σολωμὸς ὀφείλεται καὶ ἡ μονιμότητα τῆς ἀναγνώρισής του, παρὰ τὶς διαδοχικὲς καὶ βαθειὲς μεταβολὲς τῆς νεοελληνικῆς ποιητικῆς, καὶ ἡ δημιουργικὴ ἀφομοίωση «ὑποθηκῶν» του ἀπὸ τοὺς ἑπομένους ποιητὲς ἕως τὴν ἐποχή μας. Ὅπως συμβαίνει πάντα σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις, αὐτὴ ἡ σχέση διαβαθμίζεται: ἀπὸ τὴν καθαρὰ ἀξιολογικὴ παραδοχή, χωρὶς ἀξιοσημείωτους ὀργανικοὺς συνδέσμους, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ἐπίμονη ἀναζήτηση διαφοροποιήσεων, ἕως τὴν μεγαλύτερου ἢ μικροτέρου βαθμοῦ ἀφομοίωση στοιχείων τοῦ σολωμικοῦ κληροδοτήματος· ἀλλὰ καὶ ἕως τὴν συνειδητὴ ἐπιδίωξη ἀντιθετικῆς ποιητικῆς, ὑπὸ τὴν λογικὴ ὅτι τὸ παραδεδομένο σημαντικὸ πρέπει νὰ τὸ διαδεχθεῖ τὸ ἰσοδύναμο ἢ ἰσχυρότερο διαφορετικό. Βέβαια, ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκδοχὲς μιᾶς οὐσιαστικά θετικῆς πάντα σχέσης δὲν μποροῦν νὰ ἀποκλείσουν τὸ ἐνδεχόμενο ἀξιολογικῆς ἀμφισβήτησης. Ἡ περιοχὴ τῆς λογοτεχνίας δὲν ἐπιδέχεται ὄχι μόνο δογματικὴ μονομέρεια κριτηρίων ἀλλὰ οὔτε πλήρη ἀντικειμενικότητα ἀποτιμήσεων. Ἡ μόνη βάσιμη διαπίστωση ποὺ μποροῦμε νὰ προτείνουμε εἶναι ὅτι δὲν ἔχει ὑπάρξει ἕως σήμερα κάποια σοβαρὰ καὶ διεξοδικὰ ἀρνητικὴ ἀξιολόγηση τοῦ σολωμικοῦ ἔργου.

* Ο κ. Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης είναι ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το παρόν κείμενο είναι ανακοίνωση στο ΙΑ΄Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο (Κεφαλονιά, 21-25 Μαΐου 2018).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή