Ξένοι και ξένοι

4' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υ​​πάρχουν δύο λογιών ξένοι: ο τουρίστας και ο μετανάστης ή ο πρόσφυγας. Ο πρώτος είναι ευγενικός και πρόσχαρος, χαλαρός, μιλάει κάποια αγγλικά για να μπορούμε να συνεννοούμαστε, ξοδεύει χρήματα, και κυρίως έρχεται στη χώρα (σε κάθε χώρα) για λίγες μέρες. Ο άλλος είναι βασανισμένος και ταλαιπωρημένος, δεν μιλάει άλλη γλώσσα εξόν από τη μητρική του, είναι φτωχός, και κυρίως έρχεται για να μείνει. Τον πρώτο τον θέλουμε και τον αγαπάμε (μολονότι η μαζική παρουσία του προκαλεί πια και αντιδράσεις, βλ. Βαρκελώνη), κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τον προσελκύσουμε. Τον δεύτερο δεν τον θέλουμε, δεν θέλουμε να τον βλέπουμε, τον φοβόμαστε, τον απεχθανόμαστε, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποτρέψουμε τον ερχομό του και, αν τυχόν καταφέρει και φτάσει στα ιερά χώματά μας, φροντίζουμε να τον εξαφανίσουμε από μπροστά μας, κλείνοντάς τον σε κάποιο στρατόπεδο κράτησης ή στέλνοντάς τον πίσω, από εκεί όπου ήρθε. Ιδού ακριβώς ο ορισμός του μίσους: η με κάθε τρόπο εξαφάνιση του άλλου, να τον εξαφανίσω από μπροστά μου ή και να τον αφανίσω από την ίδια τη ζωή.

Αυτή δεν είναι πράγματι η πολιτική της Ευρώπης και όλου του κόσμου, απέναντι σε τούτη τη δεύτερη κατηγορία ξένων; Τείχη για να μην περάσουν και στρατόπεδα αφού περάσουν. Υψώνονται τείχη για να εμποδίζουν την έλευση (70 τείχη σήμερα στον κόσμο, συνολικού μήκους αθροιστικά 40.000 χιλιομέτρων) και δημιουργούνται στρατόπεδα κράτησης για να μην είναι ορατοί (12 εκατομμύρια εκτοπισμένοι, με μέση διάρκεια διαβίωσης εκεί 17 χρόνια). Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι ανεπιθύμητοι στην Ευρώπη. Δεν θέλουμε να κυκλοφορούν ανάμεσά μας, να κάθονται τα παιδιά τους στα ίδια θρανία με τα δικά μας, να νοσηλεύονται στο διπλανό κρεβάτι του νοσοκομείου. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ξοδεύει δισεκατομμύρια ευρώ για να τα πετύχει όλα αυτά. Κάνουμε κάτι διαφορετικό στην Ελλάδα; Βρίσκονται εδώ περίπου 60.000 άνθρωποι από τις μεταναστευτικές ροές του 2015 και εξής. Τους κλείνουμε στη Μόρια, τους στεγάζουμε αλλού, τους επιδοτούμε –με ξένα χρήματα– αλλά ουσιαστικά δεν τους θέλουμε. Δεν θέλουμε να ζήσουν εδώ, δεν θέλουμε να τους εντάξουμε στην κοινωνία μας. Εχουμε μάλιστα εν προκειμένω και ένα θαυμάσιο πρόσχημα: κανείς τους δεν είχε την Ελλάδα ως τελικό προορισμό.

Αν στρέψουμε το βλέμμα προς τους τουρίστες, πρέπει να δεχθούμε ότι η Ευρώπη είναι μια ήπειρος ανοιχτών συνόρων, ελεύθερης μετακίνησης, φιλόξενη, φιλική και εγκάρδια προς τον ξένο. Αν το στρέψουμε, όμως, προς τον μετανάστη και τον πρόσφυγα, μπορούμε στ’ αλήθεια να ισχυριστούμε το ίδιο; Πώς να την πεις φιλόξενη, όταν στη Μεσόγειο έχουν πνιγεί από το 2000 και εξής 32.000 άνθρωποι; Οχι, η φιλοξενία δεν αφορά εκείνον που πληρώνει και καλοπληρώνει. Αυτός δεν είναι ξένος, είναι πελάτης. Η φιλοξενία αφορά εκείνον που δεν έχει να αγοράσει, τον φτωχό και τον πεινασμένο. Αυτός είναι ο ξένος, αυτόν καλείσαι να φιλοξενήσεις. Είτε όμως τους θέλουμε είτε δεν τους θέλουμε, αυτοί οι ξένοι δεν θα πάψουν ποτέ να έρχονται στην Ευρώπη, γιατί πάντα οι άνθρωποι θα θέλουν να ζήσουν καλύτερα. Οσο της γης οι κολασμένοι γνώριζαν μόνο τι γίνεται στο χωριό τους, δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν και να επιθυμήσουν. Τώρα, όμως, που σε κάθε χωριό της Αφρικής και της Ασίας υπάρχει τηλεόραση και Διαδίκτυο, ξέρουν πώς ζουν οι άνθρωποι στις δυτικές κοινωνίες, και τίποτε πια δεν θα τους συγκρατήσει από το να πάνε εκεί. Κάθε συζήτηση για το μεταναστευτικό πρέπει να ξεκινάει από αυτή την παραδοχή. Οι μεταναστευτικές ροές αναδιατάσσουν δημογραφικά αλλά και πολιτιστικά την Ευρώπη, με τρόπο πρωτοφανή εδώ και αιώνες. Αυτή η τεράστια αλλαγή δεν μπορεί προφανώς να γίνεται πάντα ειρηνικά και ανεμπόδιστα. Γι’ αυτό, από τη μια, είμαστε με την παγκοσμιοποίηση και, από την άλλη, στήνουμε ηλεκτροφόρους φράχτες στα σύνορά μας (Ουγγαρία). Οταν, όμως, όλοι οι άνθρωποι έχουν σήμερα δικαίωμα εξόδου από τις χώρες τους –μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν ίσχυε αυτό για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους–, αλλά δεν έχουν εξίσου δικαίωμα εισόδου σε μια άλλη, τότε η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) και κυρίως η Συνθήκη της Γενεύης (1951) έχουν πάει περίπατο.

Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες θέτουν ασφαλώς σε μεγάλη δοκιμασία την ηθική μας, δοκιμάζουν όμως και τις πολιτικές αξίες και ιδέες μας. Δεν περιμέναμε, λοιπόν, την αποτυχία ουσιαστικά της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. για ένα ενιαίο σύστημα ασύλου, στις 28-29 Ιουνίου 2018, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το προσφυγικό ζήτημα διχάζει την Ευρώπη και απειλεί τη συνοχή της, ότι διχάζει επίσης εσωτερικά τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ότι ευνοεί την ακροδεξιά και μετατοπίζει συνολικά το πολιτικό σύστημα δεξιότερα, προς όλο και εντονότερα αντιμεταναστευτικές θέσεις.

Κριτική στην Ευρώπη ασκούν συνήθως οι εχθροί της, οι εθνικιστές, οι ακροδεξιοί, οι λαϊκιστές. Υπάρχει, όμως, και η κριτική των φίλων. Η Ευρώπη πληρώνει τώρα, κατά τη μεταναστευτική κρίση, το προπατορικό αμάρτημά της, ότι δηλαδή ήταν πάντα οικονομική περισσότερο ένωση παρά πολιτική, ότι επικρατούσε πάντα η οικονομική διάσταση επί της πολιτικής. Το ζήτημα, όμως, των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών δεν είναι οικονομικό, είναι ηθικό και πολιτικό, δεν είναι υπόθεση κονδυλίων, αλλά πνευματικής μεταστροφής. Η πολύ δύσκολη, ούτως ή άλλως, λύση του απαιτεί και προϋποθέτει μια μεταστροφή ιδεών, που θα μπορούσα να τις συμπυκνώσω στην εγκατάλειψη, πρώτον, της ουσιοκρατικής αντίληψης της πολιτιστικής ταυτότητας και, δεύτερον, της εθνοτικής αντίληψης της ιδιότητας του πολίτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή