Είναι βράδυ Σαββάτου. Το λεωφορείο που πραγματοποιεί το δρομολόγιο «Βροντού-Δίον (Μεικτό)» ξεκινάει από την πόλη της Κατερίνης με αίθριο καιρό.
Το λεωφορείο είναι γεμάτο, οι επιβάτες ξεπερνούν τους 30, ενώ κάποιοι πολίτες είναι όρθιοι και κρατιούνται από τις χειρολαβές. Οδηγός η Δήμητρα Τζιάτζιου, 37 χρονών και μητέρα δύο παιδιών. Στο λεωφορείο επιβαίνουν ηλικιωμένοι, μαμάδες με μωρά, εργαζόμενοι και νεαροί. Κάποιοι επιστρέφουν στα χωριά τους από τη δουλειά και κάποιοι από βόλτα στην Κατερίνη.
Οι στάσεις που θα κάνει το λεωφορείο σε επτά διαδοχικά χωριά (Νέα Εφεσος, Κονταριώτισσα, Αγιος Σπυρίδωνας, Βροντού, Καρίτσα, Δίον, Πλατανάκια) καλύπτουν μια απόσταση 17 χιλιομέτρων από την πόλη, με το δρομολόγιο να διαρκεί μιάμιση ώρα.
«Φτάνουμε στο πρώτο χωριό ύστερα από ένα τέταρτο και εκεί έπεφταν ψιχάλες. Με το που φτάσαμε όμως στο δεύτερο χωριό είχε ήδη ξεκινήσει δυνατή μπόρα», λέει στην «Κ» η κ. Τζιάτζιου.
Σκοτεινοί δρόμοι και πολλοί κεραυνοί
Περιγράφοντας όσα δύσκολα αλλά και όμορφα ακολούθησαν συμπληρώνει πως «από τους πολλούς κεραυνούς έγινε η νύχτα μέρα, με το ζόρι βλέπαμε έξω. Η μπόρα έγινε ανεξέλεγκτη. Οι αστραπές φώτιζαν τα χωράφια. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου τέτοιους κεραυνούς», λέει χαρακτηριστικά η κ. Τζιάτζιου, σημειώνοντας πως οι δρόμοι μέσα στα χωριά δεν έχουν σχεδόν καθόλου φωτισμό. «Επί της ουσίας, όλο το δρομολόγιο γίνεται ανάμεσα σε χωράφια με ακτινίδια», λέει, δίνοντας μια εικόνα από το σκηνικό στο οποίο πορευόταν το λεωφορείο.
Στάσεις με γνώμονα την ασφάλεια
Μέσα σε αυτή την απαιτητική συνθήκη, η κ. Τζιάτζιου άρχισε να ρωτάει κάθε επιβάτη που πατούσε το κουμπί για να αποβιβαστεί, αν το σπίτι του είναι κοντά στη στάση, αν ήθελε να σταματήσει το όχημα λίγο πριν ή λίγο μετά, ή ποιο ήταν το πιο βολικό σημείο έτσι ώστε να μη βραχούν πολύ και κυρίως να μην κινδυνεύσουν».
«Κανείς δεν μου το ζήτησε από μόνος του. Ολοι σκέφτηκαν να μη με φέρουν σε δύσκολη θέση ή να μη μου δημιουργήσουν πρόβλημα στη δουλειά μου. Εγώ σκεφτόμουν αυτούς κι αυτοί σκέφτονταν εμένα».
Τελικά, η οδηγός έκανε μια εξαίρεση για 13 πολίτες, έτσι ώστε να βρεθούν όσο πιο κοντά γίνεται στο σπίτι τους. «Πρώτη κατέβηκε μια τρομοκρατημένη από την κακοκαιρία νέα κοπέλα. Πήγαινα με 10-20 χιλιόμετρα για να μου επιδείξει μέσα στο σκοτάδι το σωστό σημείο», αναφέρει η κ. Τζιάτζιου λέγοντας πως σχεδόν έξω από το σπίτι της άφησε και μια έφηβη κοπέλα που είχε βάλει τα κλάματα από τον φόβο της.
«Και όμως. Κανείς δεν μου το ζήτησε από μόνος του. Ολοι σκέφτηκαν να μη με φέρουν σε δύσκολη θέση ή να μη μου δημιουργήσουν πρόβλημα στη δουλειά μου. Εγώ σκεφτόμουν αυτούς κι αυτοί σκέφτονταν εμένα», λέει η κ. Τζιάτζιου, ξεχωρίζοντας την πιο δυνατή στιγμή αυτού του δρομολογίου.
Ηταν στο προτελευταίο χωριό, στη Βροντού, όταν το κουμπί πάτησε ένας παππούς 87 ετών, του οποίου το σπίτι ήταν αρκετά πιο κάτω από τη στάση. «Στάθμευσα για λίγο το λεωφορείο. Αυτός με το μπαστούνι κι εγώ κρατώντας το χέρι του αλλά και μία ομπρέλα, τον συνόδευσα ως την πόρτα του σπιτιού του» περιγράφει η οδηγός.
Η ίδια προσθέτει πως γνωρίζει ότι η κίνησή της αυτή είναι κάτι που δεν προβλέπεται. Οπως όμως λέει: «Δεν μπορούσα να μην το κάνω. Γινόταν… κατακλυσμός. Το έκανα άλλωστε με πολύ μεγάλη προσοχή, σταθμεύοντας πολύ κοντά στο πεζοδρόμιο κι ελέγχοντας από τους καθρέφτες μου για διερχόμενα οχήματα».
Η επιστροφή από τα Πλατανάκια πίσω στην Κατερίνη ήταν ομαλή. Δύο νέα κορίτσια μπήκαν στο λεωφορείο στο Δίον. Είχε ήδη αρχίσει να βρέχει λιγότερο. Μόλις το λεωφορείο μπήκε στην Κατερίνη δεν έριχνε ούτε σταγόνα.
Από το κομμωτήριο στη θέση του οδηγού
Η Δήμητρα Τζιάτζιου, όταν ήταν 20 ετών και αφού μόλις είχε τελειώσει τη σχολή κομμωτικής, άνοιξε τη δική της επιχείρηση στην Κατερίνη. Πρόλαβε να εργαστεί μόλις τρία χρόνια πριν υποβληθεί σε μια μεγάλη και δύσκολη εγχείρηση στη μέση της, λόγω μυελοπάθειας. Επρεπε να σταματήσει οπωσδήποτε τη συγκεκριμένη εργασία.
Τα επόμενα κεφάλαια της ζωής της ξετυλίχθηκαν ως εξής:
«Εκλεισα το κομμωτήριο. Γέννησα την πρώτη μου κόρη στα 22 μου. Στα 24 έβγαλα άδεια οδήγησης φορτηγού και στα 25 άδεια για νταλίκα. Αυτό ήταν ένα όνειρο που είχα από μικρή, χωρίς κάποιος στην οικογένειά μου να ασχολείται με αυτό το επάγγελμα. Μου αρέσει η οδήγηση, ο δρόμος, τα μεγάλα οχήματα. Το όνειρό μου ήταν να κάνω με μία νταλίκα δρομολόγια στο εξωτερικό. Την ίδια χρονιά έβγαλα άδεια και για οδήγηση λεωφορείου αλλά και το ειδικό δίπλωμα που πρέπει πια να έχει ένας οδηγός και το οποίο αφορά στη μηχανολογία των λεωφορείων. Στα 27 μου γέννησα τη δεύτερη κόρη μου. Ασχολήθηκα με τα παιδιά μου για κάποια χρόνια».
«Μου αρέσει η οδήγηση, ο δρόμος, τα μεγάλα οχήματα. Το όνειρό μου ήταν να κάνω με μία νταλίκα δρομολόγια στο εξωτερικό».
Οταν η κ. Τζιάτζιου βγήκε ξανά στην αγορά εργασίας, εργάστηκε για ένα μικρό διάστημα ως οδηγός σχολικού λεωφορείου και στη συνέχεια σε σούπερ μάρκετ αλλά και στα διόδια στα Μάλγαρα.
Το όνειρό της όμως δεν το είχε ακόμα εγκαταλείψει. Οταν ήταν 25 ετών, είχε απευθυνθεί στην εταιρεία των αστικών ΚΤΕΛ Κατερίνης για να ζητήσει εργασία. Εκείνη την περίοδο δεν προσλάμβαναν ακόμα γυναίκες.
Πριν από δύο χρόνια και δώδεκα χρόνια μετά την αρχική κρούση που είχε κάνει, αποφάσισε να δοκιμάσει εν νέου να ζητήσει εργασία στα λεωφορεία της Κατερίνης. «Με το που κάλεσα, σε μία ώρα ήμουν στα γραφεία και συζητούσα την πρόσληψή μου. Πέρασα αμέσως την εκπαίδευση και σε δύο εβδομάδες είχα ξεκινήσει τη δουλειά» μας λέει η κ. Τζιάτζιου και προσθέτει: «Τώρα εργαζόμαστε δύο γυναίκες στα ΚΤΕΛ. Η συνάδελφός μου η Μαρία είναι 27 χρονών. Εγώ δεν θέλω να φύγω από το πόστο μου ποτέ. Είμαι επιτέλους πολύ ευχαριστημένη από τη δουλειά μου».